Μενού Ροή
Μπορούμε να περάσουμε αλώβητοι την ύφεση;

Συμβαίνει κάτι μοναδικό αυτή την περίοδο στην οικονομία. Όλη η ευρωζώνη διολισθαίνει σταθερά προς την ύφεση, με πιθανότερο χρόνο εκδήλωσης το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς. Η Ελλάδα αποτελεί από τις λίγες εξαιρέσεις όπου όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται, κόντρα στο πτωτικό ρεύμα. Ισως να αποτελεί και μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μπορεί να προσπεράσουμε την ύφεση, φτάνει να αντιληφθούμε εγκαίρως τα προβλήματά μας και να τα λύσουμε. Για να γίνει κατανοητό το θέμα, ένας βασικός πρόδρομος δείκτης, αυτός της μεταποίησης στην ευρωζώνη, κινείται σταθερά κάτω από το όριο που χωρίζει την ανάπτυξη από την ύφεση, εδώ και δώδεκα μήνες.

Έχει διολισθήσει σε χαμηλό 37 μηνών. Σχεδόν έχει προεξοφλήσει ένα γενικότερο «κράτει» στην οικονομία. Τα εργοστάσια στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες του Βορρά λειτουργούν με ρυθμό αντίστοιχο της ενεργειακής κρίσης πριν από ένα έτος. Βασική αιτία η κατακόρυφη μείωση της ζήτησης στο τέλος του δεύτερου τριμήνου, με τις πωλήσεις να είναι ιδιαίτερα ασθενείς στην Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Ολη αυτή η ζημιά αρχίζει να φαίνεται και στην απασχόληση, η οποία υποχώρησε για πρώτη φορά μετά τον Ιανουάριο του 2021, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη άγγιξε χαμηλά επτά ετών.

Αντίθετα, στην Ελλάδα ο δείκτης δείχνει ανάπτυξη για τους επόμενους μήνες. Οχι μεγάλη, αλλά σημαντική για να κρατηθεί η οικονομία. Η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν περαιτέρω. Οι νέες παραγγελίες εξαγωγών αυξήθηκαν με ηπιότερο ρυθμό, αλλά αυξήθηκαν, όταν παντού μειώνονται. Οι αυξημένες παραγγελίες οδήγησαν σε νέες προσλήψεις τον Ιούνιο. Η Ελλάδα δείχνει να επωφελείται από την πτώση των άλλων. Τα κόστη παραγωγής μειώθηκαν για δεύτερο συνεχή μήνα.

Οι ενδείξεις οπότε είναι καλές. Αρκούν όμως για να περάσουμε αλώβητοι την καταιγίδα που έρχεται; Πολύ πιθανό. Πώς μπορούμε να το σιγουρέψουμε; Αλλάζοντας τα πάντα στην οικονομία. Ολα αυτά που μας κρατούν πίσω. Πρώτα από όλα είναι αδιανόητο το ότι δεν αποτελεί πρώτο μέλημα της κυβέρνησης το γεγονός ότι η Ελλάδα έπειτα από τόσα χρόνια Μνημονίων παραμένει στη θέση 49 στους δείκτες ανταγωνιστικότητας των περισσότερο φιλικών στην επιχειρηματικότητα χωρών παγκοσμίως. Από την κατάταξή μας είναι προφανές ότι είμαστε υψηλότερα, στο ακριβώς αντίθετο: στις πιο εχθρικές στην επιχειρηματικότητα χώρες. Το 2019 ήμασταν στη θέση 58 και προφανώς υπήρξε βελτίωση. Αλλά μπορεί κανείς να είναι ευχαριστημένος;

Τρεις ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται στις πρώτες θέσεις, η Δανία, η Ιρλανδία και η Ελβετία. Η Ολλανδία είναι πέμπτη, η Σουηδία όγδοη. Σχεδόν όλες μικρές πληθυσμιακά χώρες όπως η Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες. Στα «δυνατά» μας σημεία συγκαταλέγεται η ανάπτυξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (5η θέση), τα έσοδα από τον τουρισμό (7η), ο αριθμός διαδικασιών για τη σύσταση μιας νεοφυούς επιχείρησης (6η), η αναλογία μαθητών ανά δάσκαλο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (1η) και ο αριθμός των αποφοίτων στα πεδία των Πληροφορικής, Μηχανικών, Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών ως ποσοστό του συνολικού αριθμού αποφοίτων (18η θέση).

Αντίθετα, «πάσχουμε» στο αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (63η θέση), το χρέος και την πιστοληπτική ικανότητα (56η θέση και στις δύο περιπτώσεις), τη χρηματοδότηση των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις (58η), τις απώλειες προσωπικού (brain drain) ως παράγοντα που μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων (55η). Οπως γίνεται αντιληπτό, εμφανίζουμε αδυναμίες σε τομείς που μπορούν θεωρητικά εύκολα να αλλάξουν, όπως το τραπεζικό σύστημα, αλλά και σε άλλους που χρειάζονται βαθιές αλλαγές, όπως το brain drain και το μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας