του Γιώργου Αλεξάκη,
Πληθαίνουν οι φωνές τις τελευταίες ημέρες για την ανάγκη κρατικής παρέμβασης για την ανακούφιση των επιχειρήσεων από το ενεργειακό ράλι.
Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν βγει τα «αριθμητήρια» στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Περιβάλλοντος, ώστε να «μετρηθεί» δημοσιονομικά το όποιο μέτρο στήριξης, καθώς ήδη ο λογαριασμός είναι βαρύς, ένεκα του πρώτου κύματος στήριξης των νοικοκυριών.
Το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης
Υπενθυμίζεται ότι στα 470 εκατ ευρώ εκτιμάται η «προίκα» που θα λάβει από την δημοπράτηση δικαιωμάτων ρύπων το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης μέσω του οποίου θα επιδοτηθούν οι λογαριασμοί ρεύματος των καταναλωτών της Χαμηλής Τάσης δηλαδή των οικιακών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Χθες μάλιστα υπεγράφη η σχετική απόφαση από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα υπέγραψε για την κατανομή των εσόδων από την δημοπράτηση δικαιωμάτων ρύπων, με βάση την οποία ο Ειδικός Λογαριασμός για τις ΑΠΕ, δηλαδή ο «κουμπαράς» από το οποίο πληρώνονται οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού ΑΠΕ τη διαφορά μεταξύ της χονδρικής τιμής και της συμβολαιοποιημένης ταρίφας, θα λάβει τελικώς το 30% από το σύνολο των εσόδων των δικαιωμάτων ρύπων, από το 60% που ίσχυε μέχρι τώρα.
Επίσης προβλέπεται το 11% των εσόδων, δηλαδή ένα ποσό κοντά στα 100 εκατ ευρώ, αναμένεται να προωθηθεί στη βιομηχανία για μέτρα που έχουν να κάνουν για την αποτροπή της διαρροής άνθρακα. Επίσης, στην απόφαση προβλέπεται να δοθεί ένα 5% στο Πράσινο Ταμείο, 1% στην ΕΟΑΝ, 1,5% στην ηλεκτροκίνηση, 1% για την ενεργειακή απόδοση κα 0,6% για τον ΟΦΥΠΕΚΑ.
Αυξάνεται η πίεση για επιδότηση
Βέβαια για τη βιομηχανία το ποσό κρίνεται μικρό. Μόνο η γειτονική Βουλγαρία, με βάση όσα αναφέρουν παράγοντες της βιομηχανίας έχει αποφασίσει να δώσει 300 εκατ. για τη στήριξη του βιομηχανικού κλάδου εκεί, κάτι βέβαια που αφορά πολλές Ελληνικές βιομηχανίες με έδρα και δράση τη γειτονική χώρα.
Είναι προφανές, πάντως, ότι μια πράξη στήριξης της βιομηχανίας και συνολικά των επιχειρήσεων απαιτεί λεπτούς δημοσιονομικούς χειρισμούς, αν και βέβαια έχει χαρακτήρα επείγοντος.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση πάντως εμφανιζόταν αρνητική στο να προωθήσει πακέτο μέτρων για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές μέσης τάσης, ωστόσο τα πράγματα, όπως διαφαίνεται από δημόσιες τοποθετήσεις φορέων είναι οριακή για τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων.
Ακόμη και ο τουριστικός κλάδος, που είχε μια καλή χρονιά ήδη αρχίζει και αρθρώνει επιχειρήματα για την ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού πακέτου στο φόντο της εκτίναξης των ενεργειακών τιμών.
Μάλιστα πέρα από το διακύβευμα της ανταγωνιστικότητας τίθεται και το θέμα του πληθωρισμού καθώς οι επιχειρήσεις λένε ανοικτά ότι είναι μονόδρομος η μετακύλιση των αυξήσεων στους καταναλωτές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ηχηρό σήμα κινδύνου εξέπεμψε χτες καμπανάκι για την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους κρούει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών.
Η βιομηχανία
«Η πρώτη ενεργειακή κρίση που βιώνουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έχει εκτοξεύσει τη χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου κατά 400% σε σύγκριση με το 2019, ενώ η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε τα 240 Ευρώ/MWh, με συνέπεια τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής της βιομηχανίας μας» αναφέρει, χτες χαρακτηριστικά, σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος και τονίζει:
«Ανεξάρτητα της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και καυσίμου που έχει μια βιομηχανία, η πίεση είναι πολλαπλή αφού πέραν της αύξησης του κόστους της ενέργειας και οι τιμές πρώτων υλών επηρεάζονται από την ίδια αιτία.
Οι εξαγωγές μας απειλούνται, η χημική βιομηχανία κατατάσσεται στους κλάδους με τις μεγαλύτερες εξαγωγές, αφού οι ανταγωνιστές μας από άλλες ευρωπαϊκές χώρες προμηθεύονται την ενέργεια μέσω διμερών συμβάσεων σε κλειδωμένες τιμές. Στη περίπτωση της χώρας μας δεν υπάρχει αντιστάθμιση έναντι απότομης και υπέρμετρης αύξησης τιμών, οι παραγωγοί ενέργειας μετακυλούν άμεσα τις αυξήσεις στη βιομηχανία».
Εκρηκτικός συνδυασμός
Σύμφωνα με το Σύνδεσμο ο «συνδυασμός, ακριβής ενέργειας, στενότητας στην εξεύρεση πρώτων υλών, ανατίμησης των πρώτων υλών, το κόστος μεταφοράς και οι καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι εκρηκτικός και οδηγεί σε πρωτοφανή αύξηση του κόστους παραγωγής.
Αυτό το κόστος δεν μπορεί να απορροφηθεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, και η μετακύλιση του στους καταναλωτές και τα τελικά προϊόντα είναι αναπόφευκτη.
Η αντιμετώπιση της σημαντικής αύξησης του κόστους αφορά την διεθνή ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές, την απασχόληση και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων που δεν θα τα καταφέρουν και τις κοινωνικές επιπτώσεις λόγω του πληθωρισμού» σημειώνει ο Σύνδεσμος και θέτει θέμα άμεσης θέσπισης μέτρων από την Ελληνική κυβέρνηση.
«Η έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος με μείωση του φόρου κατανάλωσης και αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-27 είναι επιβεβλημένη για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής. Χάρη στις σύγχρονες τεχνολογίες της σε παραγωγή και εξοικονόμησης ενέργειας, η χημική βιομηχανία μπορεί να συμβάλλει καίρια προς την κατεύθυνση αυτή» αναφέρει
Η ΕΒΙΚΕΝ
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας(ΕΒΙΚΕΝ),, ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδας αλλά και η Ελληνική Παραγωγή, αλλά και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας έχουν αναδείξει σε μείζον ζήτημα το θέμα με τις αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, καθώς μάλιστα οι καταναλωτές στη Μέση Τάση δεν έχουν ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα στήριξης.
Να σημειωθεί, δε, ότι η ΕΒΙΚΕΝ αποφάσισε να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα των τιμών ενέργειας και το πώς διαμορφώνονται στην Ελλάδα μετά τη χτεσινή της Γενική Συνέλευση.
Είναι μια προσπάθεια κλιμάκωσης, όπως αναφέρεται, της προσπάθειας, μετά τις συνεχείς παραστάσεις προς τις εθνικές αρχές, για να αναδειχθούν τα δομικά προβλήματα στην ελληνική αγορά.
Να σημειωθεί ότι αυτό που τονίζεται από την ΕΒΙΚΕΝ είναι ότι σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου μόνο το 15% της κατανάλωσης Μέσης Τάσης περνάει μέσα από την χονδρεμπορική αγορά, στην Ελλάδα οι μεγάλοι καταναλωτές κινούνται με βάση τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά.
Μάλιστα ήδη έχουν ειδοποιηθεί οι περισσότεροι για την διαμόρφωση τιμολογίων από το νέο χρόνο με βάση και ρήτρες, χωρίς δηλαδή κλειδωμένες χρεώσεις, στη βάση συμβολαίων, κάτι που σημαίνει ακόμη και εκτόξευση του κόστους κατά +200%.