Οι άνθρωποι του διεθνούς οίκου μελετών και παροχής υπηρεσιών στους τομείς κυρίως της ναυτιλίας και της ενέργειας DNV (Det Norske Veritas), με έδρα τη Νορβηγία, παρουσίασαν χθες στον υπουργό Ενέργειας Γιώργο Παπαναστασίου, αρμόδιους υπηρεσιακούς των υπουργείων Ενέργειας και Οικονομικών και συνεργάτες του Προέδρου Χριστοδουλίδη στο Προεδρικό τη μελέτη που πραγματοποίησαν για τη βιωσιμότητα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Κρήτης (ενδεχομένως και με Ισραήλ, σε επόμενο στάδιο), τα αναμενόμενα οφέλη της για την κυπριακή αγορά ηλεκτρισμού αλλά και τη γεωπολιτική της σημασία.
Αν και δεν έγιναν δηλώσεις και δεν κοινοποιήθηκε η μελέτη, οι πληροφορίες του Φιλελευθέρου αναφέρουν πως στην κρίσιμης σημασίας ερώτηση από το Υπουργείο Οικονομικών κατά πόσο η Κύπρος θα καταστεί μετά τη λειτουργία της διασύνδεσης εισαγωγέας πράσινου ηλεκτρισμού από τις διασυνδεδεμένες χώρες (κατά κύριο λόγο την Ελλάδα αλλά και άλλα μέλη της ΕΕ) ή αν θα καταστεί εξαγωγέας ρεύματος από εταιρείες παραγωγής στην Κύπρο, απάντησαν ότι, όπως λειτουργεί σήμερα η κυπριακή αγορά ενέργειας και με τις στρεβλώσεις που παρατηρούνται, στα πρώτα στάδια της διασύνδεσης η Κύπρος θα είναι καθαρός εισαγωγέας ηλεκτρισμού από ΑΠΕ.
Κατά τη συζήτηση και την παρουσίαση της μελέτης έγινε σαφές από τους μελετητές της DNV πως με την επίτευξη της διασύνδεσης και την άρση της ενεργειακής απομόνωσης δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εισαγωγή πολύ φθηνότερου ηλεκτρισμού, σε σύγκριση με τον ηλεκτρισμό που παράγεται σήμερα από πετρέλαιο, ο οποίος επιβαρύνεται επιπρόσθετα με ακριβούς ρύπους (που αυξάνουν κατά περίπου 25% την τελική χρέωση της κιλοβατώρας).
Επιπλέον, το ρεύμα που θα εισάγεται μέσω της διασύνδεσης προφανώς θα είναι φθηνότερο και από το πράσινο ρεύμα που παράγουν ιδιωτικά φωτοβολταϊκά σήμερα στην Κύπρο και πωλείται μόνο σε μικρή ομάδα εμπορικών-βιομηχανικών καταναλωτών, σε τιμή ελαφρώς χαμηλότερη από την τιμή της ΑΗΚ, εξασφαλίζοντας πολύ μεγάλο ποσοστό κέρδους. Αν οι σημερινές στρεβλώσεις (έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ παραγωγών από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μη πραγματοποίηση προσφορών για την πώληση πράσινου ρεύματος στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, καθυστέρηση στη χρήση φυσικού αερίου για μικρότερη χρεώση ρύπων, κ.α.) αρθούν μέσα από τη μελλοντική λειτουργία της ανταγωνιστικής αγοράς ή μέσω τροποποιήσεων στο νομικό καθεστώς λειτουργίας της αγοράς, οι μελετητές του διεθνούς οίκου είπαν πως υπάρχουν οι προοπτικές η Κύπρος να καταστεί και εξαγωγέας ενέργειας, εκμεταλλευόμενη το πολύ καλό ηλιακό δυναμικό της.
Οι αναφορές αυτές από τους μελετητές της DNV συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό με τις εκτιμήσεις στελεχών του ΑΔΜΗΕ, του νέου φορέα υλοποίησης του Great Sea Interconnector (πρώην EuroAsia), σύμφωνα με τις οποίες η διασύνδεση (που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2029 ή 30) θα προσφέρει σημαντικά φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια από τη μια, αλλά από την άλλη θα πλήξει τα συμφέροντα των ιδιωτικών εταιρειών που παράγουν ή προμηθεύουν ηλεκτρισμό από ΑΠΕ σήμερα στην Κύπρο, σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις τιμές πράσινου ηλεκτρισμού στις άλλες χώρες της ΕΕ. Όπως είχε πει Ελλαδίτης τεχνοκράτης στον «Φ» πρόσφατα, σε περίπτωση που η κυπριακή αγορά ηλεκτρισμού συνεχίσει να λειτουργεί με τις σημερινές στρεβλώσεις (με ακριβό ρεύμα από πετρέλαιο και ακριβό ρεύμα από φωτοβολταϊκά), τότε με τη λειτουργία της διασύνδεσης πολλές εταιρείες θα βρεθούν ενώπιον απειλής για «ξαφνικό θάνατο».
Πολύπλευρο όφελος, λέει η μελέτη
Σύμφωνα με την DNV, και στις τρεις κατηγορίες αξιολόγησης της επίδρασης της ηλεκτρικής διασύνδεσης, το πρόσημο είναι θετικό, κάτι που ενισχύει κατά πολύ την εκτίμηση ότι είναι θέμα χρόνου η Κυβέρνηση να αποφασίσει τη συμμετοχή της στην επένδυση, μέσω αγοράς μετοχών στην εταιρεία Great Sea Interconnector, με κόστος, σε πρώτη φάση, περίπου 100 εκατ. ευρώ.
Η διασύνδεση, κατά τον διεθνή οίκο, παρέχει ασφάλεια εφοδιασμού στην κυπριακή οικονομία και τα νοικοκυριά, προσφέρει δυνατότητες μείωσης του κόστους της ενέργειας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αλλά παρέχει και σημαντικά γεωπολιτικά οφέλη, ιδιαίτερα αν προχωρήσει αργότερα η διασύνδεση με το Ισραήλ ή και με άλλες γειτονικές χώρες.
Η DNV θεωρεί επίσης πολύ σημαντικότερη τη συμβολή του καλωδίου στην ενεργειακή ασφάλεια της Κύπρου, από την όποια συμβολή μπορούν να έχουν τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες).