Στη μεταβατική φάση λειτουργίας της Αττικής Οδού ως την έναρξη της νέας παραχώρησης, χωρίς όμως να δώσει συγκεκριμένη εικόνα της λύσης που επιλέγεται, αναφέρθηκε ο Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών, κ. Νίκος Ταχιάος, μιλώντας στο 7ο Συνέδριο Υποδομών και Μεταφορών - ITC 2024, που λαμβάνει χώρα στις 17 και 18 Σεπτεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο.
Ο υφυπουργός σημείωσε ότι είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο περιουσιακό στοιχείο μεταβιβάζεται από ιδιώτη σε ιδιώτη, υπογραμμίζοντας ασφαλώς πως το δημόσιο και ειδικότερα το υπουργείο Υποδομών είναι ο «κύριος του έργου».
Πρόσθεσε ωστόσο πως η συμπληρωματική σύμβαση θα πρέπει να αποδίδει έσοδα στον κύριο του έργου, δηλαδή, το ελληνικό δημόσιο, παραπέμποντας έτσι, έστω και με έμμεσο τρόπο, στη λύση διαχείρισης της Αττικής Οδού από το σημερινό λειτουργό σημειώνοντας πως «εφόσον η παραχώρηση εξέπνευσε, κατά τη γνώμη μου, το μέσο κόστος κτήσης αποσβέσεων θα πρέπει να εισπράττεται από το δημόσιο».
Όπως διευκρίνισε, ωστόσο, η τελική απόφαση δεν έχει ληφθεί, αλλά είναι υπό συζήτηση και η λύση της τροποποίησης της υφιστάμενης σύμβασης παραχώρησης, βάσει και της πρόσφατης γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Σύμφωνα με αυτή, είναι εφικτή μία παράταση της παραχώρησης, αλλά συνιστά ζήτημα διαπραγμάτευσης με τον ενδιαφερόμενο.
«Η λειτουργία της Αττικής Οδού όπως τη γνωρίζουμε, δηλαδή με διόδια, πέραν των εσόδων, ρυθμίζει τη ζήτηση για μετακινήσεις μέσα στην πόλη, ώστε αυτή να είναι βιώσιμη. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να αφήσουμε την Αττική Οδό χωρίς λειτουργία μετά την 5η Οκτωβρίου, οπότε λήγει η υφιστάμενη σύμβαση», εξήγησε ο κ. Ταχιάος, αποδίδοντας την έλλειψη χρονισμού στη δυσκολία της ταυτόχρονης μετάβασης από τον αποχωρούντα παραχωρησιούχο στο Δημόσιο, από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ και από το τελευταίο στον νέο παραχωρησιούχο.
Ξεκαθάρισε πως η νέα παραχώρηση θα πρέπει να συντελεστεί οριστικά έως τις 12/02/2025, οπότε ολοκληρώνεται το πεντάμηνο προσαρμογής που προβλέπεται συμβατικά, τόσο για τη μετάβαση όσο και για την καταβολή του τιμήματος. «Προφανώς ο επερχόμενος παραχωρησιούχος γνωρίζει ότι στο πεντάμηνο, για το οποίο δεσμεύτηκε, θα την ολοκληρώσει, καθώς διαθέτει εμπειρία από τη συμμετοχή του σε άλλες παραχωρήσεις», σχολίασε ο κ. Ταχιάος.
«Η εξέλιξη δεν εξαρτάται μόνο από το Δημόσιο, αλλά και τον απερχόμενο και τον νέο παραχωρησιούχο. Έχουμε δύο ενήλικες στο δωμάτιο», επεσήμανε υπαινικτικά, δείχνοντας με νόημα τους εκπροσώπους της «Αττική Οδός Α.Ε» και της «Νέα Αττική Οδός Α.Ε.», που συμμετείχαν στο ίδιο πάνελ με αυτόν.
Ουσιαστικά η ξεκαθάρισε μετάβαση αφορά σε μια τριμερή διαπραγμάτευση, όπου πέραν του υπουργείου, θα συμμετάσχουν ο υφιστάμενος Παραχωρησιούχος και οι διάδοχες εταιρείες που έχει συστήσει η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ).
Προχωρώντας σε έναν ευρύτερο σχολιασμό όσων είχαν ακουστεί νωρίτερα στον χώρο του Συνεδρίου, ο κ. Ταχιάος τόνισε πως τα έργα δεν αποτελούν αυτοσκοπό αλλά έχουν αντανάκλαση στους πολίτες και σε αυτούς εστιάζουν οι σχεδιασμοί της Κυβέρνησης.
Ακόμη, ο Υφυπουργός Υποδομών προανήγγειλε ότι εντός του ερχόμενου μήνα θα πάνε στη Βουλή οι νέες ρυθμίσεις που θα ανοίξουν τον δρόμο για τις πρότυπες προτάσεις, για τις οποίες επισήμανε χαρακτηριστικά ότι «δεν είναι τοτέμ». Σημείωσε, δε, ότι οι αλλαγές θα επιλύσουν ζητήματα, όπως η συμβατότητα με το Κοινοτικό Δίκαιο, που δεν δοκιμάστηκε όταν εισήχθησαν στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο κ. Ταχιάος ξεκαθάρισε πως η εθνική συμμετοχή σε νέα έργα παραχώρησης είναι πολύ δύσκολη, δεδομένων των δημοσιονομικών στόχων της χώρας. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τα συζητάμε. Αλλά δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι τα έργα παραχώρησης μεταφέρουν στον χρήστη ένα -συχνά μεγάλο- μέρος του κόστους. Πρέπει να δούμε πρώτα τις πρότυπες προτάσεις και μετά θα συζητήσουμε εάν, πότε και με ποιους όρους θα καταβληθεί συμμετοχή του δημοσίου», είπε.
Έβαλε όμως στην εξίσωση το ζήτημα της εκπαίδευσης των χρηστών ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα πληρώνουν, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι και αυτό θέλει συζήτηση. Επανέλαβε, δε, ότι και το εργαλείο των ΣΔΙΤ έχει «ταβανιάσει», καθώς και οι πληρωμές διαθεσιμότητας έχουν ένα όριο ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο δεν είναι άπειρο. «Εγχειρήματα που μεταφέρουν στις μελλοντικές γενιές βάρος που δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούν να σηκώσουν δεν γίνονται εξαρχής αποδεκτά», συμπλήρωσε ο κ. Ταχιάος, καταλήγοντας πως «πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και η πραγματική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα είναι να κοιτάς τον Έλληνα στα μάτια και να του λες την αλήθεια».
Σημειώνεται πως το κόστος διέλευσης μειώνεται από την 6η Οκτωβρίου 2024 στα 2,5 ευρώ κι εφόσον η προηγούμενη σύμβαση έχει περαιωθεί συμβατικά αλλά και χρηματοοικονομικά, το δημόσιο επιδιώκει να εισπράξει στο πεντάμηνο διάστημα της μετάβασης μέρος των πόρων, εξαιρώντας ασφαλώς τα λειτουργικά έξοδα του λειτουργού.