«Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και φέρνουν την Ελλάδα ένα βήμα πριν από τον στόχο επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα. Παρ' όλα αυτά, οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι λόγω της διεθνούς συγκυρίας και της συνδεόμενης αβεβαιότητας παραμένουν, με την ενδυνάμωση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς να αποτελεί προτεραιότητα». Αυτό αναφέρει το ΚΕΠΕ, ενώ σημειώνει ότι τρεις είναι οι εκτιμώμενοι βραχυχρόνιοι και μακροχρόνιοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία: ο πληθωρισμός, η άνοδος των επιτοκίων και η γεωπολιτική αστάθεια.
Στο μεταξύ, υπογραμμίζεται ότι «ακόμη και αν μετριαστεί ο πληθωρισμός το 2023, η ακρίβεια θα παραμείνει».
Ποια είναι η κατάλληλη στρατηγική για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας;
Οι μακροχρόνιες προοπτικές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι με το μέρος της Ελλάδας, όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ και αναφέρει πιο αναλυτικά τα εξής:
Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας και η ενεργειακή κρίση, που διογκώθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, σπρώχνουν προς τα πάνω τις τιμές επιδεινώνοντας σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των ελληνικών νοικοκυριών. Οι οικονομικές πολιτικές στην ΕΕ και στις ΗΠΑ από επεκτατικές που ήταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετατρέπονται σε συσταλτικές. Επιπλέον, το κόστος της προσαρμογής σε ένα πρότυπο ανάπτυξης και διαβίωσης που να είναι συμβατό (και θεμιτό) με την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων βρίσκεται ακόμα μπροστά μας, τόσο ως Ελλάδα όσο ως Ευρώπη και πλανήτης. Η διάρκεια και ένταση της προσαρμογής είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό μη προσδιορισμένα μεγέθη, αλλά ήδη είναι σαφές ότι το κόστος της προσαρμογής θα είναι μεγάλο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, που υστερούν σε κρίσιμους τομείς όπως της ενεργειακής αποδοτικότητας και δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επικείμενη μαζικοποίηση των αγαθών και υπηρεσιών που θα διευκολύνουν τη μετάβαση. Τα παραπάνω δείχνουν ότι, ακόμη και αν μετριαστεί ο πληθωρισμός το 2023, η ακρίβεια θα παραμείνει. Αυτό θα συμβαίνει για δύο λόγους:
Πρώτον, εξαιτίας της υψηλής φορολογίας. Στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης, η υψηλή φορολογία ενίσχυσε το φαινόμενο της ακρίβειας, καθώς, ενώ οι μισθοί έπεφταν, οι φόροι κράτησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων. Το ΚΕΠΕ υπενθυμίζει τις αυξήσεις ΦΠΑ τα έτη 2005, 2010 και 2016, όταν μάλιστα οι αυξήσεις αυτές συνοδεύτηκαν και από σημαντικές μετατάξεις κατηγοριών αγαθών από χαμηλότερους συντελεστές σε υψηλότερους. Ή τις αυξήσεις στον ΕΦΚ κυρίως το 2009 και 2017 στα καύσιμα, που αποτελούν βασική εισροή της εφοδιαστικής αλυσίδας και, συγκεκριμένα, συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών σε όλο το φάσμα αγαθών και υπηρεσιών.
Ο δεύτερος παράγοντας που συντηρεί τις τιμές σε συγκριτικά υψηλότερο επίπεδο είναι το θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον της χώρας. Όπως σημειώνεται, παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, το θεσμικό περιβάλλον συνεχίζει να έχει στη χώρα μας σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος διαβίωσης. Στις σχετικές κατατάξεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά έναντι των άλλων χωρών.
Αυτό σημαίνει ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, και ειδικά σε αγορές δικτύων, η συνέχιση της μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών και επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), αλλά και στην εργασία και παραγωγή (μείωση των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών) και η προώθηση του εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης (επιτάχυνση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης) είναι αναγκαίες. Αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, άρα, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και μείωση των τιμών των αγαθών.