Μενού Ροή
Το «άλμα» των ΑΠΕ μέσα σε μια 10ετία και η «βουτιά» του λιγνίτη – Αναλυτικά στοιχεία από την Alpha Bank

Σχεδόν ισοπαλία, μεταξύ ΑΠΕ και λιγνίτη, στην αγορά ενέργειας και μεγάλο νικητή τις εισαγωγές καυσίμων, ανέδειξαν τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Alpha Bank για την προηγούμενη δεκαετία. Η χρήση λιγνίτη έχει μειωθεί σημαντικά από το 2010 έως το 2019, κατά σχεδόν 60%, φθάνοντας στα 3,09 εκατ. τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου1 (ΤΙΠ). Αντίθετα, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ έχει αυξηθεί κατά 51% σωρευτικά κατά την ίδια περίοδο, φθάνοντας στα 3,06 εκατ. ΤΙΠ, υποδηλώνοντας τη βασική στροφή προς τις ΑΠΕ που έχει σημειωθεί στη χώρα κατά την τελευταία δεκαετία.

Σύμφωνα με την μελέτη οι ανάγκες της χώρας σε ενέργεια δεν καλύπτονται από την πρωτογενή παραγωγή ορυκτών καυσίμων και ΑΠΕ, και ως εκ τούτου, η κάλυψή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές καυσίμων όπως φυσικού αερίου και πετρελαίου. Έτσι, η σημαντική υστέρηση σε αποθέματα ενέργειας έχει οδηγήσει σε αυξημένες εισαγωγές καυσίμων κατά την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, το 2019 σε σχέση με το 2010, οι εισαγωγές φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 38% σωρευτικά, ενώ οι αντίστοιχες των πετρελαιοειδών, εκ των οποίων το 70% αφορά το αργό πετρέλαιο, κατά 21%. Σημαντική άνοδο όμως έχουν καταγράψει και οι εξαγωγές καυσίμων από την Ελλάδα – που περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο προϊόντα διυλισμένου πετρελαίου – οι οποίες σωρευτικά κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 90%.

Η ηλεκτρική ενέργεια

Ως προς την ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αυτή μειώθηκε κατά 7% σωρευτικά στην περίοδο 2010-2019 και ισοδυναμεί συνολικά με 45,5 TWh (σημ.: 1 TWh=1 τεραβατώρα=1.000 γιγαβατώρες). Αξίζει να σημειωθεί ότι για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούνται ΑΠΕ και ορυκτά καύσιμα που είτε παράγονται πρωτογενώς στην Ελλάδα είτε εισάγονται από άλλες χώρες. Ως εκ τούτου, για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται ένα μίγμα ενεργειακών καυσίμων, τα οποία περιλαμβάνουν τον λιγνίτη, το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου και τις ΑΠΕ. Το μίγμα αυτό έχει μεταβληθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σχέση με μία δεκαετία πριν. Συγκεκριμένα, το 2010, ο λιγνίτης παρήγαγε πάνω από το ήμισυ (53%) της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι ΑΠΕ μόλις το 18% και το φυσικό αέριο το 17%. Η χρήση λιγνίτη ωστόσο μειώθηκε κατά 60% από το 2010 μέχρι το 2019 και πλέον παράγει μόλις το 27% της ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, το 25% παράγεται από φυσικό αέριο, το 12% από πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου και το μεγαλύτερο μέρος, δηλαδή το υπόλοιπο 36%, από ΑΠΕ.

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Οι ΑΠΕ έχουν τη μορφή υδροηλεκτρικής, αιολικής, ηλιακής ενέργειας και βιοαερίων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και έχουν σημειώσει σωρευτική αύξηση της τάξης του 52% μέσα στη δεκαετία 2010- 2019. Η υδροηλεκτρική ενέργεια είναι η μόνη μορφή ΑΠΕ που έχασε μέρος του μεριδίου της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, φθάνοντας στις 4,1 TWh το 2019 (από 7,5 TWh το 2010), αποτελώντας το 9% του συνόλου (από 13% το 2010). Η χρήση αιολικής ενέργειας εκτοξεύθηκε κατά την ίδια δεκαετία, αυξανόμενη κατά 168% από το 2010 στο 2019, φθάνοντας στις 7,3 TWh ή στο 16% του συνόλου (από 5% το 2010). Η ηλιακή/φωτοβολταϊκή ενέργεια έχει αυξηθεί κατακόρυφα, αποτελώντας πλέον το 10% του συνόλου, φθάνοντας στις 4,4 TWh το 2019, όταν η χρήση της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2010 βρισκόταν μόλις στο 0,3%.

Τέλος, τα βιοκαύσιμα και συγκεκριμένα τα βιοαέρια αποτελούν σχεδόν το 1% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2019 (από 0,3% το 2010). Η αύξηση των ΑΠΕ έχει συμβάλλει σημαντικά και στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα, οι οποίες μειώθηκαν κατά 7% το 2019 σε σχέση με το 2018 (στους 82,2 τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα), κατά 29% από το 2010 έως το 2019 και κατά 19% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.

Η μείωση αυτή αντικατοπτρίζει τις μεταβολές στο ενεργειακό μίγμα κατά την τελευταία δεκαετία και την προσπάθεια αποανθρακοποίησης, κυρίως μέσα από τη σταθερά ανοδική χρήση των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Ωστόσο, ο περιορισμός της παραγωγικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και η πτώση στα συνολικά επίπεδα παραγωγής ενέργειας έπαιξαν επίσης ρόλο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας