Ελλάδα, Ιταλία και Γερμανία πρωταγωνιστούν στη «μάχη» για την κατασκευή νέων υποδομών φυσικού αερίου στην ΕΕ (κυρίως τερματικών σταθμών LNG), που θα καταστήσουν εφικτή την απεξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Σύμφωνα με έρευνα της αμερικανικής συμβουλευτικής εταιρείας Global Energy Monitor, αυτή τη στιγμή σχεδιάζονται νέες επενδύσεις σε φυσικό αέριο (αγωγοί και σταθμοί υποδοχής εισαγόμενου LNG) συνολικής αξίας 53,4 δισ. ευρώ, με ποσό 4,2 δισ. ευρώ να αναλογεί σε έργα που βρίσκονται υπό κατασκευή. Πάνω από το ήμισυ των σχεδιαζόμενων νέων επενδύσεων (ποσοστό 53%) αντιστοιχεί στις τρεις αυτές χώρες, η δε αξία των έργων «ελληνικού ενδιαφέροντος» υπολογίζεται σε 10,5 δισ. ευρώ (σχεδόν 20% του συνόλου δηλαδή), ξεπερνώντας σε απόλυτους αριθμούς το ποσό των επενδύσεων που αντιστοιχεί στην Ιταλία (9,7 δισ. ευρώ) και στη Γερμανία (8,5 δισ. ευρώ). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στις νέες επενδύσεις φυσικού αερίου στην Ελλάδα «συνυπολογίζονται» τόσο projects σε φάση κατασκευής (FSRU Αλεξανδρούπολης), ώριμα projects που βρίσκονται κοντά στη λήψη της Τελικής Επενδυτικής Απόφασης (FID) (όπως το FSRU Διώρυγα Gas της Motor Oil και ο διασυνδετήριος αγωγός Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας), όσο και projects που βρίσκονται σε σαφώς πιο πρώιμο στάδιο και είναι αμφίβολο εάν θα υλοποιηθούν ποτέ, όπως ο αγωγός East Med.
Μεταξύ της -μακράς- λίστας των έργων φυσικού αερίου με ελληνικό ενδιαφέρον που δρομολογούνται -και καταγράφονται- από τη Global Energy Monitor, ξεχωρίζουν τα τέσσερα FSRU -πλην του FSRU της Αλεξανδρούπολης-, δηλαδή το Διώρυγα FSRU, το Θράκη FSRU (όμιλος Gastrade), το Αργώ FSRU της Mediterranean Gas στην περιοχή του Βόλου (έργο για το οποίο διατυπώνονται πολύπλευρές αντιδράσεις) και το Θεσσαλονίκη FSRU της Elpedison, έργο που συνδέεται με την κατασκευή νέας μονάδας φυσικού αερίου από την εταιρεία στην ίδια περιοχή, με τη λήψη της FID να πηγαίνει από αναβολή σε αναβολή.
Στο «μέτωπο» των αγωγών ξεχωρίζει η ενίσχυση του «κορμού» του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου με την κατασκευή δεύτερου αγωγού από την Κομοτηνή έως το Πάτημα Λιβαδειάς, έργο για το οποίο ο ΔΕΣΦΑ ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα την διενέργεια μη δεσμευτικού market test και κρίνεται ως κρίσιμης σημασίας για την εδραίωση του ρόλου της χώρας ως κόμβου διαμετακόμισης φυσικού αερίου στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Επί τάπητος έχει επίσης τεθεί η αύξηση της χωρητικότητας του Διαδριατικού Αγωγού TAP (που θα σημάνει αύξηση των ροών αζέρικου αερίου προς την ΕΕ, η αξία των οποίων τετραπλασιάστηκε το 2022 σε 15,6 δισ. ευρώ από 3,8 δισ. ευρώ το 2021) και η αύξηση της χωρητικότητας του ελληνο-βουλγαρικού αγωγού IGB.
Κοιτάζοντας τη «μεγάλη εικόνα» για τις υποδομές φυσικού αερίου στην ΕΕ μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Global Energy Monitor τονίζει ότι η ΕΕ πρότεινε, αναβίωσε ή επιτάχυνε 30 διαφορετικά projects υποδοχής LNG, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θα υλοποιηθούν όλα. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2022-Φεβρουαρίου 2023, εισήλθε στο ευρωπαϊκό σύστημα νέα δυναμικότητα 35,2 δισ. κυβικών μέτρων (bcm)/έτος LNG μέσω της θέσης σε λειτουργία οκτώ νέων τερματικών σταθμών, συμπεριλαμβανομένης και της Πλωτής Αποθήκης (FSU) της Ρεβυθούσας. Εάν και τα 30 έργα υλοποιούνταν, τότε η δυνατότητα εισαγωγής LNG της Ευρώπης θα αυξάνονταν κατά 136%, φτάνοντας τα 227,2 bcm/έτος. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν σχέδια για επιπρόσθετη νέα δυναμικότητα 60,5 bcm/έτος μέσω κατασκευής νέων αγωγών ή επέκταση δυναμικότητας υφιστάμενων. Ήδη έξι νέα έργα αγωγών έχουν τεθεί σε λειτουργία.
Η Global Energy Monitor κάνει λόγο για «πανικό φυσικού αερίου στην ΕΕ» και για τον κίνδυνο όλες αυτές οι υποδομές να «παγιδεύσουν» το μπλοκ στην κατανάλωση του καυσίμου για δεκαετίες, καθυστερώντας την ενεργειακή μετάβαση. Διατυπώνει αμφιβολίες για το κατά πόσο αυτός ο «πυρετός» του φυσικού αερίου είναι συμβατός με τους φιλόδοξους στόχους απανθρακοποίησης της Ένωσης, Αντιμετωπίζει επίσης με έντονο σκεπτικισμό και τα σχέδια που παρουσιάζονται είτε για δημιουργία νέων υποδομών μεταφοράς υδρογόνου, είτε για εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων υποδομών ώστε να μπορούν να μεταφέρουν μείγματα φυσικού αερίου και υδρογόνου, κάνοντας λόγο για υψηλά κόστη και κινδύνους και στις δυο περιπτώσεις.