Του Αλέξανδρου Μπαρότσι
Κρατικοποίηση της ΔΕΗ, πλαφόν 5% στα κέρδη των διυλιστηρίων, επίθεση στα «ολιγοπώλια» και στα «καρτέλ» της ενέργειας, μαζί φυσικά με μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, συγκαταλέγονται στο ενεργειακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Αθροίζοντας κανείς τις βασικές προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα ενεργειακά, ο ΣΥΡΙΖΑ στέλνει το ίδιο ακριβώς αρνητικό μήνυμα με εκείνο του 2015, το οποίο δεν έχει την παραμικρή σχέση με την οικονομία και την πραγματικότητα.
Πλαφόν 5% στα κέρδη των διυλιστηρίων
Δια στόματος της Θεοδώρας Τζάκρη, η αξιωματική αντιπολίτευση μιλά για πλαφόν 5% στα κέρδη των εταιρειών ενέργειας και στα διυλιστήρια, δίχως να διευκρινίζει σε ποια οικονομική λογική θα μπορούσε να στηρίζεται ένα τέτοιο μέτρο. Πού ακριβώς θα επιβάλει το πλαφόν, πάνω σε ποιον κύκλο εργασιών, πάνω σε ποια έσοδα και εντέλει πώς είναι δυνατόν σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, να επιβληθεί σε μια εταιρεία να λειτουργεί με συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους; Μειώνοντας τον τζίρο της ή αυξάνοντας τα έσοδα της;
Και ποιος επενδυτής θα βάλει χρήματα για να φτιάξει μια νέα μονάδα παραγωγής ενέργειας, όταν εκ των προτέρων θα του έχει τεθεί πλαφόν στο περιθώριο της κερδοφορίας του; Εκτός και αν το μετακυλήσει στις λιανικές τιμές. Επομένως θα ακριβύνουν τα ενεργειακά προϊόντα και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, θα αρχίσει να μοιράζει επιδόματα για να καταπολεμήσει την ακρίβεια! Απόλυτος παραλογισμός.
Ούτε έχουν εξηγήσει οι άνθρωποι της Κουμουνδούρου, πως ακριβώς σκέφτονται να σπάσουν το ολιγοπώλιο στα διυλιστήρια. Θα φέρουν επενδυτές για να φτιάξουν ένα νέο διυλιστήριο, κάτι που είναι ιδιαίτερα κοστοβόρο, ενώ την ίδια στιγμή θα προσπαθούν να μπλοκάρουν όλες τις νέες επενδύσεις στο χώρο της ενέργειας;
Κρατικοποίηση της ΔΕΗ
Το φετίχ όμως του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει η κρατικοποίηση της ΔΕΗ. Σύνθημα που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του οικονομικού του προγράμματος, κάτι σαν το Ιερό Γκράαλ. Ποια οικονομική σκοπιμότητα εξυπηρετεί κάτι τέτοιο και πως θα γίνει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μας εξηγεί. Με ποιον αλήθεια τρόπο θα περιέλθουν οι μετοχές στα χέρια του κράτους και το Δημόσιο θα αυξήσει το ποσοστό του από το 34% στο 51%; Μέσω αναγκαστικής κρατικοποίησης τύπου Μαδούρο; Μέσω προαιρετικής δημόσιας πρότασης προς τους μετόχους μέσω χρηματιστηρίου; Και ποιο είναι το προβλεπόμενο κόστος για το Δημόσιο; Παρεμπιπτόντως για να έχουμε μια εικόνα, η κεφαλαιοποίηση της ΔΕΗ ανέρχεται σήμερα σε πάνω από 3 δισ. ευρώ, το Δημόσιο ελέγχει το 34% και για να γίνει μια προαιρετική δημόσια προσφορά, με σκοπό την έξοδο της επιχείρησης από το Χρηματιστήριο, θα πρέπει να αποκτήσει το 66%. Δηλαδή να καταβάλει στους επενδυτές ποσά πάνω από την αξία στην οποία είχαν εισέλθει όταν η επιχείρηση προέβη το 2021 σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, τα οποία υπολογίζονται σε πάνω από 2,2 δισ. ευρώ.
Εκδίωξη πράσινων επενδυτών
Πρόσφατα επίσης ακούσαμε από τον κ, Γ. Δραγασάκη. άλλοτε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στενό συνεργάτη του Αλ. Τσίπρα, ούτε λίγο, ούτε πολύ να προαναγγέλλει ότι αν το κόμμα έρθει στην κυβέρνηση θα τα βάλει με τους μεγάλους της «πράσινης» ενέργειας.
«Το 2018 φτιάξαμε έναν πρωτοποριακό νόμο για τις ενεργειακές κοινότητες για τόνωση της ενεργειακής δημοκρατίας. Τι έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ; Τον εκφύλισε σε πλαίσιο ευνοϊκής υπερσυγκέντρωσης υπέρ λίγων ενεργειακών ομίλων», ανέφερε την περασμένη εβδομάδα ο κ. Δραγασάκης από το βήμα του συνεδρίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Δεν διευκρίνισε τι εννοεί, αλλά αρκετοί το συνέδεσαν με μια γενικότερη πρόθεση του κόμματος να κλείσει το μάτι στους «μικρούς» της ενέργειας, τάζοντας τους ότι θα απελευθερώσει για λογαριασμό τους, πολύτιμο ηλεκτρικό χώρο, τον οποίο σήμερα κατέχουν μεγαλύτερες εταιρείες. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Δεν υπάρχουν ρήτρες και συμβατικές διασφαλίσεις; Δεν έχουν υπογράψει οι επενδυτές ΑΠΕ συμβάσεις με τους διαχειριστές των δικτύων; Δεν θα πυροδοτήσει ένα μπαράζ προσφυγών; Προφανώς, είναι η απάντηση. Επομένως είτε ο κ. Δραγασάκης προαναγγέλλει ένα «σκληρό ροκ», είτε η εξαγγελία του δεν έχει καμία αξία, διότι απλούστατα δεν πρόκειται να κάνει τίποτα από όσα λέει.
Σε αυτά συνοψίζεται το ενεργειακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ή τουλάχιστον όσα έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα από τα στελέχη του. Αφορούν σκέψεις και εξαγγελίες που εντάσσονται στη σφαίρα του οικονομικού παραλογισμού, ο οποίος έχει ήδη κοστίσει ακριβά στον ελληνικό λαό από το 2015 μέχρι το 2019. Κι όμως επαναλαμβάνονται με την ίδια ευκολία και σήμερα από κορυφαία στελέχη του, και από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Αγνοώντας ότι οι επενδύσεις δεν καθορίζονται με επαναστατικές εξαγγελίες ή με αποφάσεις κάποιων καρεκλοκένταυρων κρατιστών, η αξιωματική αντιπολίτευση δείχνει να επιμένει σε προτάσεις που έχουν σχέση με ιδεολογικές εμμονές και με πολιτικές ξεπερασμένες εδώ και δεκαετίες από την ίδια τη ζωή, παρά με την οικονομία και την πραγματικότητα.