Μενού Ροή
"Απόνερα" φυσικού αερίου στην αγορά λιπασμάτων: 10 φορές πάνω το κόστος της αμμωνίας - "Πάγωσαν" τσιμινιέρες στην Ευρώπη

Δεκαπλάσιο είναι το κόστος της αμμωνίας (άζωτο και υδρογόνο, με μοριακό τύπο NH3), απαραίτητης βάσης για τα αζωτούχα λιπάσματα, τα πλέον αναγκαία για τις ελληνικές καλλιέργειες. Κι αυτό γιατί απαραίτητο για την παραγωγή της και βέβαια των αζωτούχων λιπασμάτων είναι το φυσικό αέριο.

Αναπόφευκτα, έτσι, ο 10πλασιασμός των τιμών αερίου έχει ωθήσει σε ανάλογη κίνηση τις τιμές, εκτινάσσοντας παράλληλα, όπως είναι γνωστό, το κόστος της αγροτικής παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι από 270 ευρώ ο τόνος αμμωνίας, πριν την πανδημία, έχει φτάσει τώρα στα 2200 ευρώ περίπου, ενώ είναι άδηλο το τι θα συμβεί στο μέλλον.

Ήδη, μάλιστα, “ναυαρχίδες” του κλάδου στην Ευρώπη ανακοινώνουν ότι κλείνουν τα εργοστάσιάς τους ή ζητούν γενναίες κρατικές επιδοτήσεις καθώς εξαρτώνται στενά από την χρήση φυσικού αερίου.

Είναι ενδεικτικό ότι η SKW Piesteritz, ο μεγαλύτερος παραγωγής αμμωνίας, ουρίας και αζώτου στη Γερμανία κατέβασε τους διακόπτες καθώς δεν πήρε αρχικά βοήθεια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Επανεκκινεί ωστόσο τώρα την παραγωγή καθώς παράγει το στοιχείο Adblue, απαραίτητο για τα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα. Λουκέτο, όμως, έχουν βάλει και άλλες χημικές βιομηχανίες, όπως μονάδες στην Πολωνία, ενώ η μείωση παραγωγής θα ενταθεί περαιτέρω με την εφαρμογή των μέτρων για περαιτέρω περιορισμό κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Μεσοσταθμικά, λόγω και της κρίσης στην Ουκρανία με τον αποκλεισμό της εμπορίας καλιούχων λιπασμάτων, βασική πηγή των οποίων είναι η Ρωσία, οι ανατιμήσεις στα λιπάσματα κυμαίνονται από 60% - 80%. Έτσι με βάση όσα ανέφερε η η Διοίκηση του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), που εκπροσωπεί πάνω από το 70% της αγοράς λιπασμάτων με 67 Εταιρείες – Μέλη (η πρώην ΒΦΛ, νυν Agrolib, δεν είναι στον Σύνδεσμο) και 1.500 εργαζόμενους, σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε χθες 22 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα, η εγχώρια αγορά λιπασμάτων από τα 300 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019 πλέον κινείται πέριξ των 500 εκατ. ευρώ.

Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ, Δημήτρης Ρουσσέας μπορεί η κατάσταση να είναι ιδιαίτερη για όσους παράγουν στον πρωτογενή τομέα αλλά και για τις εταιρείες λιπασμάτων, που ναι μεν πέρυσι λόγω ύπαρξης αποθεμάτων σε χαμηλές τιμές “έγραψαν” καλές οικονομικές επιδόσεις ωστόσο τώρα καλούνται να διαχειριστούν αυξημένα κόστη πρώτων υλών. Πέρα από το “ράλι” φυσικού αερίου, Ρωσία και Ουκρανία, κατέχουν ένα μεγάλο κομμάτι πάνω από 40% της παραγωγής λιπασμάτων στην Ευρώπη και άρα τα προσκόμματα παραγωγής στη δεύτερη και το εμπάργκο στην πρώτη έχει φέρει συνθήκες έντονης αστάθειας στην αγορά.

Ρυθμιστικό ζήτημα

Το πρόβλημα βέβαια για την αγορά λιπασμάτων, σύμφωνα με τον ΣΠΕΛ δεν είναι μόνο αυτό καθώς υπάρχουν νομοθετικές εκκρεμότητες. Αυτό προέκυψε γιατί από τις 16 Ιουλίου 2022 τέθηκε σε ισχύ ο Νέος Κανονισμός για τα Προϊόντα Λίπανσης, Καν. ΕΕ 1009/2019, καταργώντας τον προηγούμενο Κανονισμό ΕΚ 2003/2003. Ο προηγούμενος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2003/2003, που ίσχυε την τελευταία 20ετία, όριζε τον τρόπο που κυκλοφορούν τα Ανόργανα Λιπάσματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% των λιπασμάτων που κυκλοφορούν στην Ελληνική Αγορά.

«Ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός, αντίθετα με τον προηγούμενο, δεν προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του, αλλά δίνει τη δυνατότητα στα Κράτη Μέλη να κυκλοφορούν προϊόντα λίπανσης είτε με βάση τον ίδιο τον Κανονισμό ΕΕ 1009/2019, είτε με βάση την Εθνική τους Νομοθεσία. Αυτή τη δυνατότητα, της προαιρετικής εναρμόνισης, έχουν ήδη αξιοποιήσει όμορες και ανταγωνιστικές χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και άλλες. Τον ίδιο δρόμο μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα προχωρώντας στην έκδοση ΚΥΑ, ώστε όσα προϊόντα λίπανσης υπάγονταν στον Κανονισμό ΕΚ 2003/2003, στη βάση συγκεκριμένων τροποποιήσεων, να ενταχθούν στις προβλέψεις της ΚΥΑ ως Εθνικά λιπάσματα» ανέφερε ο Πρόεδρος του ΣΠΕΛ.

Η χρονοτριβή στη νομοθετική ρύθμιση για την κυκλοφορία των Εθνικών Λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών όμως επέφερε αναστάτωση στον κλάδο αλλά και έντονη φημολογία για ενδεχόμενες σκοπιμότητες που κρύβονται από πίσω, ειδικά από σχήματα μεγάλης “κλίμακας” που ενδεχομένως είδαν ευκαιρίας απόσπασης μεριδίων. «Η καθυστέρηση στην έκδοση της απαραίτητης Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και Οικονομικών που θα ορίζει τις προϋποθέσεις κυκλοφορίας των εθνικών λιπασμάτων – Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών είναι ακατανόητη και αδικαιολόγητη, πολύ περισσότερο καθώς η ΚΥΑ έχει ήδη προετοιμαστεί επαρκώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου, το Γενικό Χημείο του Κράτους και την Τεχνική Γνωμοδοτική Επιτροπή Λιπασμάτων (ΤΕΓΕΛ)», επισήμανε ο Πρόεδρος του ΣΠΕΛ χθες στη συνέντευξη τύπου.

“Όλως τυχαίως” βέβαια λίγο πριν τη συνέντευξη τύπου αναρτήθηκε στη Διαύγεια η Κοινή Υπουργική Απόφαση, αλλά με ισχύ μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2022 κάτι το οποίο, όπως επισημαίνουν οι εκπρόσωποι του κλάδου δεν εισφέρει στην ομαλότητα λειτουργίας της αγοράς.

Η αναγκαιότητα

Όπως αναφέρεται από τη διοίκηση του ΣΠΕΛ στην Ελλάδα είναι απαραίτητο να υπάρχει και νέα Εθνική νομοθετική ρύθμιση. “Στην υιοθέτηση των νομοθετικών ρυθμίσεων είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας, τα οποία διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Πιο συγκεκριμένα, ο μικρός κλήρος, η μεγάλη ποικιλομορφία των εδαφικών τύπων, οι τοπικές κλιματικές συνθήκες, σε συνδυασμό με τις πολλές και σημαντικές καλλιέργειες (ελιά, αμπέλι, κηπευτικά, φυτά μεγάλης καλλιέργειας, βιομηχανικά φυτά) της χώρας, αλλά και οι πολύ μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οδηγούν σε ιδιαίτερες ανάγκες σε προϊόντα λίπανσης. Στη χώρα μας, αυτήν την στιγμή, κυκλοφορεί ένας μεγάλος αριθμός προϊόντων λίπανσης, πολλαπλάσιο από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες που προκύπτουν από την ποικιλομορφία των καλλιεργειών και τον μεγάλο αριθμό των αγροτών” σημειώνει ο ΣΠΕΛ που προσθέτει.

“Επίσης, στη χώρα μας δραστηριοποιούνται με βάση την Εθνική Νομοθεσία, πολλές μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν σε τοπικό επίπεδο, στην παραγωγή, ανάμειξη, εμπορία και διακίνηση προϊόντων λίπανσης και καλύπτουν τις ειδικές ανάγκες των αγροτών και της ελληνικής γεωργίας. Στην πράξη, δηλαδή, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που οι παραγωγοί λιπασμάτων παράγουν πολύ μικρές ποσότητες συγκεκριμένων λιπασμάτων, αλλά και πολύ άμεσα, ανάλογα με τις απαιτήσεις του αγρότη (λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα εδαφολογικών αναλύσεων, το στάδιο ανάπτυξης του φυτού και ειδικές καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθούνται ανά περιοχή), που όμως δίνουν σημαντική αξία στα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα.

Σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις μόνο η εθνική νομοθεσία μπορεί να ρυθμίσει τον τρόπο κυκλοφορίας αυτών των προϊόντων λίπανσης” αναφέρεται σχετικά.

Γι' αυτό ο ΣΠΕΛ ζήτησε την άμεση έκδοση νέας εθνικής νομοθετικής ρύθμισης (Κοινής Υπουργικής Απόφασης) με τις προϋποθέσεις κυκλοφορίας των εθνικών λιπασμάτων - Ανόργανων Λιπασμάτων Ελληνικών Προδιαγραφών, στηριζόμενος στον Καν. ΕΚ 2003/2003 που καταργήθηκε.

Με απλά λόγια, ο φορέας της αγοράς, ζήτησε τα προϊόντα που υπάγονται στον παλιό Κανονισμό της ΕΕ 2003/2003 να περάσουν με συγκεκριμένες τροποποιήσεις που θα διασφαλίζουν την ασφάλειά τους στα Εθνικά λιπάσματα.

Τι κάνουν τα άλλα Κράτη Μέλη;

Με βάση τη δυνατότητα (της προαιρετικής εναρμόνισης) που δίνει ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός στα Κράτη Μέλη, όμορες και ανταγωνιστικές χώρες έχουν ήδη προβεί σε αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση, εντάσσοντας στην Εθνική Νομοθεσία τους όλα αυτά τα προϊόντα που ήταν και στον ΕΚ 2003/2003. Για παράδειγμα η Ισπανία από 18-2-2022 έχει ήδη προχωρήσει σε αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση. Στην ίδια κατεύθυνση, η Πορτογαλία και η Πολωνία, όπως και άλλες χώρες της ΕΕ.

Τι δυνατότητες δίνει η έκδοση νέας Εθνικής νομοθετικής ρύθμισης;

Όπως αναφέρεται μια εθνική “λύση” δημιουργεί εναλλακτική επιλογή για τις Εταιρείες -Μέλη του ΣΠΕΛ, τους παραγωγούς λιπασμάτων, να κυκλοφορήσουν λιπάσματα- προϊόντα λίπανσης είτε με την Εθνική Νομοθεσία, είτε με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.

Ειδικά, σε μια τέτοια χρονική στιγμή που ο κλάδος των λιπασμάτων βάλλεται από παντού, αντί η Πολιτεία, όπως αναφέρεται, θα πρέπει να δημιουργεί και να διασφαλίζει συνθήκες υγιούς επιχειρηματικότητας και ανταγωνισμού, κι όχι να θέτει επιπλέον εμπόδια με προφανή αρνητικά αποτελέσματα στην ομαλή τροφοδοσία της αγοράς αλλά και στην περεταίρω αύξηση του ήδη επιβαρυμένου κόστους!

Μάλιστα με την προώθηση μιας επαρκούς νομοθετικής ρύθμισης εκτιμάται ότι θα αποτραπούν προβλήματα στον Έλληνα Αγρότη που αφορούν τη διαθεσιμότητα λιπασμάτων, ειδικά καθώς βρισκόμαστε στην αρχή της νέας καλλιεργητικής περιόδου.”

Να σημειωθεί ότι με βάση τον ΣΠΕΛ “ενώ η Πολιτική Ηγεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων μας διαβεβαίωνε κατ’ επανάληψη ότι θα υπογραφεί η νέα ΚΥΑ, πριν μάλιστα τις 16/7/2022, ένα μήνα πριν την εφαρμογή του Νέου Κανονισμού, ανεξήγητα άλλαξε στάση. Στην τελευταία μας συνάντηση, στις 20/7/2022 μας ενημέρωσαν μάλιστα ότι είναι υπό συζήτηση αλλαγές στο σώμα της ΚΥΑ που την μετατρέπουν σε προσωρινή απόφαση. Δηλαδή, προστίθεται ημερομηνία λήξης της ΚΥΑ η 31η/12/2022. Με άλλα λόγια η ΚΥΑ θα ισχύει για 2-3 μήνες! Πρόκειται για προσθήκη, η οποία δεν έχει λογική, δεν έχει υιοθετηθεί σε καμία άλλη χώρα της ΕΕ, δεν υποστηρίζει το σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον και προφανώς δεν αποβαίνει προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, του αγροτικού τομέα, των επιχειρήσεων λιπασμάτων και των αγροτών.

Σε καμία ευνοούμενη χώρα δεν δημιουργούνται τέτοια προσκόμματα στην επιχειρηματικότητα. Είναι σημαντικό να τονιστεί για άλλη μια φορά ότι ένας από τους βασικούς στόχους αυτής της ΚΥΑ είναι να καλύψει περιπτώσεις και ανάγκες λίπανσης προσαρμοσμένες στα μέτρα της ελληνικής πραγματικότητας, που δεν καλύπτονται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό. Οι ανάγκες αυτές δεν θα πάψουν να υπάρχουν μετά από τις 31/12/22!. Για αυτό δεν ζητάμε ως ΣΠΕΛ μια απλή παράταση, αλλά ένα σταθερό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο” τονίζεται σχετικά.

Υπενθυμίζεται ότι αναμένεται για το θέμα σχετική συζήτηση στη Βουλή μετά από σχετική ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας