Το ενεργειακό κόστος που άρχισε να επηρεάζει με σχετική χρονική υστέρηση τις τελικές τιμές των προϊόντων, οι συνεχιζόμενες ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και υλικά συσκευασίας, αλλά και η λειτουργία του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά είναι οι βασικοί παράγοντες που ο πληθωρισμός των τροφίμων είναι διπλάσιος από τον γενικό δείκτη τιμών
«Το κόστος της γυάλινης φιάλης είναι ακόμη και 100% πάνω σε σύγκριση με πέρυσι», δήλωσε χθες στο περιθώριο εκδήλωσης για το Σήμα Επισκέψιμων Ζυθοποιείων ο κ. Σοφοκλής Παναγιώτου, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης Ζυθοποιών και επικεφαλής της μικροζυθοποιίας Septem. «Οι εταιρείες σε αρκετές κατηγορίες ανακοινώνουν τις τιμές στις αρχές της χρονιάς. Εμείς δουλεύουμε με τον ίδιο τιμοκατάλογο από τις 15 Φεβρουαρίου 2022, οπότε δεν έχει ενσωματωθεί καμία από τις αυξήσεις στο κόστος που προέκυψαν μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022», πρόσθεσε.
Τι είπε στην πραγματικότητα ο κ. Παναγιώτου; Πρώτον, ότι οι τιμές στις πρώτες και κυρίως στις δεύτερες ύλες (όπως είναι τα υλικά συσκευασίας, είτε πρόκειται για γυαλί, είτε για πλαστικό, είτε για χαρτί) δεν έχουν υποχωρήσει και, δεύτερον, ότι υπάρχει μια χρονική υστέρηση στη μετακύλιση της αύξησης του κόστους παραγωγής στις τιμές καταναλωτή. Ενδεικτικό είναι ένα άλλο παράδειγμα: Στις τιμές παραγωγού στα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας δεν έχει ενσωματωθεί σχεδόν καμία από τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής που ξεκίνησαν από τα τέλη του 2021 και αναμένεται να ενσωματωθούν φέτος –σημειωτέον ότι το κόστος αυξήθηκε κατά 25%– για τον απλούστατο λόγο ότι ο κύκλος ανάπτυξης των ψαριών είναι 18 μήνες.
Και εάν νομίζετε ότι η χρονική υστέρηση στη μετακύλιση των ανατιμήσεων στις τιμές καταναλωτή ισχύει μόνο για τις μικρές επιχειρήσεις, κάνετε λάθος. Στην ίδια εκδήλωση ο Αλέξανδρος Δανιηλίδης, διευθύνων σύμβουλος της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, θυγατρικής του πολυεθνικού κολοσσού στην μπίρα, Heineken, αποκάλυψε ότι πέρυσι η εταιρεία προχώρησε σε ανατιμήσεις της τάξεως του 6% και φέτος σε μεγαλύτερες ανατιμήσεις της τάξεως του 9%. Να σημειωθεί, εξάλλου, ότι την Τρίτη η διοίκηση της Coca-Cola 3E προειδοποίησε για ανατιμήσεις το 2023 δεδομένου ότι εκτιμά πως το κόστος των πωληθένων ανά κιβώτιο θα αυξηθεί ανά κιβώτιο κατά 10%-13%. Σε ανατιμήσεις έχει προχωρήσει ήδη και η Mondelez (ιδιοκτήτρια πλέον της Chipita), με τη διοίκησή της να μη βλέπει ακόμη σημάδια αποκλιμάκωσης του κόστους, ενώ συνέχιση των ανατιμήσεων ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα και η Unilever, με τον οικονομικό διευθυντή της να επισημαίνει ότι οι ανατιμήσεις έχουν καλύψει μόνο το 75% της επιβάρυνσης του κόστους παραγωγής και ότι για να επανέλθουν στα προ πολέμου επίπεδα τα περιθώρια κέρδους, θα πρέπει οι ανατιμήσεις να υπερκαλύψουν τις αυξήσεις στο κόστος.
Ο τρίτος λόγος που διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι τιμές των τροφίμων είναι το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, γεγονός που διαχρονικά δεν ευνοεί τον ανταγωνισμό στις τιμές.
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος που επισημαίνεται από τους αναλυτές τής εν λόγω αγοράς που μίλησαν στην «Καθημερινή»: Η στροφή των καταναλωτών προς τις προσφορές, ακόμη και τις προσφορές του «καλαθιού του νοικοκυριού», οδηγούν τους προμηθευτές στην πρόβλεψη μεγαλύτερων περιθωρίων κέρδους, πάντα βεβαίως υπό τους περιορισμούς που θέτει η γνωστή ρύθμιση περί αισχροκέρδειας, προκαλώντας στην ουσία έναν φαύλο κύκλο ακρίβειας.
Με βάση τις εκτιμήσεις της αγοράς, αλλά όπως γίνεται αντιληπτό και από τα παραπάνω, ο πληθωρισμός των τροφίμων θα διατηρηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου. Ακόμη και αν καταγραφεί χαμηλότερος πληθωρισμός στα τρόφιμα από τον επόμενο μήνα, είναι πιθανό αυτό να οφείλεται περισσότερο στη λεγόμενη «επίδραση βάσης» (base effect), στο γεγονός δηλαδή ότι η σύγκριση θα γίνεται με περιόδους που ήδη είχαν σημειωθεί μεγάλες ανατιμήσεις, όπως ήταν η περίοδος από τον Μάρτιο του 2022 κι έπειτα.
Διεθνές πρόβλημα η ακρίβεια σε είδη διατροφής
Σε πονοκέφαλο για τις Αρχές και μάστιγα για τους καταναλωτές σε Ευρώπη και Αμερική εξελίσσονται πλέον οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και των ειδών πρώτης ανάγκης που όχι μόνο υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, αλλά ενίοτε καθιστούν απρόσιτα ορισμένα βασικά είδη διατροφής. Σε Γαλλία και Βρετανία υπάρχουν πιέσεις κυρίως προς τα μεγάλα σούπερ μάρκετ για τη θέσπιση μέτρων αντίστοιχων με το «καλάθι του νοικοκυριού» που προώθησε η ελληνική κυβέρνηση.
Τα νοικοκυριά στη Βρετανία καταβάλλουν επιπλέον 788 στερλίνες τον χρόνο για την αγορά τροφίμων. Φωτ. EPA
Σχετικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας The Guardian αναφέρεται στο πολυτελέστερο σούπερ μάρκετ της Βρετανίας, το Waitrose, που αν και απευθύνεται σε υψηλά εισοδηματικά στρώματα πήρε την πρωτοβουλία να προσφέρει από χθες περίπου το 1/3 των προϊόντων του με μειωμένες τιμές. Πρόκειται για μεγάλο αριθμό προϊόντων, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται ο καφές, τα καρότα και το βούτυρο. Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, ακόμη και η πελατεία του Waitrose δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στην ακρίβεια των τροφίμων. Το Waitrose ανακοίνωσε, έτσι, ότι από χθες και μετά οι τιμές θα περιοριστούν κατά 14% κατά μέσον όρο, αλλά στο 25% των ειδών θα μειωθούν κατά 20%. Υπολογίζει πως το μέτρο θα του κοστίσει 100 εκατ. στερλίνες. Η ανακοίνωση έπεται των στοιχείων που δόθηκαν στη δημοσιότητα και φέρουν τις τιμές των τροφίμων να έχουν σημειώσει νέο άλμα 16,7% τις τέσσερις εβδομάδες μέχρι τις 22 Ιανουαρίου. Και όπως τονίζει ο Guardian, οι βρετανικές οικογένειες καταβάλλουν επιπλέον 788 στερλίνες τον χρόνο για την αγορά τροφίμων.
Στην αρχή της εβδομάδας, άλλωστε, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μέρ κάλεσε τους εμπόρους λιανικής να βοηθήσουν τους καταναλωτές να αντεπεξέλθουν στις υψηλές τιμές. «Η άνοδος των τιμών των τροφίμων αποτελεί μείζονα πηγή ανησυχίας και πρέπει ο καθένας να συνδράμει στην αντιμετώπιση του προβλήματος», τόνισε μιλώντας στον γαλλικό τηλεοπτικό σταθμό RTL και προσέθεσε πως «το κράτος πρέπει να αναλάβει αυτό που του αναλογεί αλλά και οι έμποροι λιανικής να κάνουν κάτι παραπάνω». Κι ενώ οι μεγάλες αλυσίδες, όπως οι Carrefour και Casino, δεν έχουν δείξει έως τώρα προθυμία να ανταποκριθούν στην έκκληση της κυβέρνησης, μικρότερες αλυσίδες, όπως οι εκπτωτικές Lidl και Systeme U, παρουσίασαν προσφάτως δική τους πρωτοβουλία με 150 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία και προτείνουν στους καταναλωτές για να αγοράσουν σε χαμηλότερες τιμές. Αλλες, όπως η Auchan, παρουσίασαν δικές τους προτάσεις και υποστήριξαν πως τα μέτρα του είδους πρέπει να επικεντρωθούν στις τιμές των σημαντικότερων προϊόντων, όπως είναι το κρέας, τα ψάρια, τα φρούτα και τα λαχανικά.
Οι υψηλές τιμές των τροφίμων πλήττουν, παράλληλα, μεγάλα τμήμα του πληθυσμού στις ΗΠΑ, ενώ γίνονται απαγορευτικές για τα χαμηλότερα εισοδήματα με ετήσια έσοδα 50.000 δολάρια. Σχετικό ρεπορτάζ των New York Times τονίζει πως σε όλη τη χώρα οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων τόσο στα καταστήματα όσο και στα εστιατόρια έχουν αναγκάσει πολλούς Αμερικανούς, και ειδικότερα πολλούς άνω των 65 ετών, να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες. Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν 10% στη διάρκεια του περασμένου έτους και αναμένεται να αυξηθούν κατά ακόμη 7% φέτος. Οπως τονίζει η αμερικανική εφημερίδα, τα αυγά, που άλλοτε είχαν μια θέση στο καθημερινό τραπέζι των Αμερικανών, έχουν γίνει πανάκριβα καθώς κοστίζουν κατά μέσον όρο 4,25 δολάρια η δωδεκάδα, όταν ένα χρόνο πριν κόστιζαν μόνο 1,78 δολάριο.
Πηγή: kathimerini.gr