"Η αύξηση των επιτοκίων αποτελεί καλή είδηση για τον τραπεζικό τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι ακολουθούνται ορισμένες θεμελιώδεις αρχές διαχείρισης κινδύνων", δήλωσε στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ο Φωκίωνας Καραβίας, Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank.
Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στις κρίσεις των Silicon Valley Bank και Credit Suisse ενώ ανέφερε επίσης ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι κανονιστικές ρυθμίσεις είναι αυστηρές και εφαρμόζονται οριζόντια σε όλες σχεδόν τις τράπεζες.
Σημείωσε επίσης ότι "στην Ελλάδα δεν έχουμε ενδείξεις σημαντικής επιδείνωσης του ενεργητικού των τραπεζών". "Αν υπάρχει ένα μάθημα που πήρε, τουλάχιστον, η Ευρωζώνη από την ελληνική κρίση, αυτό είναι η σημασία της ύπαρξης ενός ολοκληρωμένου και ισχυρού διχτυού ασφαλείας για τη ρευστότητα όπως αυτό που έχει αναπτύξει η ΕΚΤ", σημείωσε.
Αναλυτικά τα βασικά σημεία από την τοποθέτηση του κ. Καραβία:
Η Silicon Valley Bank (SVB) και η Credit Suisse (CS), θεωρώ ότι αποτελούν ειδικές περιπτώσεις. Η SVB είχε ένα μονοδιάστατο επιχειρηματικό μοντέλο με πολύ υψηλή συγκέντρωση καταθέσεων από νεοφυείς εταιρείες (startups), με ελάχιστα διαφοροποιημένες πηγές εσόδων ενώ υπολείπονταν σε θέματα διαχείρισης ζητημάτων ρευστότητας και κινδύνων της αγοράς. Ίσως ακούγεται αντιφατικό το ότι η SVB απέτυχε παρά το γεγονός ότι είχε ισχυρής ποιότητας ενεργητικού, δηλαδή κατείχε υψηλής ποιότητας ομόλογα και ένα υγιές χαρτοφυλάκιο δανείων.
Επιπλέον, ενώ το ρυθμιστικό πλαίσιο των ΗΠΑ είναι πολύ ισχυρό συνολικά, όταν ερχόμαστε στις μη συστημικές τράπεζες, όπως είναι η SVB ή άλλες μεσαίου μεγέθους αμερικανικές τράπεζες, υπάρχουν εξαιρέσεις που αφήνουν ανοιχτά "παραθυράκια". Ως εκ τούτου, δεν είναι ασυνήθιστο να παρατηρούνται πτωχεύσεις μικρών αμερικανικών τραπεζών. Είναι ενδεικτικό πως κατά την περίοδο 2007 - 2015, χρεοκόπησαν περί τις 500 μικρές τράπεζες. Δεν μπορώ να αποκλείσω πως θα μπορούσαμε να δούμε και άλλες τέτοιες περιπτώσεις στις ΗΠΑ.
Η CS αποτελεί από κάθε άποψη μια ειδική περίπτωση. Τα προβλήματά της ήταν γνωστά εδώ και αρκετά χρόνια. Αντιμετώπιζε κυρίως πρόβλημα κουλτούρας το οποίο πυροδότησε διαδοχικά σκάνδαλα, αλλεπάλληλα ρεκόρ ζημιών επί σειρά ετών, πολλαπλές προειδοποιήσεις επενδυτών και δυσθεώρητες προβλέψεις για νομικές δαπάνες. Ήταν κυρίως το μέγεθος και η φήμη της και τα ασυνήθιστα υψηλά επιτόκια που πλήρωνε στους πελάτες της, που συγκράτησαν τους πελάτες της από το να την εγκαταλείψουν κατά την τελευταία περίοδο.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), οι κανονιστικές ρυθμίσεις είναι αυστηρές και εφαρμόζονται οριζόντια σε όλες σχεδόν τις τράπεζες. Η διενέργεια τακτικών stress tests, το 2023 είναι ένα ακόμη έτος stress test, οι επιτόπιοι έλεγχοι στα δανειακά χαρτοφυλάκια, οι διαδικασίες και τα βήματα υλοποίησης τους, η αρκετά προηγμένη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τη ρευστότητα, την αγορά και τις πιστώσεις καθιστούν την κανονιστική επιβάρυνση αρκετά υψηλή για τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες. Κατά τη γνώμη μου αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ η συνέβη στην CS είναι μάλλον απίθανο να συμβεί στην Ευρώπη και είναι ακόμη χαμηλότερη η πιθανότητα να δούμε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα υψηλότερα επιτόκια αποτελούν ευκαιρία για τις τράπεζες, καθώς ενισχύονται τα καθαρά έσοδα από τόκους (Net Interest Income – NII). Μία απότομη αύξηση επιτοκίων δημιουργεί επίσης κινδύνους. Η κύρια δυσμενής επίπτωση των υψηλών επιτοκίων μπορεί να αφορά στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, υπάρχουν ανησυχίες για τα χαρτοφυλάκια δανείων που σχετίζονται με εμπορικά ακίνητα (CRE - Commercial Real Estate). Εκτιμάται ότι στο τέλος του 2022 η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε εμπορικά ακίνητα (CRE) ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 8% των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 18% για τις μεγάλης και 36% για τις μεσαίας κεφαλαιοποίησης αμερικανικές τράπεζες. Μια επιπλέον εστία προβληματισμού είναι τα δάνεια με μόχλευση (leverage loans), δηλαδή επιπρόσθετα δάνεια που δίνονται σε ιδιώτες και επιχειρήσεις που έχουν ήδη σημαντική έκθεση σε δανεισμό ή έχουν ιστορικό χαμηλής πιστωτικής αξιολόγησης. Για τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες, η έκθεση σε δάνεια αυτής της κατηγορίας είναι αμελητέα. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές τράπεζες για τις οποίες τέτοιου είδους δάνεια αντιστοιχούν στο 10 - 20% της αξίας του χαρτοφυλακίου τους. Επιπρόσθετα, στην Ευρώπη, τα χαρτοφυλάκια με υψηλό ποσοστό ενυπόθηκων δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Παρόλα αυτά, στην Ελλάδα δεν έχουμε ενδείξεις σημαντικής επιδείνωσης του ενεργητικού των τραπεζών. Η έκθεση σε δάνεια CRE είναι ελάχιστη, καθώς η Ελλάδα δεν ακολούθησε την υπόλοιπη Ευρώπη στην έκρηξη του Real Estate την τελευταία δεκαετία, εξαιτίας της εγχώριας δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Η έκθεση σε δάνεια άμεσης μόχλευσης (outright leverage loans) είναι επίσης πολύ περιορισμένη ενώ και τα χαρτοφυλάκια ενυπόθηκων δανείων παρουσιάζουν ανθεκτικότητα, μέχρι στιγμής. Πρόσφατα πήραμε δύο σημαντικά θετικά μέτρα ως ελληνικές τράπεζες.
Σχετικά με τα διδάγματα από την ελληνική κρίση για τις τράπεζες και για τη σχέση μεταξύ δημόσιου χρέους και οικονομικής σταθερότητας.
Αν υπάρχει ένα μάθημα που πήρε, τουλάχιστον, η Ευρωζώνη από την ελληνική κρίση, αυτό είναι η σημασία της ύπαρξης ενός ολοκληρωμένου και ισχυρού διχτυού ασφαλείας για τη ρευστότητα όπως αυτό που έχει αναπτύξει η ΕΚΤ. Αποτελείται από ένα σύνθετο σύστημα παροχής ρευστότητας, που αποδέχεται διάφορα περιουσιακά στοιχεία ως ενέχυρο. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου μόνο οι μεγάλες, συστημικά σημαντικές, τράπεζες έχουν πρόσβαση σε ρευστότητα από τη FED, στην Ευρώπη όλες οι τράπεζες της ΕΕ έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στην πιστωτική γραμμή της ΕΚΤ σε περιόδους ανάγκης, είτε απευθείας είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών τους. Αυτό το σύστημα έκτακτης ρευστότητας είναι εύρωστο, ανθεκτικό και λειτουργικό σε ακραίες συνθήκες, παρέχοντας χρόνο στις τράπεζες να αναπληρώσουν την κεφαλαιακή τους βάση και να αντιμετωπίσουν παλαιότερα προβλήματα, όπως είναι το συσσωρευμένο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) στην περίπτωση της Ελλάδας.
Η παροχή ρευστότητας είναι υψίστης σημασίας διότι όλοι οι συμμετέχοντες στο σύστημα, ανεξαρτήτως μεγέθους, μπορούν να κερδίσουν χρόνο προκειμένου να επιλύσουν τα προβλήματά τους και φυσικά στην περίπτωση κρίσεων στις αγορές, ο παράγοντας του χρόνου είναι καθοριστικής σημασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν η SVB αντί να πουλήσει τα ομόλογά της και να υποστεί τη ζημία είχε επιλέξει να αποκτήσει ρευστότητα μέσω της επαναγοράς του χαρτοφυλακίου ομολόγων της, ίσως είχε το χρόνο να προχωρήσει σε μια ομαλή αύξηση κεφαλαίου αναπληρώνοντας την κεφαλαιακή της βάση.
Credit crunch: Δεν έχουμε Credit Crunch αλλά σίγουρα η πιστωτική επέκταση περιορίζεται στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ. Τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν καταρχάς πως η ζήτηση για δάνεια περιορίζεται και αυτό που είδαμε στην Ελλάδα στο πρώτο τρίμηνο του 2023 είναι ότι πολλοί από τους πελάτες μας χρησιμοποιούν πλεονάζουσα ρευστότητα για να αποπληρώσουν δάνεια. Ως εκ τούτου η αίσθηση μου είναι πως στο πρώτο τρίμηνο του 2023 θα παρουσιάσουμε αρνητική μεταβολή στα δάνεια, παρά το ότι τόσο το 2021 όσο και το 2022 ήταν χρονιές πιστωτικής επέκτασης. Ωστόσο δεν εκτιμώ πως έχουμε credit crunch και πιστεύω πως στα επόμενα τρίμηνα κατά τη διάρκεια του έτους θα δούμε πιστωτική επέκταση αλλά σίγουρα η πιστωτική επέκταση του 2023 θα είναι χαμηλότερη από το 2022.
Επιτόκια/Κεντρικές τράπεζες: Ο συνδυασμός της τραπεζικής κρίσης τις τελευταίες εβδομάδες και σίγουρα ο περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης θα μπορούσαν να ωθήσουν τις κεντρικές τράπεζες να αναθεωρήσουν το ρυθμό με τον οποίο αυξάνουν τα επιτόκια. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν πως θα μπορούσαμε ακόμη και να δούμε αναστροφή της πορείας μέσα στο 2023 τουλάχιστον για μια κεντρική τράπεζα/. Το Μάιο έχουμε την επόμενη συνεδρίαση του δ.σ. της ΕΚΤ για τα επιτόκια και κατά τη γνώμη μου δεν θα ήταν έκπληξη εάν η ΕΚΤ επιβράδυνε το ρυθμό με τον οποίο αυξάνει τα επιτόκια Κατά τη γνώμη μου εάν αύξανε τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης και όχι κατά 50 αυτή τη φορά θα άφηνε περισσότερες διαθέσιμες επιλογές για την ΕΚΤ στο τραπέζι σχετικά με μελλοντικές της κινήσεις.
Επενδύσεις: Η αύξηση των επενδύσεων έχει τεράστια σημασία για την ελληνική οικονομία. Δεν είναι η κατανάλωση που θα γεφυρώσει το κενό που υπάρχει μεταξύ της Ελλάδα και της ευρωζώνης, αλλά οι επενδύσεις. Ως τραπεζικό σύστημα έχουμε καθήκον να διευκολύνουμε τις επενδύσεις και όντως εάν κάποιος δει όλα τα βασικά έργα υποδομών στην Ελλάδα αυτά χρηματοδοτούνται από τις ελληνικές τράπεζες. Όλα τα βασικά έργα για την πράσινη μετάβαση ή τον ψηφιακό μετασχηματισμό επίσης χρηματοδοτούνται από ελληνικές τράπεζες. Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις που κινήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ τόσο το 2021 όσο και το 2022 διευκολύνονται μέσω της χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Είμαστε σε πάρα πολύ καλή θέση για να προωθήσουμε τον επενδυτικό κύκλο στη χώρα μας και αυτό είναι τεράστιας σημασίας για την ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι ξένες εταιρείες που έρχονται βασίζονται αν όχι πλήρως σε πολύ μεγάλο βαθμό στις ελληνικές τράπεζες.
Αναφορικά με τη σχέση μεταξύ του ρόλου της μακροπροληπτικής εποπτείας από τις κεντρικές τράπεζες και του καθορισμού της νομισματικής πολιτικής.
Κατά την άποψή μου, η νομισματική πολιτική και η στόχευση στον πληθωρισμό θα πρέπει να συμβαδίζουν με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Χωρίς σταθερές και υγιείς τράπεζες, ο μηχανισμός μετάβασης μέσω της νομισματικής πολιτικής καταρρέει. Για παράδειγμα, υπάρχουν αναλυτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που πιστεύουν ότι λόγω της πρόσφατης τραπεζικής αναταραχής, οι πιστωτικές συνθήκες γίνονται ολοένα πιο αυστηρές και ως εκ τούτου οι κεντρικές τράπεζες είτε θα σταματήσουν σύντομα να αυξάνουν τα επιτόκια είτε ακόμη και να αντιστρέψουν την πορεία τους.
Ωστόσο, οι τράπεζες διαθέτουν πολύ αποτελεσματικά εργαλεία για τη διαχείριση του επιτοκιακού κινδύνου και αυτό θα πρέπει να αποτελεί αποκλειστικά δική τους ευθύνη. Από την πλευρά τους και οι εποπτικές αρχές διαθέτουν τα μέσα για να παρακολουθούν εξίσου αποτελεσματικά την έκθεση του τραπεζικού συστήματος σε επιτοκιακούς κινδύνους.
Εκείνο που οι τράπεζες μπορούν να ελέγξουν λιγότερο αποτελεσματικά, είναι η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων στην ποιότητα του ενεργητικού τους. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ του επιπέδου των επιτοκίων, της πιστωτικής δυναμικής και της ποιότητας του ενεργητικού. Σε περίπτωση υπέρβασης στο μέτωπο των επιτοκίων, η ήπια προσγείωση της οικονομίας μπορεί να γίνει πιο δύσκολη με οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η μακροπροληπτική εποπτεία δεν πρέπει να περιορίζει το βαθμό ελευθερίας των κεντρικών τραπεζών στο να καθορίζουν τη νομισματική πολιτική με τον πλέον κατάλληλο τρόπο. Ούτως ή άλλως, οι κεντρικές τράπεζες είναι επιφορτισμένες με το δύσκολο έργο να προσαρμόζουν τη νομισματική πολιτική εξασφαλίζοντας, παράλληλα, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ομαλή προσγείωση της οικονομίας. Στο παρελθόν, υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες η επίτευξη αυτής της ισορροπίας δεν ήταν πάντα εφικτή. Ελπίζουμε ότι, αυτή τη φορά, θα λειτουργήσει άψογα.