της Μαρίας Αδαμίδου,
Όταν οι μετεωρολόγοι αρχίζουν να… ξεμένουν από ονόματα για να βαφτίσουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλήττουν σε -πολύ- τακτά χρονικά διαστήματα τόσο τη χώρα μας όσο και κάθε γωνιά του πλανήτη, η κλιματική αλλαγή παύει να μοιάζει κάτι που αφορά το μακρινό μέλλον και κάποιους πολύ μακρινούς απογόνους.
Η δράση κατά της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο, με τον ενεργειακό τομέα να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο: είτε ως θύτης, που καλείται να αναγνωρίσει το μερίδιο ευθύνης του στην επιβάρυνση της κατάστασης και να αναλάβει πρωτοβουλίες για να την αντιστρέψει, είτε ως αρμόδιος για την εφαρμογή όλων εκείνων των καινοτομιών που θα φέρει τη βιώσιμη ενεργειακή τροφοδοσία της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η ταχύτητα με την οποία κινούνται τόσο οι θεσμοί όσο και η αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο, και προς τις δύο κατευθύνσεις κρίνεται κάθε άλλο από ικανοποιητική, ειδικά στο πρώτο της σκέλος, αυτό της ανάληψης ευθύνης- και όχι μόνο από τον ενεργειακό τομέα.
Το κενό που ..καλύπτουν οι δικαστικές προσφυγές
Δημιουργείται, λοιπόν, ένα κενό, το οποίο φαίνεται ότι επιχειρείται να καλυφθεί με τις δικαστικές προσφυγές εναντίον μεγάλων ρυπαντών, είτε από μη-κυβερνητικές οργανώσεις είτε από κυβερνήσεις, ακόμη και ιδιώτες. Σύμφωνα με την έκθεση του Grantham Research Institute on Climate Change, η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη Πέμπτη, οι προσφυγές κατά των ισχυρισμών διαφόρων εταιρειών για τη συνεισφορά τους στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχουν φτάσει σήμερα τις 2.341. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται εμβληματικές δίκες, όπως αυτή ενός Περουβιανού αγρότη εναντίον της RWE, αλλά και των περιβαλλοντικών οργανώσεων κατά των Equinor&BP για την εξόρυξη πετρελαίου στα ανοιχτά της Νορβηγίας.
Πολλές από τις χιλιάδες αυτές προσφυγές πιθανότατα θα καταλήξουν στον κάλαθο των αχρήστων ή σε συμβιβασμό. Ωστόσο, και μόνο ο όγκος των υποθέσεων που αντιμετωπίζουν οι μεγάλοι ρυπαντές για τον ρόλο τους στην κλιματική αλλαγή προκαλεί σημαντικές ανακατατάξεις.
Η έρευνα του Ινστιτούτου, που ανήκει στο London School of Economics, διαπίστωσε ότι υπάρχει άμεση διασύνδεση των προσφυγών που δέχεται μια εταιρεία με την αξία της μετοχής της. Αυτή τη στιγμή ο αντίκτυπος δεν είναι τόσο σημαντικός, καθώς μειώνει την αξία μιας επιχείρησης μόνο κατά 0,41% κατά μέσο όρο. Αποκαλύπτει, ωστόσο, μια τάση και παράλληλα επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι η υιοθέτηση ή μη των δεικτών ESG παίζει ρόλο και στη συνολική αξία μια εταιρείας, όχι μόνο από πλευράς κύρους και εικόνας, αλλά και στα «σκληρά» νούμερα και οικονομικά δεδομένα.
Αγορά προσφυγών
Ταυτόχρονα διαμορφώνεται μια κατάσταση που ίσως πρέπει να προκαλέσει προβληματισμό. Από τη μια κινούνται νομικά εναντίον των ρυπαντών οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι ιδιώτες αλλά κυβερνήσεις ή δήμοι (όπως πχ του Παρισιού και της Νέας Υόρκης που στράφηκαν πέρυσι κατά της TotalEnergies). Στόχος είναι να κινητοποιήσουν μεμονωμένα ή απλά με τον όγκο των προσφυγών τη συντονισμένη, θεσμική ανάληψη δράσης και την επίσπευση νομοθετικών πρωτοβουλιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Από την άλλη, βλέπουμε μεγάλα Funds ή δικηγορικά γραφεία να δημιουργούν μια «αγορά» κλιματικών προσφυγών, στηρίζοντας επιλεκτικά υποθέσεις που εκτιμούν ότι θα αποφέρουν έσοδα. Ήδη έχουν αρχίσει κάποιες διαμαρτυρίες για τη σύσταση «επαγγελματιών» της κλιματικής κινητοποίησης.
Οι δύο πλευρές, ενδεχομένως συναντώνται-κάθε δικαστικός αγώνας απαιτεί χρηματοδότηση, ειδικά εναντίον κολοσσών όπως η RWE για παράδειγμα, μια δίκη που αναμένεται να κρατήσει αρκετά χρόνια. Η επίτευξη του πρωταρχικού στόχου, όμως, δηλαδή η ουσιαστική δράση κατά της κλιματικής αλλαγής από το σύνολο των εμπλεκομένων, θα κριθεί εκ του αποτελέσματος.