Μενού Ροή
Το ανοδικό... ρεύμα της οικονομίας

Η δεκαετία του 2000 χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη ανάπτυξη του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα. Μεγάλες επενδύσεις εντός και εκτός της χώρας, εξαγορές και συγχωνεύσεις, δημιούργησαν το τραπεζικό θαύμα εκείνης της περιόδου. Αποτέλεσε τον καλύτερο χώρο να δουλεύεις. Ο σεβασμός που απολάμβαναν οι ελληνικές τράπεζες σε ολόκληρη τη Βαλκανική και όχι μόνο, ήταν εντυπωσιακός. Η εξέλιξη είναι γνωστή. Η χρεωκοπία της χώρας οδήγησε σε χρεωκοπία των τραπεζών, μεγάλη συρρίκνωση και τεράστια αποεπένδυση.

Το ερώτημα που εύλογα τίθεται δεδομένου των εξελίξεων στον κλάδο, είναι εάν η ενέργεια μπορεί να αποτελέσει στη δεκαετία του 2020 ένα ανάλογο παράδειγμα καλής ανάπτυξης και ραγδαίας επέκτασης αντίστοιχο των τραπεζών της δεκαετίας του 2000; Για την ώρα, όλες οι ενδείξεις οδηγούν σε καταφατική απάντηση. Φαίνεται ότι υπάρχουν και οι προδιαγραφές και οι προϋποθέσεις. Επιπλέον το ρίσκο δείχνει μικρότερο από αυτό των τραπεζών της πρώτης δεκαετίας του αιώνα.

Για όσους δεν έχουν καταλάβει, αυτά που γίνονται σήμερα στον κλάδο της ενέργειας και κυρίως όσα έχουν προγραμματιστεί, δεν έχουν προηγούμενο για κανέναν επιχειρηματικό κλάδο της χώρας. Ακόμα και από αυτόν των τραπεζών της δεκαετίας του 2000. Το θέμα είναι τι θα συμβεί από όλα αυτά.

Πρώτα από όλα ο πήχης. Αυτός φαίνεται ότι έχει μπει αρκετά υψηλά. Ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας μιλάει ανοιχτά για επενδύσεις άνω των 44 δισ. ευρώ (της τάξεως περίπου του 25% του ΑΕΠ) που θα πραγματοποιηθούν έως το 2030.

Με κορυφαία κίνηση τη μετάβαση από την οικονομία του άνθρακα στην οικονομία των μηδενικών ρύπων, κινητοποιούνται τεράστια κεφάλαια για επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σε δίκτυα, στην αποθήκευση, στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου, στην ηλεκτροκίνηση και στην εξοικονόμηση ενέργειας, μέχρι και σε υπεράκτια αιολικά πάρκα.

Για όλα αυτά έχει ήδη εξασφαλιστεί και κοινοτική χρηματοδότηση, καθώς από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα απορροφηθεί η μερίδα του λέοντος των επιδοτήσεων (38% των συνολικών πόρων).

Μέχρι εδώ όλα καλά. Υπάρχουν και σημεία προβληματισμού, τα οποία όπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα, ξεκινάνε από την επιτυχία ενός κλάδου. Για να γίνει αντιληπτό, με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην κατανάλωση ενέργειας, ήτοι 35% μέχρι το 2030, απαιτείται δυναμικότητα 19 GW, από τα 10,5 GW που έχουμε σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει στη δεκαετία να εγκατασταθούν 8,5 GW ΑΠΕ, δηλαδή κατά μέσο όρο 850 MW ανά έτος, που αντιστοιχεί σε συνολικές επενδύσεις 9 δισ. ευρώ για τη δεκαετία.

Το πρόβλημα είναι ότι το ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί ξεπερνάει τα 11.000 έργα όλων των τεχνολογιών και των μεγεθών, τα οποία αν υλοποιηθούν θα φτάναμε σε μια παραγόμενη ποσότητα 76 GW. Πολλαπλάσια δηλαδή του στόχου των 19 GW έως το 2030.

Πληθωρισμός προτάσεων, σημαίνει πιέσεις για περισσότερες αδειοδοτήσεις. Περισσότερες αδειοδοτήσεις σημαίνει καταστρατήγηση των business plan και κατά συνέπεια της βιωσιμότητάς τους. Απλή υπενθύμιση αυτού του προβλήματος αποτελούν τα μειωμένα τιμολόγια που εισπράττουν όσοι επένδυσαν σε φωτοβολταϊκά, πριν από μια δεκαετία, καθώς η υπερκάλυψη του στόχου οδήγησε σε μείωση της αξίας του ρεύματος που παράγονταν. Ολα αυτά είναι κρίσιμα θέματα.

Προφανώς προέχει ο εκσυγχρονισμός του κλάδου και ο μετασχηματισμός της οικονομίας μας σε μια λιγότερο ενεργοβόρα. Αλλά όπως έλυσε και το τραπεζικό σύστημα το πρόβλημα του εκδημοκρατισμού των πιστώσεων τη δεκαετία του '90 και στην αμέσως επόμενη δεκαετία έπρεπε να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα για την ανάπτυξή του και τον ζωτικό χώρο δραστηριοποίησης έτσι και η ενέργεια πρέπει να δει τώρα το μέλλον της και στην επόμενη δεκαετία.

(του Νίκου Φιλιππίδη, αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ)

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας