του Αλέξανδρου Μπαρότσι
Στους καύσωνες του Ιουλίου το σύστημα ηλεκτρισμού της χώρας στάθηκε όρθιο χάρη στον λιγνίτη. Όταν η ημερήσια ηλεκτρική κατανάλωση έφτασε από 90.000 και 100.000 στις 175.000 μεγαβατώρες, οι μονάδες λιγνίτη μπήκαν σε πλήρη δράση. Συμμετείχαν στην κάλυψη της ζήτησης με 35.000 μεγαβατώρες, όσο περίπου και οι ανανεώσιμες, με τις υπόλοιπες περίπου 60.000 να προέρχονται από το φυσικό αέριο.
Έτσι καλύφθηκε με επιτυχία το ήμισυ της υπερβάλλουσας καλοκαιρινής ζήτησης. Και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, στα δύσκολα να στηριζόμαστε στα ορυκτά καύσιμα. Στην Γερμανία, το 30% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία προέρχεται ακόμη από άνθρακα.
Σημαίνουν τα παραπάνω κάτι; Αλλάζει ο στόχος για πλήρη απολιγνιτοποίηση το 2028; Εχει θέση ο λιγνίτης στο ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας;
Η αλήθεια είναι ότι η θετική συνεισφορά του λιγνίτη στο σύστημα τον Ιούλιο έχει αναζωπυρώσει την συζήτηση ενόψει των ανακοινώσεων από φθινόπωρο για το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Αμφότερες οι πλευρές, τόσο οι φανατικοί οπαδοί της απολιγνιτοποίησης, όσο και εκείνοι που μιλούν για προσωρινή αναβολή της, με αιχμή του δόρατος την παράταση της ζωής της νέας «Πτολεμαΐδας V», πιέζουν την ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας για αλλαγές στο τελικό κείμενο του ΕΣΕΚ.
Οι υποστηρικτές για παράδειγμα, της συνέχισης λειτουργίας της νέας μονάδας της ΔΕΗ με λιγνίτη και μετά το 2028, θεωρούν ότι αν αυτή συνδυαστεί με τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα (CCSU), τότε θα περιοριστούν ή και θα εξαλειφθούν οι εκπομπές CO2. Δηλαδή θα μειωθεί και το αντίστοιχο υπέρογκο κόστος που πληρώνει για εκπομπές ρύπων, όπως κάθε λιγνιτική μονάδα.
Οι πολέμιοι του λιγνίτη αντιτάσσουν ότι τέτοιες τεχνολογίες είναι ενεργοβόρες, μειώνουν τον συνολικό βαθμό απόδοσης μιας μονάδας, αυξάνουν το συνολικό κόστος λειτουργίας της, χώρια τη δυσκολία χρηματοδότησης μιας παρόμοιας επένδυσης. Στον νέο ευρωπαϊκό κανονισμό για τις βιώσιμες επενδύσεις αποκλείεται από χρηματοδότηση κάθε υποδομή που χρησιμοποιεί στερεά ορυκτά καύσιμα.
Ο λιγνίτης επιμένουν οι οπαδοί αυτής της άποψης δεν έχει την παραμικρή θέση στο ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας, κάποιοι μάλιστα ζητούν από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ να φέρει ακόμη νωρίτερα από το 2028, την καταληκτική ημερομηνία λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.
Απάντηση στους φανατικούς των ΑΠΕ δίνει η πάντα επίκαιρη μελέτη επάρκειας του ΑΔΜΗΕ για τα έτη 2025-2035. Σύμφωνα με αυτήν, τα φουγάρα των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ πρέπει να παραμείνουν αναμμένα τουλάχιστον μέχρι το 2025 και μέχρι το 2028 της νέας μονάδας «Πτολεμαΐδα V» για να διασφαλιστεί η επάρκεια του συστήματος. Επίσης, για να έχουμε επαρκές παραγωγικό δυναμικό την επόμενη δεκαετία, η εγκατεστημένη ισχύς του φυσικού αερίου θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστεί, με την ένταξη στο σύστημα και τρίτης μονάδας, πέραν της Mytilineos που αναμένεται να τεθεί σε πλήρη εμπορική λειτουργία και των Motor Oil – ΤΕΡΝΑ που κατασκευάζεται ήδη στην Κομοτηνή.
Τελικά, ποια άποψη θα επικρατήσει ενόψει του νέου ΕΣΕΚ το φθινόπωρο;
Μάλλον, η μέση οδός. Και αυτό θα αφορά σε όλες τις τεχνολογίες. Η δήλωση Σκυλακάκη στις προγραμματικές του δηλώσεις στην Βουλή δεν αφορούσε μόνο την «Πτολεμαΐδα V», αλλά και τις ανανεώσιμες, όσο και αν δεν αρέσει σε κάποιους. «Ελλοχεύει ο κίνδυνος των αποτυχημένων ενεργειακών επενδύσεων, για λόγους υπερσχεδιασμού, υπερκοστολόγησης, πρόωρης ή όψιμης υιοθέτησης νέων τεχνολογιών ή ακόμα και απλής αλλαγής των συνθηκών», είχε αναφέρει ο υπουργός.
Επομένως, η μέχρι τώρα εικόνα δείχνει ότι στο νέο ΕΣΕΚ θα δοθεί κατά προτεραιότητα ενίσχυση των ΑΠΕ και μάλιστα εκείνων που μπορούν άμεσα να ενσωματωθούν στα δίκτυα του ΑΔΜΗΕ. Αρκετοί μάλιστα επενδυτές αλλάζουν πλέον τα επενδυτικά τους σχέδια και προσθέτουν μπαταρίες στα σχεδιαζόμενα έργα τους.
Επίσης, μια άποψη που φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος είναι ότι μεταξύ των ΑΠΕ προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στις ανεμογεννήτριες ή στα φωτοβολταϊκά που συνδυάζονται με αντλησιοταμίευση. Στην ίδια λογική κινείται και η συζήτηση ότι δεν πρέπει να δίνεται δυνατότητα αδειοδότησης σε φωτοβολταϊκά χωρίς υποδομή αποθήκευσης ενέργειας. Γενικότερα, θα αυξηθεί όπως έχει διαρρεύσει, η συμμετοχή των ανεμογεννητριών έναντι των φωτοβολταϊκών, θα μειωθεί η πρόβλεψη για θαλάσσια αιολικά πάρκα, ενώ θα εκλογικευθεί ο στόχος για μονάδες αποθήκευσης.
Ερωτηματικό παραμένει το ζήτημα της ενσωμάτωσης του σταθμού «Πτολεμαΐδας V» ως σταθμού βάσεως, με καύσιμο τον λιγνίτη, και με χρήση τεχνολογίας CCSU. Από εκεί και πέρα οι παλαιότερες λιγνιτικές μονάδες (Άγιος Δημήτριος 2, 3, 5, Μελίτη, Μεγαλόπολις 4 ) θεωρείται βέβαιο ότι θα παραμείνουν σε στρατηγική εφεδρεία στον ΑΔΜΗΕ για την κάλυψη των εποχιακών αιχμών.