του Αλέξανδρου Μπαρότσι
Το πρώτο πλωτό FSRU της Γερμανίας κατασκευάστηκε και παραδόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, σε χρόνο ρεκόρ, μόλις μέσα σε 200 ημέρες, στο λιμάνι του Wilhelmshaven.
Ακολούθησε ο Lubmin, ο δεύτερος νέος τερματικός σταθμός της Γερμανίας. Και τον Ιανουάριο κατέπλευσε στο γερμανικό λιμάνι Brunsbuettel το τρίτο τέτοιο πλοίο που ενισχύει την προσπάθεια της κυβέρνησης του Βερολίνου να ξεφύγει από τον ενεργειακό εφιάλτη.
Τρία αληθινά επιτεύγματα για μια χώρα όπου τα κατασκευαστικά projects διαρκούν συνήθως αρκετά χρόνια. Αναλυτές του κλάδου μιλούν καιρό τώρα για το αδύνατο που έγινε δυνατό στην περίπτωση των Γερμανών, με την Κάτω Βουλή να έχει εγκρίνει τέτοια έργα, προϋπολογισμού κοντά στα 10 δισ. ευρώ, για την περίοδο 2022-2038.
Αποτελούν οι Γερμανοί την εξαίρεση του κανόνα; Οχι. Δεν έχουν περάσει παρά μερικές μέρες από τότε που ο CEO της Snam, Stefano Venier, ο οποίος και συναντήθηκε πρόσφατα με τον Πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη, ανακοίνωσε ότι το FSRU Piombino αναμένεται να ξεκινήσει την δραστηριότητά του τον Μάιο.
Η Snam το αγόρασε από την Golar LNG τον προηγούμενο χρόνο για 350 εκατ. δολ. και είναι δυναμικότητας 170.000 cbm, με δυνατότητα επαναεριοποίησης 5 δισ. κυβικών μέτρων το έτος.
Και έπεται συνέχεια. Σύντομα αναμένεται να ελλιμενιστεί στην Ραβένα, ένα άλλο FRSU της Snam, η BW Singapore, με στόχο να τεθεί σε λειτουργία το 2024. Αθροιστικά και τα δύο πλωτά τερματικά θα καλύπτουν το 13% των αναγκών της Ιταλίας σε φυσικό αέριο. Όταν τεθεί σε λειτουργία και το δεύτερο FRSU, τότε οι Ιταλοί φιλοδοξούν να μηδενίσουν εντελώς την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο, το οποίο το 2021 είχε φτάσει να καλύπτει το 40% των αναγκών της χώρας. Πέρυσι τα ποσοστά αυτά είχαν πέσει στο 16%.
Το παράδειγμα της Ελλάδας
Ερώτημα: Γιατί άραγε οι διαδικασίες να μην τρέχουν με τις ίδιες ταχύτητες και στην Ελλάδα; Τι επιβάλει οι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις και τα ζητήματα χωροθέτησης να κρατούν χρόνια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του πρώτου FSRU, το οποίο άνοιξε το χορό, αυτό της Gastrade στην Αλεξανδρούπολη;
Η απάντηση βρίσκεται στην πολύ διαφορετική αντίληψη που διέπει την έννοια του κατ’ επείγοντος στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες.
Στην Γερμανία, για παράδειγμα, ο κίνδυνος ενός ολικού μπλακ άουτ το 2022, επέβαλε μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση. Οι αποφάσεις ελήφθησαν κεντρικά. Η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν περίμενε πχ η Uniper να ψάξει στην αγορά να βρει διαθέσιμο FSRU. Ούτε να βρει ο ιδιώτης την τοποθεσία εγκατάστασης. Αλλά ήταν το ίδιο το γερμανικό κράτος που έβαλε τα χρήματα, εκείνο αγόρασε τα FSRU, κανόνισε με διαδικασία εξπρές και το αδειοδοτικό σκέλος και παρέδωσε έτοιμα για χρήση τα πλωτά τερματικά, στους εμπορικούς τους λειτουργούς. Δεν άφησε όλη αυτή την διαδικασία στα χέρια ιδιωτών, οι οποίοι με τη σειρά τους θα έπρεπε να τα βγάλουν πέρα απέναντι στην περιβαλλοντική νομοθεσία, δημοτικά συμβούλια και αντιδράσεις κάθε είδους. Στην ίδια ταχεία λογική, το γερμανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε ποσά 9 δισ. ευρώ για νέα FSRU μεταξύ 2022-2038.
Δόθηκαν περιβαλλοντικές εξαιρέσεις και κάθε είδους διευκολύνσεις για να κατασκευαστούν και να παραδοθούν όλα αυτά. Κάπως αντίστοιχα έγιναν τα πράγματα και στην Ιταλία, με το κράτος να καλεί την Snam, τον ιταλικό ΔΕΣΦΑ, να τον εντέλει να βρει και θέσει σε λειτουργία δύο FSRU, όπως και έγινε, επίσης σε χρόνο -ρεκόρ. Συνολικά στην Ιταλία έχει προγραμματιστεί να λειτουργήσουν τέσσερις πλωτοί σταθμοί επαναεριοποίησης LNG.
Το προβληματικό δίκτυο υψηλής πίεσης
Και στην Ελλάδα; Καταρχήν, όταν το 2010 τέθηκε για πρώτη φορά στο τραπέζι η υπόθεση FSRU, ουδείς στο Δημόσιο γνώριζε τι ακριβώς είναι αυτό. Η εμπειρία ήταν ανύπαρκτη, η νομοθεσία ελλιπής και η πολιτική βούληση όχι ιδιαίτερα ζεστή. Κυρίως όμως υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα, αμιγώς τεχνικό. Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως Γερμανία και Ιταλία, το ελληνικό δίκτυο υψηλής πίεσης δυσκολεύεται να σηκώσει τα FSRU.
Εδώ, το σύστημα δεν μπορεί να υποστηρίξει τέτοια έργα. Χαρακτηριστική περίπτωση η ενδιάμεση λύση στην οποία αναγκάστηκε να καταφύγει ο όμιλος Κοπελούζου, προκειμένου να «κουμπώσει» το FSRU της Αλεξανδρούπολης με τον αγωγό IGB.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της δημόσιας αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει τι τελευταίες ημέρες μεταξύ Motor Oil και ΔΕΣΦΑ. Ο όμιλος Βαρδινογιάννη εκφράζει έντονες ενστάσεις για τον σχεδιασμό από τον ΔΕΣΦΑ δύο έργων άμεσα συνδεδεμένων με τη λειτουργία της του FSRU της Διώρυγα Gas στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας.
«Αφήστε μας να αναθέσουμε σε κατασκευαστική εταιρεία του ομίλου τα έργα διπλασιασμού της δυναμικότητας του αγωγού φυσικού αερίου Πάτημα-Λιβαδειά και του μετρητικού-ρυθμιστικού σταθμού σύνδεσης του FSRU Διώρυγα ώστε να μειώσουμε το κόστος και το χρόνο κατασκευής τους», επισημαίνει η Motor Oil με επιστολή της προς τον Διαχειριστή.
Πρόκειται για τον νέο αγωγό φυσικού αερίου του Διαχειριστή, από τα Μέγαρα έως τη Λειβαδιά, μήκους 100 χλμ. και για τον Μετρητικό και Ρυθμιστικό Σταθμό. Αμφότερα προορίζονται για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας του FSRU της θυγατρικής Διώρυγα Gas, στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας.