Με τη γερμανική οικονομία να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές ενεργειακές εξαγωγές – ιδίως του φυσικού αερίου – οι γερμανικές επιχειρήσεις ανησυχούν ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια μεγάλη ύφεση.
Αυτές οι ανησυχίες εγείρονται ενώ οι ηγέτες της ΕΕ θα συζητήσουν την Πέμπτη πιθανές πρόσθετες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς να έχει απορρίψει τις εκκλήσεις για απαγόρευση του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, παρά τις πιέσεις της Ουάσιγκτον και του Κιέβου.
Οι τρέχουσες κυρώσεις κατά της Ρωσίας «θα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία, αλλά πιθανότατα δεν θα προκαλούσαν ύφεση», δήλωσε στη EURACTIV ο Γκουίντο Μπάλντι, επιστημονικός συνεργάτης στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW).
«Ωστόσο, εάν διακοπεί η προμήθεια φυσικού αερίου, θα πρέπει μάλλον να αναμένεται ύφεση», πρόσθεσε.
Ενώ η κατάσταση είναι προς το παρόν πολύ περίπλοκη για να γίνουν αξιόπιστες ποσοτικές προβλέψεις, πρόσφατη μελέτη των πανεπιστημίων της Κολωνίας και της Βόννης αναμένει ότι η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,3 έως 3,0% σε περίπτωση εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο.
Την Πέμπτη, εν τω μεταξύ, αναμένεται να τεθούν επί τάπητος κυρώσεις κατά των ρωσικών ενεργειακών εξαγωγών.
Η Πολωνία είναι ιδιαίτερα πρόθυμη να στοχεύσει τη ρωσική ενεργειακή βιομηχανία και έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι τάσσεται υπέρ τέτοιων κυρώσεων. Την κίνηση αυτή υποστηρίζουν και άλλα μέλη της ΕΕ, κυρίως η Ισπανία.
Γερμανικός δισταγμός
Ωστόσο, η Γερμανία αντιτίθεται σθεναρά στις κυρώσεις κατά των ρωσικών ενεργειακών εξαγωγών, καθώς περίπου το 55% των εισαγωγών φυσικού αερίου της προέρχεται από τη χώρα αυτή.
«Ήταν μια συνειδητή απόφαση εκ μέρους μας να συνεχίσουμε τις δραστηριότητες των εμπορικών επιχειρήσεων στον τομέα του ενεργειακού εφοδιασμού με τη Ρωσία», δήλωσε ο Σολτς τη Δευτέρα.
Τέτοιες κυρώσεις θα έπλητταν σκληρά τη γερμανική οικονομία. «Για το λόγο αυτό, η γερμανική κυβέρνηση παλεύει επί του παρόντος με μια απόφαση», δήλωσε ο Μπάλντι.
Το πόσο σκληρά αυτές οι κυρώσεις θα πλήξουν τη Γερμανία θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα θα βρεθούν εναλλακτικές λύσεις για το ρωσικό φυσικό αέριο, πρόσθεσε.
Ωστόσο, ενώ η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει επί του παρόντος να μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία, αυτό δεν μπορεί να «αλλάξει εντελώς μέσα σε λίγες ημέρες ή τρεις μήνες. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε και θα κρατήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο ενεργειακών προμηθειών από τη Ρωσία», δήλωσε από την άλλη ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Σύμφωνα με τον Χάμπεκ, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 100% από την έναρξη του πολέμου, ενώ οι τιμές του άνθρακα έχουν αυξηθεί κατά 200%.
Καθώς η έλλειψη φυσικού αερίου θα οδηγούσε σε σοβαρές απώλειες στην παραγωγή, η γερμανική βιομηχανία αντιτίθεται επίσης σθεναρά σε ενδεχόμενες κυρώσεις του ρωσικού ενεργειακού τομέα.
Ενώ η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) έχει μέχρι στιγμής υποστηρίξει τις κυρώσεις και δήλωσε ότι η βιομηχανία θα ήταν πρόθυμη να αντέξει τις αρνητικές επιπτώσεις σε ένδειξη αλληλεγγύης προς την Ουκρανία, ένα εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια θεωρείται κόκκινη γραμμή.
«Δεν έχει νόημα να τιμωρούμε τους εαυτούς μας αυστηρότερα από τον επιτιθέμενο», δήλωσε ο πρόεδρος της BDI Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ στην Die Welt.
Νέο ταμείο ανάκαμψης για την επόμενη ύφεση;
Το Βερολίνο έχει ήδη λάβει ορισμένα μέτρα για να ανακουφίσει την οικονομία από τις αρνητικές επιπτώσεις του τρέχοντος καθεστώτος κυρώσεων – κυρίως μέσω ενός προγράμματος που χορηγεί δάνεια σε επιχειρήσεις με ευνοϊκούς όρους.
Ωστόσο, εάν η Γερμανία βρεθεί αντιμέτωπη με μια ύφεση, θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα.
Μία από τις επιλογές που θα μπορούσαν να τεθούν επί τάπητος θα ήταν η δρομολόγηση ενός συστήματος αποζημιώσεων της ΕΕ, το οποίο θα μπορούσε να διαμορφωθεί κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολογεί επί του παρόντος ένα τέτοιο σύστημα, σύμφωνα με πηγές.
Οι εμπειρογνώμονες χαιρετίζουν επίσης το σχέδιο, με τον Μπάλντι να δηλώνει ότι ο κοινός δανεισμός σε επίπεδο ΕΕ θα είχε πλεονεκτήματα για ολόκληρη την Ένωση.
«Μένει να δούμε αν θα μπορούσε να επιτευχθεί γρήγορα μια συμφωνία εντός των κρατών μελών», δήλωσε.
(Oliver Noyan | EURACTIV.de)