Αύξηση κερδών και επενδύσεων κατά το 2024 -πρώτη χρονιά λειτουργίας της Enaon (πρώην ΔΕΠΑ Υποδομών) υπό το νέο οργανωτικό μοντέλο, μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης των τριών διαχειριστών δικτύων διανομής φυσικού αερίου στον εξής ένα, την Enaon EDA (πρώην ΔΕΔΑ, η οποία «απορρόφησε» τις ΕΔΑ Αττικής και ΕΔΑ ΘΕΣΣ) υποσχέθηκε ο Διευθύνων Σύμβουλος του μητρικού ομίλου Italgas, Paolo Gallo, που βρέθηκε χθες στην Αθήνα για τα αποκαλυπτήρια της νέας εμπορικής επωνυμίας της Enaon και τα εγκαίνια των νέων γραφείων των δυο εταιρειών.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα αποτελέσματα της Italgas (9μηνο 2023), η Enaon έχει ήδη σημαντική συνεισφορά στα βασικά μεγέθη του μητρικού ομίλου, με επενδύσεις της τάξης των 73 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουνίου 2023, κύκλο εργασιών 117,5 εκατ. ευρώ (που αντιστοιχούν στο 10% περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών του ιταλικού ομίλου), EBITDA 93,5 εκατ. ευρώ και κέρδη προ φόρων της τάξης των 61 εκατ. ευρώ.
«Θα κάνουμε πολύ περισσότερα πράγματα φέτος», είπε ο κ. Gallo που υπογράμμισε ότι η Italgas είναι ήδη πολύ ικανοποιημένη από την πορεία της ελληνικής θυγατρικής της, κάνοντας λόγο για «ιδιαίτερα επιτυχημένη διαδρομή που διανύθηκε τους τελευταίους 18 μήνες», από την ολοκλήρωση δηλαδή της συμφωνίας εξαγοράς της ΔΕΠΑ Υποδομών από τους πρώην μετόχους της (ΤΑΙΠΕΔ- Helleniq Energy). Ο κ. Gallo απέφυγε να μπει σε λεπτομέρειες σε σχέση με το επικαιροποιημένο επενδυτικό πρόγραμμα της Enaon, τόνισε όμως ότι οι επενδύσεις θα ξεπεράσουν τα 900 εκατ. ευρώ, ποσό που προβλέπεται να επενδυθεί έως το 2029, στη βάση του Μακροπρόθεσμου Στρατηγικού Σχεδίου της Italgas που ανακοινώθηκε τον περασμένο Ιούνιο.
Ο ισχυρός άνδρας της Italgas υπογράμμισε ότι η διανομή ανανεώσιμων αερίων όπως βιομεθάνιο σε πρώτη φάση και υδρογόνο στη δεύτερη αποτελεί προτεραιότητα για την Enaon, και στο πλαίσιο αυτό μεγάλο μέρος των επενδύσεων θα κατευθυνθούν στην αναβάθμιση του υφιστάμενου δικτύου διανομής και στην τοποθέτηση «έξυπνων» μετρητών που θα καθιστούν δυνατή τη μέτρηση βιομεθανίου και άλλων ανανεώσιμων αερίων. Η έμφαση στο βιομεθάνιο άλλωστε αναδείχθηκε και μέσα από την υπογραφή του Μνημονίου Συνεργασίας με την ΕΣΠΑΒ, δηλαδή τον Σύνδεσμο Παραγωγών Βιοαερίου (που αποτελεί την «πρώτη ύλη») για το βιομεθάνιο, που προβλέπεται να λειτουργήσει ως επιταχυντής για την ανάπτυξη της εν λόγω αγοράς στην Ελλάδα.
«Αξιοποιούμε το μοντέλο της Ιταλίας όπου βρεθήκαμε πρωταγωνιστές, αφού επιβεβαιωμένα έχουμε σημαντική τεχνογνωσία», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Γκάλο, Ερωτώμενος αν εξετάζει επενδύσεις στον τομέα της διαχείρισης υδάτων και στην Ελλάδα (μετά την εξαγορά των σχετικών assets της γαλλικής Veolia στην Ιταλία) απάντησε αρνητικά, σημειώνοντας ότι «σε Σε μερικά χρόνια ίσως να αξιολογήσουμε μια τέτοια προοπτική, όχι τώρα. Τώρα εστιάζουμε στην ψηφιοποίηση των υποδομών διανομής αερίων και στη μεταφορά του καυσίμου σε περιοχές που αυτή την στιγμή βρίσκονται εκτός δικτύου».
Για τις αυξήσεις φωτιά
Απαντώντας σε ερώτηση για την αύξηση του μεσοσταθμικού κόστους κεφαλαίου (WACC) που ζήτησε η εταιρία από τη Ρυθμιστική Αρχή, ο κ. Gallo απάντησε ότι αντίστοιχη αύξηση έγινε και στην Ιταλία προσθέτοντας μάλιστα ότι στην Ελλάδα συνυπολογίζεται ο πληθωρισμός καθώς και ότι η άνοδος των επιτοκίων αυτονόητα οδήγησε στην άνοδο του WACC. Όσο δε για την πρόταση για ενιαία τιμολόγια σε όλη την Ελλάδα που ξεκίνησε να εφαρμόζεται βαθμιαία και οδήγησε σε αυξήσεις από 31-64% για τη βιομηχανία στη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία, περιοχές με μεγάλη διείσδυση του φυσικού αερίου και υψηλή ζήτηση, ο κ. Gallo σημείωσε ότι πρόκειται για πρόταση με στόχο την απλοποίηση και την κοινωνική δικαιοσύνη, ώστε οι χρήστες του φυσικού αερίου να πληρώνουν το ίδιο, ανεξάρτητα από την περιοχή όπου διαμένουν.
Τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον είχαν οι απαντήσεις του κ. Gallo σε ερωτήσεις για την τιμή του φυσικού αερίου, καθώς σημείωσε ότι είχε προβλέψει την υποχώρηση των τιμών από πέρυσι και έκανε λόγο για επίπεδα της τάξης των «20-25 ευρώ για τους επόμενους μήνες».
Ερωτώμενος για το μέλλον του φυσικού αερίου -στο «κάδρο» των στόχων της ενεργειακής μετάβασης της ΕΕ-, δήλωσε ότι δεν συμμερίζεται τις προβλέψεις για μείωση της ζήτησης, τονίζοντας ότι ζητούμενο είναι η μείωση των εκπομπών CO2 χωρίς μεγάλη επιβάρυνση του τελικού χρήστη.