του Αλέξανδρου Μπαρότσι
Από 1,4 εκατ. τόνους CO2 που εξέπεμπαν πριν από τέσσερα χρόνια τα εργοστάσια της ΔΕΗ, σήμερα «καίνε» 794.000 τόνους. Ταυτόχρονα από μερικές μόνο δεκάδες MW ΑΠΕ που διέθετε προ μερικών ετών η ΔΕΗ, σήμερα έχει χαρτοφυλάκιο 600 GW, με στόχο να φτάσει φέτος στα 1,5 GW και τα 10 GW στην πενταετία, μετά και την ανάπτυξη του πράσινου χαρτοφυλακίου της Enel Romania.
Αρκούν όλα αυτά για να θεωρηθεί ότι έχει επιτευχθεί ο στόχος για πρασίνισμα; Σίγουρα όχι, χρειάζονται περισσότερα. Αλλά κοιτάζοντας κανείς το δρόμο που έχει διανύσει η επιχείρηση τη τελευταία δεκαετία, διαπιστώνει ότι έχει κάνει άλματα. Από ένα στόλο κοντά στις 20 μονάδες, σήμερα διαθέτει μόνο οκτώ, με τη προσθήκη και της Πτολεμαΐδας V. Από εκεί που κάθε χρόνο ο λιγνίτης την έβαζε μέσα 300 εκατ. ευρώ, σήμερα το κόστος αυτό έχει σχεδόν μηδενιστεί, ενώ παράλληλα η επιχείρηση είναι συμβατή με την ευρωπαϊκή στρατηγική της μηδενικής εκπομπής ρύπων έως το 2050 (Green Deal).
Πως αποτιμώνται αυτές οι επιδόσεις; Θετικά, είναι η απάντηση. Το δείχνει η πρόσφατη έκθεση της Fitch για την πορεία των «πράσινων» ομολόγων της ΔΕΗ, ύψους 775 εκατ. ευρώ, εκδόσεως 2021, και τη μείωση των εκπομπών CO2 κατά 36% έναντι αρχικού στόχου για 40%, μια απόκλιση την οποία οι αγορές δεν αξιολόγησαν αρνητικά.
Γιατί; Επειδή οι επενδυτές «αναγνωρίζουν» τον απροσδόκητο παράγοντα της σφοδρής ενεργειακής κρίσης και ότι παρά την υποχρέωση της ΔΕΗ να αυξήσει τη λιγνιτική της παραγωγή για να θωρακιστεί η ασφάλεια της χώρας, εντούτοις εκείνη δεν εγκατέλειψε τον στόχο. Κατάφερε και πέτυχε σε μια 3ετία και μέσα ένα δυσμενές περιβάλλον σημαντική μείωση των εκπομπών CO2.
Κυρίως όμως η αιτία που οι αγορές δείχνουν εμπιστοσύνη στην επιχείρηση είναι οι ίδιες οι επενδυτικές της πρωτοβουλίες προς τον πράσινο μετασχηματισμό της, με πιο εμβληματική την εξαγορά της Enel Romania, μέσω της οποίας διπλασιάζει την παραγωγή της από ΑΠΕ, προσθέτοντας 534 MW εν λειτουργία και ένα pipeline 5 GW σε διάφορα στάδια κατασκευής.
Στην ενημέρωση των αναλυτών από τον διευθύνοντα σύμβουλο της επιχείρησης Γιώργο Στάσση, προκύπτει ότι το Capex της ΔΕΗ για την περίοδο 2022-2026, μετά και την ενσωμάτωση της ρουμανικής Enel, εκτινάσσεται στα 9,3 δισ. ευρώ. Ποια τεχνολογία θα κατέχει τη μερίδα του λέοντος; Οι ΑΠΕ με 55%, έναντι μόλις 7% της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής.
Το ταχύ πρασίνισμα της επιχείρησης στοιχειοθετείται από κάθε νούμερο που αφορά στην επόμενη μέρα της:
1. Μετά το ρουμανικό deal, η δυναμικότητα των εν λειτουργία ΑΠΕ αυξάνεται κατά 14% και από 3,5 GW θα φτάσει στα 4 GW. Συνυπολογίζοντας και το pipeline, δηλαδή τα έργα ΑΠΕ σε διάφορες φάσεις ωριμότητας, αυτά αυξάνονται κατά 50% και φτάνουν τα 10 GW.
2. Το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται η ολοκλήρωση των δυο μεγάλων φωτοβολταϊκών πάρκων στα λιγνιτικά πεδία της Πτολεμαΐδας και της Μεγαλόπολης ισχύος 200 MW (Ηλιακό Βέλος Ι) και 50 MW (Αρκαδικός Ήλιος Ι-ΙΙ) αντίστοιχα.
3. Το mega φωτοβολταϊκό της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα, ισχύος 550 MW, που θεωρείται μείζονος σημασίας για την απολιγνιτοποίηση της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και για τη στροφή προς τις ΑΠΕ, έχει αναλάβει να κτίσει ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ενώ τρέχουν και άλλοι διαγωνισμοί για αιολικά στη Βόρεια Ελλάδα.
Τα γκρίζα χρόνια και η δύσκολη μετάβαση
Τη δεκαετία του 2000, όταν η υπόλοιπη Ευρώπη είχε αρχίσει να πρασινίζει, οι μονάδες της ΔΕΗ συνέχιζαν να ανήκουν στις 30 πιο ρυπογόνες της Ευρώπης και βρίσκονταν μονίμως στο μάτι των Βρυξελλών και των περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Ηταν η εποχή που η Ελλάδα επιχειρούσε να διασώσει τη λιγνιτική της ηλεκτροπαραγωγή, παίρνοντας παρατάσεις και ερχόμενη σε αντίθεση με τις Βρυξέλλες. Ευρωπαϊκές πολιτικές και πιέσεις της αγοράς, άλλοτε ανέκοπταν και άλλοτε ευνοούσαν τις προσπάθειες. Ελλάδα και Πολωνία ήταν οι δύο χώρες που επιχειρούσαν με τον πιο δυναμικό τρόπο να προστατεύσουν τη λιγνιτική τους ηλεκτροπαραγωγή απέναντι στα μέτρα που ήθελε να επιβάλει η ΕΕ, κερδίζοντας χρόνο ζωής για τις μονάδες τους.
Σήμερα η επιχείρηση κινείται προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, όπως δείχνουν οι επενδυτικές της πρωτοβουλίες. Αυτό προφανώς αποτιμά η αγορά, η οποία δεν αξιολόγησε αρνητικά την χαμηλότερη επίδοση των «πράσινων» ομολογιών ύψους 775 εκατ. ευρώ που είχε εκδώσει η ΔΕΗ τον Ιούλιο του 2021 και λήγουν το 2026.
Δεδομένων των συνθηκών, της σφοδρής ενεργειακής κρίσης, των αναταράξεων και της ισχυρής μεταβλητότητας, μόνο «εύκολοι» στόχοι θα ήταν εφικτό να επιτευχθούν. Το 36% ωστόσο, δηλαδή η απόκλιση κατά τέσσερις μονάδες του στόχου, δεν θεωρείται απογοητευτικό αποτέλεσμα σε ένα τόσο δύσκολο περιβάλλον.
Το σημειώνει στην έκθεσή του ο ίδιος ο οίκος Fitch. «Η μη επίτευξη του στόχου για τις εκπομπές CO2 θα έχει περιορισμένη αρνητική επίπτωση στο κόστος δανεισμού της επιχείρησης, χωρίς να οδηγήσει σε ουσιώδεις αλλαγές στη βάση των ομολογιούχων και στην τιμολόγηση των τίτλων στη δευτερογενή αγορά, παρότι το ποσοστό των funds που εστιάζουν σε στόχους ESG και έχουν αγοράσει αυτούς τους τίτλους είναι της τάξης του 60%». Και αυτό, καθώς, όπως γράφει, «πιστεύουμε ότι τα βασικά funds θα λάβουν υπόψη τους κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ότι η μη επίτευξη του στόχου δεν σχετίζεται με τις λειτουργικές επιδόσεις της ΔΕΗ, δεν υποκρύπτει αλλαγή στρατηγικής ούτε αποδυνάμωση της δέσμευσης της επιχείρησης στην αειφορία».
Η ενεργειακή κρίση και οι επιπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί εκδότες πράσινων ομολογιών να μην πετύχουν τους στόχους τους, όπως ο πετρελαϊκός όμιλος διύλισης Orlen, ο οποίος επίσης αναγκάζεται να πληρώνει ένα επιπλέον penalty, όπως και η ΔΕΗ.
Και δεν είναι οι μόνοι. Παντού στην Ευρώπη, καθ’ οδόν στην εποχή της καθαρής ενέργειας, το ερώτημα είναι το ίδιο: Πόσο θα κοστίσει η μετάβαση; Πόσο ήπια θα είναι; Τα άλυτα προβλήματα είναι ακόμη πολλά.
Η μετάβαση ωστόσο δεν είναι αδύνατη. Το δείχνουν οι πρωτοβουλίες της ΔΕΗ, αλλά και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας σε άλλες χώρες, όπως στη Κάτω Σιλεσία της Γερμανίας, η οποία ξεκίνησε την απανθρακοποίηση νωρίτερα από την Ελλάδα και σήμερα έχει αρχίσει να γίνεται τόπος έλξης τουριστών. Επίσης στην Βόρεια Τσεχία, το λιγνιτωρυχείο στην πόλη Καμπαρόβιτσε, ονομάζεται πλέον… Λίμνη Μιλάντα. Η έκταση του παλιού λιγνιτωρυχείου έχει μετατραπεί σε λίμνη, στις όχθες της οποίας κτίζονται πλέον κατοικίες και αναπτύσσονται δραστηριότητες αναψυχής.
Κινήσεις που συνέβησαν πολύ πριν μπουν στην ζωή μας τα ομόλογα με ρήτρα αειφορίας, όπως αυτά της ΔΕΗ. Τα δύο ομόλογα της επιχείρησης, ύψους 650 και 125 εκατ. ευρώ, είχαν εκδοθεί τον Μάρτιο του 2021 (λήξης 2026), για να ακολουθήσει ένα ακόμη, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ύψους 500 εκατ. ευρώ που λήγει το 2028. Ενας τίτλος που ενσωματώνει στόχο για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 57% στο τέλος του 2023 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019.