Προς μια αξιοσημείωτη αλλαγή παραδείγματος οδεύει η Κίνα, έστω και με βήματα αβέβαια. Για πρώτη φορά μετά το «άνοιγμα» της κινεζικής οικονομίας και την κατάργηση των πανδημικών περιορισμών κατεγράφη μείωση των μηνιαίων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Συγκεκριμένα τον περασμένο Μάρτιο κατεγράφη μείωση των εκπομπών κατά 3%. Και σύμφωνα με την ανάλυση του Λάουρι Μιλιβίρτα από το Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (CREA), που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Carbon Brief, αυτή η μείωση θα μπορούσε κάλλιστα να υποδηλώνει ότι η Κίνα έφθασε το 2023 στο μέγιστο των (αρνητικών φυσικά) ρυπαντικών της επιδόσεων.
Όχι ότι δεν μπορεί παραπάνω. Και μπορεί και θέλει, αφού εξακολουθεί να αναπτύσσει και τις τεχνολογίες άνθρακα. Αλλά αναπτύσσει παράλληλα και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Από το μελλοντικό ρυθμό ανάπτυξης των εναλλακτικών πηγών εξαρτάται η συνέχιση της πτωτικής πορείας των εκπομπών CO2 από τη χώρα των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων που αποτελεί, παρά τους εμπορικούς πολέμους και τις κυρώσεις, το «εργοστάσιο» κατασκευής των βιοηχανικών και τεχνολογικών προϊόντων ολόκληρου του πλανήτη.
Αυτά εν ολίγοις υποστηρίζει ο επικεφαλής επιστήμονας της έρευνας του CREA Λάουρι Μιλιβίρτα. Ο φινλανδός οικονομολόγος και περιβαλλοντιστής αποδίδει την πτώση των εκπομπών CO2 που παρατηρήθηκε τον Μάρτιο στη «μαζική αύξηση της δυναμικότητας παραγωγής ηλιακής και αιολικής ηλεκτρικής ενέργειας κατά 300 γιγαβάτ (GW) στο κινεζικό δίκτυο πέρυσι και κατά επιπλέον 40% τους τρεις πρώτους μήνες του 2024».
Φαινόμενο τεχνητής βάσης
Ο Λάουρι Μιλιβίρτα σημειώνει ότι ο Μάρτιος του 2024 είναι ο πρώτος μήνας που δεν επηρεάζεται από ένα «φαινόμενο τεχνητής βάσης», όπως το ονομάζει. Το φαινόμενο αυτό έχει να κάνει με το ότι τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2023 η κινεζική οικονομία είχε επιβραδυνθεί περαιτέρω εξαιτίας της «πολιτικής της μηδενικής Covid», που εφάρμοζε ως γνωστόν το Πεκίνο.
Ως εκ τούτου η πτώση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που καταγράφηκε τον εφετινό Μάρτιο είναι, κατά τον φινλανδό επιστήμονα, πιο αντιπροσωπευτική των σημερινών τάσεων που επικρατούν στην Κίνα. Μια πτώση που αποδίδεται ειδικότερα στη μείωση κατά 1% της χρήσης άνθρακα, στην πτώση κατά 8% της παραγωγής χάλυβα, στην πολύ μεγάλη πτώση κατά 22% που σημείωσε η ζήτηση για τσιμέντο, εξελίξεις που συνδέονται με την κατάρρευση των κατασκευών στη χώρα. Αποδίδεται επίσης στη σταθεροποίηση της ζήτησης για πετρέλαιο και ορυκτά καύσιμα εν γένει.
Πάνω απ’ όλα όμως, η μείωση των εκπομπών CO2 κατέστη δυνατή επειδή το 90% της αύξησης της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια καλύφθηκε από την παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας! Το Μάρτιο του 2024 η
συμμετοχή των μη ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε στο 36,2% στην Κίνα από 32,6% που ήταν πέρυσι. Το μερίδιο παραγωγής ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά πάνελ και ανεμογεννήτριες έφθασε πλέον στο 15%.
Ηλεκτροκίνηση
Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο που κατέγραψε η μελέτη της φινλανδικής δεξαμενής σκέψης είναι η μεγάλη αύξηση της κυκλοφορίας ηλεκτροκίνητων οχημάτων στην Κίνα. Τα EV αντιπροσωπεύουν πλέον ποσοστό 10% του συνολικού στόλου των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν στους κινεζικούς δρόμους, σύμφωνα με τα στοιχεία των εμπόρων αυτοκινήτων. Γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 3,5% η ζήτηση για υγρά καύσιμα στη χώρα.
Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι οι ερευνητές εντοπίζουν ορισμένες ανακρίβειες και ανακολουθίες των στατιστικών στοιχείων πάνω στα οποία βασίστηκαν. Αναφέρουν, για παράδειγμα, ότι οι κινεζικές στατιστικές εμφανίζουν μια ασυμφωνία μεταξύ των στοιχείων παραγωγής, πώλησης και εγκατάστασης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, την οποία αποδίδουν σε «ελλειπή δεδομένα».
Ο Λάουρι Μιλιβίρτα αποδίδει τη διάσταση των στατιστικών στοιχείων στην αύξηση των μικρών εγκαταστάσεων πάνελ, που δεν είναι συνδεδεμένα με τα κεντρικά δίκτυα ηλεκτρισμού στη χώρα. Τα μικρά αυτά πάνελ αντιστοιχούσαν στο 45% του συνόλου των νέων φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων που άρχισαν να λειτουργούν την περυσινή χρονιά.
Αβέβαιο μέλλον
Το κρίσιμο ερώτημα εν προκειμένω είναι αν αυτή η παρατηρούμενη μείωση των εκπομπών CO2 στην Κίνα θα έχει διάρκεια. Αν θα είναι «βιώσιμη», όπως συνηθίζεται να λέγεται εσχάτως. Ο Λάουρι Μιλιβίρτα εκτιμά ότι αυτό θα συμβεί υπό μια απαραίτητη προϋπόθεση: να διατηρηθεί ο τρέχων ρυθμός αύξησης της χρήσης ενέργειας από καθαρές πηγές.
«Αν όντως συμβεί αυτό, το 2035 θα είναι εφικτή μια συνολική μείωση των εκπομπών CO2 κατά 20% έως 25% συγκριτικά με τις σημερινές ποσότητες που εκπέμπονται», σημειώνειο φινλανδός ειδικός. Προσθέτει, όμως ότι ακόμα και οι Κινέζοι συνάδελφοί του εμφανίζονται να διχογνωμούν και να μην μπορούν να απαντήσουν με ένα βαθμό βεβαιότητας στο ερώτημα αυτό – βεβαιότητας τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη βούληση της κινεζικής ηγεσίας να συμβάλει και να ενθαρρύνει στον περιορισμό της ρύπανσης στη χώρα.
Αυτό είναι επόμενο, αφού η Κίνα συνεχίζει να επενδύει στον άνθρακα – δεν είναι η μόνη εξάλλου, και οικονομίες της Δύσης που υποτίθεται ότι είναι πιο ευαίσθητες στα περιβαλλοντικά ζητήματα πράττουν αναλόγως. «Παρόλο που ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικής ικανότητας άνθρακα επιβραδύνθηκε ελαφρά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σημαντικός αριθμός σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκονται ακόμη υπό κατασκευή», παρατηρεί η Αν Φετς στη «Les Echos».
Αντιφάσεις και σύγχυση
Η Κινεζική Ένωση της Βιομηχανίας Φωτοβολταϊκών προβλέπει για τα επόμενα χρόνια αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τον ήλιο κατά 225 έως 280 γιγαβάτ ετησίως, από 217 γιγαβάτ που ήταν το 2023.
Σαφώς λιγότερο αισιόδοξος ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Ενέργειας της Κίνας, Τσανγκ Γιανχούα, προβλέπει αύξηση της παραγωγής μόνο κατά 100 γιγαβάτ ετησίως. Ο Τσανγκ όμως μιλά για αύξηση από εναλλακτικές πηγές γενικώς, συνυπολογίζει δηλαδή και την ηλιακή και την αιολική ενέργεια.
Η συντάκτρια της «Les Echos» διαπιστώνει μια «έλλειψη κυβερνητικής φιλοδοξίας» και επίσης «έλλειψη συνεκτικής πολιτικής και συνέπειας για την επίτευξη του στόχου μείωσης της έντασης άνθρακα κατά 3,9% το 2024». Και όταν λέει «μείωση της έντασης άνθρακα» εννοεί τις εκπομπές CO2 σε σύγκριση με το ΑΕΠ.
«Καθώς η κυβέρνηση του Πεκίνου έχει προϋπολογίσει ανάπτυξη περίπου κατά 5% του κινεζικού ΑΕΠ εφέτος, αυτό σημαίνει ότι αναμένει άυξηση των εκπομπών CO2 κατά 1% συγκριτικά με το 2023», συμπεραίνει η Αν Φετς.
Πηγή: ot.gr