Η συνάντηση του Νοεμβρίου του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών και των εταίρων του (OPEC+) αναμενόταν να πραγματοποιηθεί σε ήρεμο κλίμα. Όμως η Σύνοδος Κορυφής αρχικά αναβλήθηκε στις 26 του μηνός, που ήταν προγραμματισμένη, και στη συνέχεια προγραμματίστηκε διαδικτυακά, αποκαλύπτοντας τη διαμάχη μεταξύ των μεγάλων και των μικρών παραγωγών του καρτέλ. Αφού συναίνεσαν σε χαμηλότερες ποσοστώσεις παραγωγής στην προηγούμενη συνάντησή τους τον Ιούνιο, τα δυτικοαφρικανικά μέλη του OPEC+ δυσαρεστήθηκαν όταν έμαθαν ότι η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, οι de facto ηγέτες της ομάδας, ήθελαν να περιορίσουν περαιτέρω την παραγωγή. Ο Diamantino Azevedo, ο υπουργός πετρελαίου της Ανγκόλας, σχεδίαζε να μποϊκοτάρει συνολικά τη διά ζώσης συνάντηση.
Καθώς ο Economist ετοιμαζόταν για εκτύπωση, ο OPEC+ επρόκειτο επιτέλους να συνεδριάσει διαδικτυακά. Τα μέλη φέρονται να προετοιμάζουν μέτριες πρόσθετες περικοπές μέχρι το 2024, συνεχίζοντας την επέκταση μιας στρατηγικής που εφαρμόζεται από τον περασμένο Οκτώβριο, σύμφωνα με την οποία προσπαθούν να αντισταθούν στις καθοδικές πιέσεις στις τιμές, περιορίζοντας την προσφορά. Η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία πρωτοστατούν, με περικοπές ύψους 1 εκατομμυρίου και 300.000 βαρελιών ημερησίως αντίστοιχα. Ο υπόλοιπος OPEC+ συνεισφέρει από κοινού, αφαιρώντας άλλα 3,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως από την προσφορά. Ωστόσο, η τιμή του αργού αναφοράς Brent έχει υποχωρήσει κατά περίπου 15% από τότε που εισήχθη η στρατηγική -σήμερα βρίσκεται στα 83 δολάρια το βαρέλι-, ενώ τις τελευταίες πέντε εβδομάδες σημειώνει περαιτέρω πτώση.
Το μπρος-πίσω στη συνάντηση του Νοεμβρίου αποκαλύπτει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο OPEC+. Η πρόσφατη πτώση των τιμών του πετρελαίου αντανακλά τόσο τις προσδοκίες για επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, που επηρεάζεται από τις ανησυχίες για την οικονομία της Κίνας, όσο και το γεγονός ότι ο γεωπολιτικός κίνδυνος έχει μειωθεί: ελάχιστοι περιμένουν πλέον ότι ο πόλεμος στη Γάζα θα εξελιχθεί σε ευρύτερη περιφερειακή σύρραξη. Ταυτόχρονα, άλλοι παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικής, της Βραζιλίας και της Γουιάνας, αύξησαν την παραγωγή, αναπληρώνοντας τις περικοπές του OPEC+ (βλ. διάγραμμα).
Ωστόσο, η πτώση των τιμών αντανακλά επίσης το γεγονός ότι ο OPEC+ αγωνίζεται να κρατήσει τη γραμμή. Το καρτέλ υποδέχθηκε επιπλέον δέκα χώρες όταν απέκτησε το σύμβολο + το 2016 και σχεδιάζει να υποδεχθεί στους κόλπους του ακόμα περισσότερες. Όπως είναι πλέον σαφές, ένας μεγαλύτερος οργανισμός δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακροβατεί ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα. Ο υπουργός της Ανγκόλας, που σχεδίαζε να μποϊκοτάρει τη συνάντηση, αποχώρησε επίσης από μια άλλη τον Ιούνιο μαζί με τον ομόλογό του από την Γκαμπόν. Οι δύο υπουργοί προφανώς διαμαρτύρονταν για τις μειώσεις των ποσοστώσεων. Μαζί με άλλους, ανησυχούν ότι οι μειώσεις της παραγωγής θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις επενδύσεις στην εξερεύνηση.
Τουλάχιστον η Ανγκόλα δεν υπερβαίνει τους στόχους της. Όμως, δεν είναι όλες οι χώρες τόσο κόσμιες. Το Ιράκ, για παράδειγμα, παράγει 180.000 βαρέλια/ημέρα περισσότερο από το όριό του. Το Ιράν και η Βενεζουέλα δεν υπόκεινται στα ανώτατα όρια παραγωγής της ομάδας λόγω κυρώσεων. Το Μεξικό αρνείται να δεχτεί ποσοστώσεις. Παρά το γεγονός ότι είναι μέλη του OPEC+, όλοι πωλούν περισσότερο πετρέλαιο τον τελευταίο καιρό, καλύπτοντας πρόθυμα το μερίδιο αγοράς που έχασαν η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία.
Την τελευταία φορά που η ομάδα αντιμετώπισε μια παρόμοια κατάσταση -επιβράδυνση της ζήτησης, νεοεισερχόμενοι και προβλήματα συντονισμού-, το 2014, οι αξιωματούχοι επέλεξαν μια διαφορετική στρατηγική, όπως έγραψαν ο Alberto Behar από το ΔΝΤ και ο Robert Ritz από το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Τότε τα μέλη αύξησαν την προσφορά, σε μια προσπάθεια να μειώσουν την τιμή του πετρελαίου. Ο στόχος, όπως ανακοινώθηκε στη σύνοδο του OPEC τον Νοέμβριο πριν από εννέα χρόνια, ήταν να κατακτήσουν μερίδιο αγοράς (και με αυτόν τον τρόπο να εκδιώξουν τους Αμερικανούς ανταγωνιστές). Αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι τόνωνε τη ζήτηση και δεν απαιτούσε πειθαρχία από τα μέλη του OPEC: μπορούσαν να παράγουν όσο πετρέλαιο ήθελαν.
Μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι πλέον εφικτή. Η στρατηγική του OPEC για το μερίδιο αγοράς την τελευταία φορά βοήθησε στην πειθαρχία των πετρελαιοπαραγωγών της Αμερικής, ωθώντας τους να γίνουν πιο αποτελεσματικοί και, ως εκ τούτου, πιο ανθεκτικοί σε μελλοντικές πιέσεις. Η τράπεζα JPMorgan Chase εκτιμά ότι το κόστος εξόρυξης πετρελαίου από τα αμερικανικά εδάφη έχει μειωθεί κατά περισσότερο από το ένα τρίτο σε σχέση με το 2014. Οι πετρελαιοπαραγωγοί της χώρας έχουν βρει μεθόδους θραύσης των πετρωμάτων που παράγουν περισσότερες σχισμές, διευκολύνοντας την εξόρυξη του πετρελαίου, και πλέον τρυπάνε βαθύτερα πηγάδια, που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Η Σαουδική Αραβία θα ήθελε πολύ να πετύχει η τρέχουσα στρατηγική του OPEC+. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η κυβέρνησή της, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, έχει ανεβάσει την τιμή με την οποία ο προϋπολογισμός της χώρας ισοσκελίζεται στα 85 δολάρια το βαρέλι -και ο αριθμός αυτός είναι υψηλότερος όταν συνυπολογίζονται οι δαπάνες από το κρατικό ταμείο πλούτου της. Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, χρειάζεται τα έσοδα από το πετρέλαιο για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμό της στην Ουκρανία. Η αναβολή της συνάντησης για τις 30 Νοεμβρίου δεν βοήθησε καμία από τις δύο χώρες. Και οι δύο θα ελπίζουν τώρα η τύχη τους να αλλάξει.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com