Του Γιάννη Παπαδογιάννη
Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, πέραν της δραματικής υπενθύμισης της ανικανότητας και της ακραίας ανευθυνότητας της κρατικής μηχανής, αναδεικνύει μια ακόμα, εν πολλοίς αθέατη, διάσταση: την αποτυχία των ιδιωτικοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα.
Κρίσιμες εθνικές υποδομές, όπως η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων, αλλά και πολλές άλλες, έγιναν άρον άρον, χωρίς κανέναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, από ένα αλαφιασμένο πολιτικό προσωπικό που προσπαθούσε να διαχειριστεί την χρεοκοπία και να «πιάσει» τους στόχους των μνημονίων. Από την άλλη πλευρά οι εκπρόσωποι των δανειστών, επαγγελματίες γραφειοκράτες που αδιαφορούσαν για τη μεγάλη εικόνα, άσκησαν μεγάλες πιέσεις για την υλοποίηση ιδιωτικοποιήσεων που μόνο τυπική αξία είχαν. Οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες στάθηκαν ανένδοτοι, παρά την απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος, στην υλοποίηση ιδιωτικοποιήσεων σε προκλητικά χαμηλές τιμές αδιαφορώντας για τις πραγματικές μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, τους φορολογούμενους αλλά και στους Ευρωπαίους φορολογούμενους που με τα χρήματά τους διασώθηκε η Ελλάδα.
Κάπως έτσι πραγματοποιήθηκε και η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Το μονοπώλιο της λειτουργίας και εκμετάλλευσης όλων των σιδηροδρομικών μεταφορών της χώρας πέρασε τον Ιανουάριο του 2017 στην ιταλική Ferrovie dello Stato Italiane Group (FSI), εταιρία υπό τον έλεγχο του ιταλικού κράτους, έναντι μόλις 50 εκατ. ευρώ. Μόνο με μια λογική «δημιουργικής ασάφειας» αλά Βαρουφάκη στο μυαλό των Ευρωπαίων γραφειοκρατών μπορεί να δικαιολογηθεί ότι λογίζεται ως ιδιωτικοποίηση η πώληση μιας κρατικής εταιρίας σε μια άλλη κρατική εταιρία.
Και δεν είναι η μόνη: το Λιμάνι του Πειραιά, ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια της Ευρώπης, πέρασε στον απόλυτο έλεγχο κρατικής κινεζικής εταιρίας το 2017, οι τράπεζες σε hedge funds, η Εθνική Ασφαλιστική πέρασε σχεδόν με… επιδότηση στο CVC και κρίσιμες ενεργειακές υποδομές όπως η ΔΕΣΦΑ πέρασαν σε επενδυτές που σχεδόν… εισέπραξαν περισσότερα από όσα πλήρωσαν για την εξαγορά. Την ίδια ώρα φαίνεται ότι η βασική αγωνία των Ιταλών της ΔΕΠΑ Υποδομών, μια πιο πρόσφατη ιδιωτικοποίηση, είναι πως θα περιορίσουν τις επενδύσεις που θα κάνουν προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τις αποδόσεις τους.
Το τίμημα του πελατειακού κράτους
Η διαχειριστική μυωπία των Ευρωπαίων γραφειοκρατών δεν αποτελεί όμως παρά την τελευταία πράξη του δράματος, καθώς, ποτέ η χώρα δεν θα βρίσκονταν σε αυτή τη θέση αν το πολιτικό προσωπικό δεν είχε οδηγήσει την Ελλάδα σε χρεοκοπία και τις κρατικές εταιρίες σε τόσο ακραία απαξίωση ώστε το να πουληθούν όσο όσο και οπουδήποτε, για να μην διοικούνται από Έλληνες, να θεωρείται μεταρρύθμιση! Κάπως έτσι έγιναν τελικά οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται ότι το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ είχε αποδεχθεί την απαίτηση των δανειστών για τον αποκλεισμό, στην ουσία, Ελλήνων στελεχών από τα ΔΣ των τραπεζών.
Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και αργότερα η υιοθέτηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ για την ένταξη στο ευρώ περιείχε συγκεκριμένες υποχρεώσεις στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, της μείωσης του κρατικού ελέγχου, της απελευθέρωσης και του ανοίγματος των αγορών στον ανταγωνισμό.
Τίποτα από αυτά δεν έγινε βάσει σχεδίου, παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή επιλογή αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της χώρας, που υιοθετήθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων. Το πολιτικό προσωπικό και οι ηγεσίες δεν έκαναν το παραμικρό για να προετοιμάσουν τη χώρα για τη μεγάλη αυτή πρόκληση. Το αντίθετο. Σημειώνεται ότι η υιοθέτηση της συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, για την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την υιοθέτηση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, υπερψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία και τον Συνασπισμό.
Η χώρα όμως κινήθηκε σταθερά εκτός ρεύματος και χωρίς σχέδιο και όραμα. Τη δεκαετία του 1970, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προχώρησε σε εκτεταμένες κρατικοποιήσεις και κατηγορήθηκε για «σοσιαλμανία».
Τη δεκαετία του '80, ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε μια νέα διάσταση στη “σοσιαλμανία”, καθώς στον ήδη εκτεταμένο, ευρύτερο δημόσιο τομέα πρόσθεσε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες κρατικοποιήθηκαν για να διασωθούν, οι διαβόητες προβληματικές, που εξακολουθούν να προκαλούν μέχρι σήμερα «πονοκεφάλους» στις κυβερνήσεις -μόλις τώρα, για παράδειγμα, ολοκληρώνεται η ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ του Μποδοσάκη
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιδόθηκε –ειδικά την περίοδο 1981-1985- σε μια ύστατη προσπάθεια «οικονομικής αντίστασης», πετυχαίνοντας μια σειρά εξαιρέσεων (συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγικών επιδοτήσεων) που καθυστέρησαν την εφαρμογή των μέτρων άρσης του προστατευτισμού. Όμως ο κερδισμένος χρόνος σπαταλήθηκε άσκοπα και καμία ουσιαστική προετοιμασία δεν έγινε για τον τόσο απαραίτητο οικονομικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Οι ΔΕΚΟ της δεκαετίας του '80 έγιναν κατ' εξοχήν μηχανισμοί εξυπηρέτησης της πελατειακής πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος, απορροφώντας τεράστιο αριθμό εργαζομένων - ψηφοφόρων, οι συνδικαλιστές συνδιοικούσαν, ενώ οι πολιτικά ευνοούμενες επιχειρήσεις αναλάμβαναν με αδιαφανείς όρους δουλειές των ΔΕΚΟ και ορισμένες εξ αυτών έφτασαν να αναδειχτούν ως «εθνικοί προμηθευτές».
Οι προσπάθεια ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, με ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση αγορών, που επιχείρησε αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανακόπηκε μετά τις σφοδρές αντιδράσεις των συνδικάτων του Δημοσίου, οικονομικών συμφερόντων, των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και της ίδιας της Νέας Δημοκρατίας και του πελατειακού δικτύου που είχε αναπτύξει.
Στη συνέχεια της δεκαετία του 2000 ο Κώστας Σημίτης, για να αποφύγει τις συγκρούσεις, επέλεξε την ανώδυνη λύση των μετοχοποιήσεων, με την εισαγωγή μετοχών ΔΕΚΟ στο Χρηματιστήριο χωρίς όμως να αλλάζουν πολλά στη λειτουργία και διοίκηση των επιχειρήσεων αυτών.
Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή επιχείρησε, υπό την πίεση και των σαρωτικών διεθνών εξελίξεων, σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις, όπως της Ολυμπιακής, του ΟΛΠ και του ΟΤΕ ωστόσο δεν εφάρμοσε ένα πραγματικά φιλόδοξο πρόγραμμα που θα αντιμετώπιζε οριστικά τη διογκωμένη παρουσία του κράτους στην οικονομία. Η επανίδρυση του κράτους έμεινε στα λόγια.
Βασικό εμπόδιο, όλα αυτά τα χρόνια, για την πραγματοποίηση ιδιωτικοποιήσεων ήταν η σφοδρή αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, συνδικαλιστικών και κοινωνικών φορέων όλοι σε άμεση σύνδεση με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Με λίγα λόγια τίποτα δεν έγινε βάσει ενός οράματος, ενός στρατηγικού σχεδίου με στόχο την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την προσέλκυση υψηλού επιπέδου επενδυτών προκειμένου μέσω επενδύσεων να αναβαθμίσουν τις υποδομές και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και της χώρας.
Το πολιτικό προσωπικό αφοσιώθηκε στη διατήρηση ενός κρατικοδίαιτου, αναποτελεσματικού και διεφθαρμένου συστήματος αγνοώντας την προειδοποίηση του Κώστα Σημίτη (ο οποίος επίσης απέφυγε τη σύγκρουση με το βαθύ κράτος): «Οι εξελίξεις είναι μη αναστρέψιμες. Η νοσταλγία μιας εποχής που μας είχε κάπως βολέψει όλους είναι μάταια. Δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουμε στη, μέσα σε εθνικά πλαίσια, ρυθμιζόμενη οικονομία».
Οι πολιτικές ηγεσίες επιχείρησαν κάτι το ακατόρθωτο: την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στο ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον και ταυτόχρονα τη διατήρηση ενός ανορθολογικού οικονομικού μοντέλου – των συντεχνιών, του προστατευτισμού, των κρατικών επιδοτήσεων, της διανομής κρατικών προμηθειών, της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης πελατειακών δικτύων.
Επρόκειτο για στόχους ασύμβατους μεταξύ τους, χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας. Η χρεοκοπία της χώρας ήταν θέμα χρόνου.
Οι ιδιωτικοποιήσεις της χρεοκοπίας και της συμφοράς
Η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα άλλαξε δραματικά τις συνθήκες, εντός των οποίων οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να μεταβιβάσουν κρατικές επιχειρηματικές οντότητες στον ιδιωτικό τομέα. Υπό την πίεση της χρεοκοπίας οι ιδιωτικοποιήσεις από αναπτυξιακή πολιτική μετατράπηκαν σε… τσόντα για την μείωση του χρέους και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών.
Η χρεοκοπία της χώρας το 2010 μετέτρεψε τις ιδιωτικοποιήσεις σε μνημονιακή απαίτηση των δανειστών μας, αρκετές έγιναν υπό πίεση και στις χειρότερες δυνατές οικονομικές συνθήκες, για να καταλήξουμε σε ιδιωτικοποιήσεις... της συμφοράς.
Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας μπήκε στο μικροσκόπιο των επίσημων πιστωτών της χώρας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των χωρών της ευρωζώνης. Το ΔΝΤ πολύ γρήγορα διαπίστωσε, μετά την έναρξη εφαρμογής του πρώτου μνημονίου, ότι «τα νούμερα δεν έβγαιναν» και αιφνιδιαστικά, σε μια συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα, ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να προωθήσει ιδιωτικοποιήσεις για να συγκεντρωθούν 50 δισ. ευρώ και να καλυφθούν τα κενά του οικονομικού προγράμματος. Κάπως έτσι, φθάσαμε στις... ιδιωτικοποιήσεις της χρεοκοπίας.
Η πρόβλεψη για τη συγκέντρωση εσόδων 50 δισ. ευρώ από πωλήσεις ελληνικών, κρατικών περιουσιακών στοιχείων ήταν ένας στόχος εντελώς ανεδαφικός ακόμη και για τις καλές εποχές της ελληνικής οικονομίας, πολύ περισσότερο όταν η χώρα βρισκόταν στο χείλος της απόλυτης χρεοκοπίας και της, όχι εντελώς απίθανης, εξόδου από την ευρωζώνη, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν. Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά ελάχιστα πέτυχαν στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, κάτι που ήταν αναμενόμενο με βάση την κοινή οικονομική λογική. Ελάχιστες ήταν οι επιτυχείς συναλλαγές, με σημαντικότερη για αυτή την περίοδο την πώληση του εξαιρετικά και διαχρονικά κερδοφόρου, ΟΠΑΠ.
Όταν τελείωσε η περιπέτεια της ηρωικής διαπραγμάτευσης Τσίπρα - Βαρουφάκη, οι Ευρωπαίοι πιστωτές επέβαλαν στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα που υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο να δεσμευτεί ότι θα υλοποιήσει πλήθος ιδιωτικοποιήσεων.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και μετά προσπάθησε να εφαρμόσει αυτή τη συμφωνία, χωρίς να έχει ειλικρινή ενθουσιασμό για τις ιδιωτικοποιήσεις και παίζοντας συνεχώς παιχνίδια καθυστερήσεων. Άλλωστε, ούτε οι Ευρωπαίοι περίμεναν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα εισέπραττε σοβαρά ποσά από ιδιωτικοποιήσεις, γι' αυτό και φρόντισαν να επιβάλουν ένα νέο σχήμα: οι σημαντικότερες ΔΕΚΟ, που δεν πρόκειται να πουληθούν, μεταφέρθηκαν στο Υπερταμείο και μετατράπηκαν σε εξασφάλιση για τα ευρωπαϊκά δάνεια.
Ωστόσο, ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις προχώρησαν και ολοκληρώθηκαν με εξαιρετικά δυσμενείς όρους για το ελληνικό Δημόσιο, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, ίσως, αυτές του Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου - ΔΕΣΦΑ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, όπου μια στρατηγικής σημασίας υποδομή και η εταιρεία που ασκεί το σιδηροδρομικό έργο στη χώρα πουλήθηκαν για μια... χούφτα ευρώ.
ΔΕΣΦΑ: Πως… πληρώσαμε τους αγοραστές
Στην περίπτωση του ΔΕΣΦΑ, η συμφωνία με την κοινοπραξία SENFLUGA Energy Infrastructure Holdings (μετέχουν η ιταλική Snam, η ισπανική Enagas και η βελγική Fluxys, ενώ αργότερα εισήλθε με 10% ο όμιλος Κοπελούζου) προβλήθηκε από τον τότε υπουργό Ενέργειας, Γιώργο Σταθάκη, ως μια «διαφορετική» αποκρατικοποίηση. Εννοούσε ότι ήταν μια «αριστερή» ιδιωτικοποίηση. Το τίμημα των 535 εκατ. ευρώ που συμφωνήθηκε φαινόταν, πράγματι, εντυπωσιακά υψηλό.
Όμως, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική: οι αγοραστές πήραν στα χέρια τους το εθνικό δίκτυο φυσικού αερίου χωρίς ουσιαστικά να φέρουν στη χώρα ούτε... ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος καλύφθηκε με ένα δεκαετές ομολογιακό δάνειο 350 εκατ. ευρώ από την Εθνική Τράπεζα.
Η κοινοπραξία SENFLUGA προσέφερε μετρητά μόλις 185 εκατ. ευρώ και απέκτησε τα δύο τρίτα των μετοχών μιας εταιρείας με ενεργητικό 1,5 δισ. ευρώ και καθαρή θέση 950 εκατ. ευρώ, στο τέλος του 2018. Τα καθαρά κέρδη χρήσης 2018 είχαν ανέλθει σε 73,45 εκατ. ευρώ, ενώ ο ΔΕΣΦΑ είχε στο ταμείο του 217,9 εκατ. ευρώ. Πριν συμπληρωθεί μια διετία από την αρχική συναλλαγή του 2018, οι αγοραστές πήραν πίσω από τον ΔΕΣΦΑ όλα τα μετρητά που είχαν δεσμεύσει, καθώς, ως βασικοί μέτοχοι πλέον, ενέκριναν επιστροφή κεφαλαίου ύψους 74,981 εκατ. ευρώ στους μετόχους, εκ των οποίων τα 50 εκατ. έλαβαν οι ίδιοι.
Νωρίτερα, δηλαδή με το κλείσιμο της χρήσης 2019, ο ΔΕΣΦΑ πλήρωσε στους μετόχους του ένα μεγάλο μέρισμα, συνολικού ύψους 186,818 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 123,3 εκατ. ευρώ κατέληξαν στην κοινοπραξία SENFLUGA. Έτσι, με την επιστροφή κεφαλαίου των 50 εκατ. ευρώ και το μέρισμα των 123,3 εκατ. ευρώ, μέσα σε ενάμιση χρόνο οι νέοι μέτοχοι πήραν πίσω 172,8 εκατ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν όλα τα μετρητά, ύψους 185 εκατ. ευρώ, που είχαν δεσμεύσει για τη συναλλαγή. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να λαμβάνουν τις υψηλές αποδόσεις του ΔΕΣΦΑ και να αποπληρώνουν το δάνειο που έχουν λάβει με πολύ ευνοϊκούς όρους από την Εθνική Τράπεζα.
Ήταν πράγματι μια «διαφορετική» ιδιωτικοποίηση.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Σε ότι αφορά τις επενδύσεις αποτελεί κοινό μυστικό στην ενεργειακή αγορά ότι η καθυστέρηση στην υλοποίηση επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, από άλλους επενδυτές, όπως το FSRU Αλεξανδρούπολης, οφείλεται στο ότι ο ΔΕΣΦΑ δεν μπορεί να ολοκληρώσει έγκαιρα τα απαραίτητα υποστηρικτικά έργα.
ΤΡΑΙΝΟΣΕ: Από το ελληνικό στο… ιταλικό κράτος
Άλλη μια «διαφορετική» ιδιωτικοποίηση ήταν αυτή της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, που σήμερα έχει μετονομαστεί από τους Ιταλούς ιδιοκτήτες σε Hellenic Train. Ύστερα από μια διαπραγμάτευση πολλών ετών, η Κομισιόν αποδέχθηκε ότι το ιλιγγιώδες χρέος που είχε σωρεύσει ο ΟΣΕ, ύψους 15,7 δισ. ευρώ, δεν αποτελούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, που θα έπρεπε να επιστραφεί από την εταιρεία στο Δημόσιο.
Όμως, στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου, η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ υποχρεώθηκε να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση της εταιρείας που εκτελεί το σιδηροδρομικό έργο, για να μείνει στο Δημόσιο μόνο ο ΟΣΕ, που έχει την ευθύνη λειτουργίας του δικτύου. Το 2017, η κρατική ιταλική εταιρεία Ferrovie dello Stato Italiane Group εξαγόρασε την ΤΡΑΙΝΟΣΕ με τίμημα μόλις 45 εκατομμυρίων ευρώ, ένα τίμημα ουσιαστικά συμβολικό για την εταιρεία που έχει τον έλεγχο των σιδηροδρομικών μεταφορών της χώρας.
Όχι μόνο αυτό, αλλά οι Ιταλοί ουσιαστικά είχαν, βάσει της αρχικής σύμβασης, εξασφαλισμένα έσοδα, αφού συμφωνήθηκε ότι θα επιδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό με 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Χωρίς αυτή την επιδότηση, βέβαια, αγοραστής δεν θα μπορούσε να βρεθεί, αφού η ΤΡΑΙΝΟΣΕ ήταν... εγγυημένο ότι θα είχε ζημιές από τη λειτουργία της. Τον Ιούλιο του 2022, η συμφωνία αυτή αναθεωρήθηκε και η Hellenic Train θα λαμβάνει έως και για 15 χρόνια τα 50 εκατ. ευρώ ετησίως, ως αποζημίωση για την εκτέλεση δρομολογίων σε «άγονες γραμμές».
Με τη νέα σύμβαση, όμως, οι Ιταλοί μέτοχοι της Hellenic Train απαλλάχθηκαν σχεδόν από το σύνολο των επενδύσεων που θα ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν, με βάση την αρχική σύμβαση: το ποσό μειώθηκε από τα 645 στα 62 εκατ. ευρώ.
Το Δημόσιο και ο τότε υπουργός Μεταφορών, Κώστας Καραμανλής, δέχθηκαν αυτό το «τσεκούρωμα» των επενδύσεων, επειδή ο κρατικός ΟΣΕ, που διαχειρίζεται το δίκτυο, δεν έχει καταφέρει, ως γνωστόν, να υλοποιήσει τη δική του υποχρέωση προς την Hellenic Train για την εγκατάσταση του σύγχρονου συστήματος σηματοδότησης στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Εν πολλοίς οι μεγάλες επενδύσεις που υπόσχονταν οι Ιταλοί στην πράξη περιορίστηκαν στην εισαγωγή των τρένων ETR-470 – τα περιβόητα Ασημένια Βέλη - ηλικίας 30 ετών τα οποία η εταιρία απέσυρε από την Ελβετία εξαιτίας των πολλών προβλημάτων ασφάλειας που παρουσίαζαν.
ΔΕΠΑ Υποδομών: Άλλη μια… κρατική ιδιωτικοποίηση
Κερασάκι στην τούρτα αποτέλεσε η πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών το 2022 σε μια άλλη… κρατική ιταλική εταιρεία την Italgas, έναντι 733 εκατ. ευρώ. Η ΔΕΠΑ Υποδομών αποτελεί εταιρία στρατηγικής σημασίας έχοντας την ευθύνη για τη διαχείριση και ανάπτυξη του δικτύου φυσικού αερίου χαμηλής πίεσης που συνδέει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, κατά πληροφορίες τα έργα επέκτασης του δικτύου καθυστερούν ενώ άλλα έχουν σχεδόν παγώσει. Η Italgas φαίνεται ότι επιδιώκει τον περιορισμό των επενδύσεων που προβλέπονταν να υλοποιήσουν και παρά την αντίδραση της ΡΑΕ η κυβέρνηση εξετάζει την κατάθεση τροπολογίας η οποία άρει τον παράλληλο καθορισμό του WACC και του επιτρεπόμενου εσόδου των τριών ΕΔΑ (Αττικής, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας), για την ρυθμιστική περίοδο (2023-2026).