του Αλέξανδρου Μπαρότσι
Ηρωική έξοδο ετοιμάζεται να κάνει η Ελλάδα από τον λιγνίτη, ρίχνοντας στη μάχη μια υπερσύγχρονη μονάδα. Το παράδοξο, από τη μια η χώρα να έχει μπει στην εποχή της πράσινης μετάβασης και από την άλλη να εντάσσει στο δυναμικό της το μεγαλύτερο λιγνιτικό σταθμό που έχει ποτέ λειτουργήσει, την «Πτολεμαΐδα V» αποτυπώνει και τις δυσκολίες να κόψουμε τις γέφυρες με το γκρίζο μας παρελθόν.
Η έναρξη λειτουργίας ωστόσο της μονάδας των 616 MW, την οποία επισκέπτεται σήμερα ο Πρωθυπουργός, λειτουργεί παραπλανητικά σε όσους νομίζουν ότι ο άνθρακας έχει πάρει παράταση.
Το δείχνει το ίδιο το γεγονός ότι το εργοστάσιο, παρ' ότι θα δουλέψει με το πάλαι ποτέ εθνικό μας καύσιμο μέχρι το 2028, μετά θα αποσυρθεί για να ξαναεμφανισθεί από το 2031 ως μονάδα φυσικού αερίου.
Ο Πούτιν μπορεί να ανέστησε τον άνθρακα και κάποια παλιά πυρηνικά στην Ευρώπη, ωστόσο πρόκειται για κάτι το εντελώς παροδικό. Τα κόστη παραμένουν απαγορευτικά. Ακόμη και μέσα στην καρδιά της ενεργειακής κρίσης, ο λιγνίτης μόνο για κάποιες ημέρες είχε φτάσει να είναι φθηνότερος από το φυσικό αέριο. Κι αυτό, καθώς η παραγωγή του επιβαρύνεται με έως και τρεις φορές υψηλότερο κόστος CO2 από ό,τι οι μονάδες αερίου.
Η περίπτωση της νέας μονάδας είναι η πλέον εμβληματική του τέλους εποχής για το καύσιμο που έχει συνδέσει την ύπαρξή του με τις τοπικές κοινωνίες από τη δεκαετία του 1960.
Η χώρα, με επίκεντρο τη Βόρεια Ελλάδα, είχε φτάσει να έχει κάποτε 14 και πλέον μονάδες λιγνίτη. Από τις πολύ παλαιές «Πτολεμαΐδα I, ΙΙΙ και IV», κατασκευής του 1959, που μαζί με την «ΛΙΠΤΟΛ» έχουν κλείσει εδώ και πάνω από δεκαετία, μέχρι τα τέσσερα φουγάρα της «Καρδιάς» και εκείνο στο «Αμύνταιο», τα οποία έσβησαν πριν από μερικά χρόνια και τις πέντε πιο σύγχρονες, που παραμένουν ακόμη ζωντανές. Δηλαδή τη «Μελίτη Ι» στη Φλώρινα και τις τέσσερις του «Αγίου Δημητρίου» στην Κοζάνη. Σε αυτές τις πέντε μονάδες, που μετρούν σχεδόν μια εικοσαετία ζωής, προστίθεται τις ημέρες αυτές η «Πτολεμαΐδα V», η οποία μπαίνει σε πλήρη εμπορική λειτουργία από τον Απρίλιο.
Όταν το 2010 ελήφθη η οριστική απόφαση για την κατασκευή της, το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων ήταν στα 5,9 ευρώ ο τόνος. Σήμερα βρίσκεται στα 92 ευρώ. Σημειώνεται ότι η ανταγωνιστικότητα της νέας μονάδας περιορίζεται όχι μόνο εξαιτίας του υψηλού κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων αλλά και από το γεγονός ότι από το 2019 έχει τεθεί σε ισχύ ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού. Βάσει αυτού απαγορεύεται η συμμετοχή νέων μονάδων άνθρακα σε σχήματα επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων, που ούτως ή άλλως ακόμη και για τις παλιές μονάδες θα πάψουν να χορηγούνται μετά το καλοκαίρι του 2025.
Κόστη, μέγιστη απόδοση, θερμογόνος δύναμη
Στο αμιγώς τεχνικό σκέλος, το κόστος της επένδυσης ανήλθε στα 1,5 δισ. ευρώ, η μονάδα έχει μέγιστη απόδοση τα 660 MW, μπορεί να παράγει 4.620 GWh το χρόνο και έχει προδιαγραφές για καύσιμο, με θερμογόνο δύναμη μεταξύ 1.100-1.350 kcal/kg. Δηλαδή όση και του λιγνίτη που εξορύσσεται από τα ορυχεία του Νότιου Πεδίου. Είναι μια από τις πλέον σύγχρονες μονάδες λιγνίτη και ως εκ τούτου επιβαρύνει λιγότερο το περιβάλλον καθώς έχει χαμηλές εκπομπές διοξειδίου.
Η μονάδα έχει ήδη ξεκινήσει να λειτουργεί και συμμετέχει στον ημερήσιο προγραμματισμό των μονάδων που διενεργεί καθημερινά ο ΑΔΜΗΕ. Στη διάρκεια της κακοκαιρίας Barbara, η μονάδα έφτασε να λειτουργεί έως και στο 100% της δυναμικότητάς της συνεισφέροντας στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, παρότι παραμένει σε δοκιμαστική λειτουργία. Σήμερα η αυλή της έχει συσσωρευμένους γύρω στους 350.000 τόνους λιγνίτη.
Συνολικά, οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξασφάλισης ενεργειακής επάρκειας της χώρας, έχουν καταφέρει να μαζέψουν, κοντά στα 3,1 - 3,2 εκατομμύρια τόνους καυσίμου στις αυλές. Τις τελευταίες εβδομάδες, οι καιρικές συνθήκες επέβαλαν τη λειτουργία τεσσάρων εξ αυτών και μάλιστα στο φουλ, (Μεγαλόπολη 4, Μελίτη και Αγ Δημήτριος 3,4).
Η επόμενη ημέρα
Το τέλος της εποχής του λιγνίτη ξεκίνησε να γράφεται πριν από μια δεκαετία. Επί πολλά χρόνια, η Ελλάδα επιχειρούσε να διασώσει τη λιγνιτική της ηλεκτροπαραγωγή, παίρνοντας παρατάσεις και ερχόμενη σε αντίθεση με τις Βρυξέλλες. Ευρωπαϊκές πολιτικές και πιέσεις της αγοράς, άλλοτε ανέκοπταν και άλλοτε ευνοούσαν τις προσπάθειες. Ελλάδα και Πολωνία ήταν οι δύο χώρες που επιχειρούσαν με τον πιο δυναμικό τρόπο να προστατεύσουν τη λιγνιτική τους ηλεκτροπαραγωγή απέναντι στα μέτρα που ήθελε να επιβάλει η ΕΕ, κερδίζοντας χρόνο ζωής για τις μονάδες τους.
Σήμερα, καθ’ οδόν στην εποχή της καθαρής ενέργειας, το ερώτημα παντού στην Ευρώπη είναι το ίδιο: Πόσο θα κοστίσει η μετάβαση; Πόσο ήπια θα είναι; Τι μέριμνα έχουν λάβει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τις θέσεις εργασίας και την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας; Η αλήθεια είναι ότι τα άλυτα προβλήματα είναι ακόμη πολλά.
Η μετάβαση ωστόσο δεν είναι αδύνατη. Το βιώνουν από τα μέσα της δεκαετίες του 2010, οι Γερμανοί στη Κάτω Σιλεσία, η οποία έχει αρχίσει να γίνεται τόπος έλξης τουριστών. Επίσης στην Βόρεια Τσεχία, το λιγνιτωρυχείο στην πόλη Καμπαρόβιτσε, ονομάζεται πλέον… Λίμνη Μιλάντα. Η έκταση του παλιού λιγνιτωρυχείου έχει μετατραπεί σε λίμνη, στις όχθες της οποίας κτίζονται πλέον κατοικίες και αναπτύσσονται δραστηριότητες αναψυχής.
Και στην Δυτική Μακεδονία, ποια θα είναι η επόμενη μέρα; Θερμοκοιτίδες καινοτόμων επιχειρήσεων, ψηφιοποίηση, μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα, μεταξύ των οποίων το μεγαλύτερο στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, ισχύος 550 MW, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα και υδρογόνο, συνθέτουν το αύριο της περιοχής, σύμφωνα με το Αναπτυξιακό Σχέδιο, στο οποίο αναφέρθηκε χθες από τη Κοζάνη ο Πρωθυπουργός.
Εφόσον υλοποιηθούν τα έργα που αυτό περιγράφει, την επόμενη 20ετία η Δ. Μακεδονία, δεν θα έχει καμία σχέση με τη σημερινή της εικόνα. Στον ενεργειακό κατάλογο, ξεχωρίζουν τα mega φωτοβολταϊκά της ΔΕΗ ισχύος 2,5 GW που έχουν ήδη ξεκινήσει να αναπτύσσονται στα εγκαταλελειμμένα ορυχεία, και ο αγωγός φυσικού αερίου υψηλής πίεσης προς τη Δυτική Μακεδονία. Επίσης, η αντικατάσταση με φυσικό αέριο υφιστάμενων συστημάτων θέρμανσης που χρησιμοποιούν πετρέλαιο και άλλα καύσιμα στη Φλώρινα, η τηλεθέρμανση της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και του Αμύνταιου.
Στα δίκτυα και τς υποδομές μόνο, το χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνει 107 έργα κόστους 943 εκατομμυρίων ευρώ, με κατασκευή δρόμων και σιδηροδρομικών αξόνων για τη διασύνδεση της Δ. Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Στο σχέδιο έχουν ενταχθεί, μεταξύ άλλων, το τμήμα Τρίκαλα – Εγνατία του αυτοκινητόδρομου Ε65 και ο ανισόπεδος κόμβος της Δεσκάτης, η νέα Επαρχιακή Οδός Καστοριάς – Πτολεμαΐδας, που περιλαμβάνει τη Σήραγγα Κλεισούρας, η κάθετη σύνδεση της Φλώρινας με την Εγνατία Οδό, καθώς και νέα σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Καλαμπάκας και Κοζάνης.
Στο μέτωπο της αγροτικής παραγωγής, το σχέδιο μετρά 74 έργα συνολικού προϋπολογισμού 740,5 εκατ. ευρώ, με στόχο τη διεύρυνση των αρδευόμενων εκτάσεων, μέσα από σειρά υποδομών. Τέτοια είναι η ολοκλήρωση του φράγματος του Νεστορίου για την άρδευση 75.000 στρεμμάτων, η περάτωση των αρδευτικών δικτύων της Τριανταφυλλιάς για την αξιοποίηση έκτασης 18.000 στρεμμάτων και η ύδρευση της Φλώρινας από το ομώνυμο φράγμα.