Το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα σήμερα διαθέτει τους αντλησιοταμιευτικούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς ανοικτού κύκλου Θησαυρού και Σφηκιάς, συνολικής ισχύος παραγωγής 699 MW, οι οποίοι λειτουργούν από τα τέλη της δεκαετίας 1990.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Επιτροπής Ειδικών, υπό τον καθηγητή του ΕΜΠ, Σταύρο Παπαθανασίου, και η οποία συντάχτηκε στο πλαίσιο του νέου νομοθετικού πλαισίου που θα έρθει το 2022 και δόθηκε στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, τον τελευταίο χρόνο η χώρα γνωρίζει μια έκρηξη ενδιαφέροντος για αδειοδότηση νέων εγκαταστάσεων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Η ισχύς αιτήσεων στα μέσα του 2021 υπερβαίνει τα 9000 MW, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να έχει ήδη μετατραπεί σε άδειες παραγωγής, υπερκαλύπτοντας κατά πολύ τις ανάγκες του εθνικού μας συστήματος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Σύμφωνα με τους συντάκτες, οι ανάγκες αποθηκευτικής ισχύος υπολογίζονται όμως μόλις σε 2000-3000 MW για το ελληνικό διασυνδεδεμένο σύστημα προκειμένου να υποστηριχθεί ο στόχος της διείσδυσης των ΑΠΕ σε ποσοστό 60%. Κατ' επέκταση, οι νέες μονάδες πρέπει να είναι της τάξης των 1.500-2.000 μεγαβάτ, εκ των οποίων τα 1.400 θα πρέπει να είναι μακράς διαρκείας (6 ωρών).
Δεν είναι κερδοφόρες
Ταυτόχρονα, εκτιμάται ότι απαιτείται χρηματοδότηση σε ποσοστό άνω του 70% του πλήρους κόστους των σταθμών. Σύμφωνα με την έκθεση αναλύσεις που πραγματοποιούνται διαπιστώνουν ότι οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, παρά τα οφέλη που δημιουργούν, δεν αποκομίζουν επαρκή έσοδα από τη συμμετοχή τους στις ανταγωνιστικές αγορές, ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επενδύσεων. Αυτό αποτελεί κοινό τόπο, όχι μόνο για την ελληνική αγορά, αλλά και διεθνώς.
Το μέγεθος του κενού βιωσιμότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες αγοράς, με την υψηλή διείσδυση ΑΠΕ, το υψηλό κόστος συμβατικής παραγωγής και τη χαμηλή διείσδυση αποθηκευτικής ισχύος να συνιστούν παράγοντες που ενισχύουν σημαντικά τη βιωσιμότητα των επενδύσεων. Είναι σημαντικό να τονιστεί η ισχυρή αρνητική συσχέτιση που υπάρχει μεταξύ της συνολικής αποθηκευτικής ισχύος του συστήματος και των εσόδων των επιμέρους σταθμών, φαινόμενο που είναι γνωστό ως «κανιβαλισμός» των εσόδων των αποθηκευτικών σταθμών.
Στην ελληνική αγορά, στον βαθμό που μπορεί να γίνει αξιόπιστη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη της εξέλιξης των τιμών και των εσόδων των συμμετεχόντων, το κενό χρηματοδότησης που διαπιστώνεται κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, τα οποία μπορούν να φτάσουν ή και να
ξεπεράσουν το 70% του πλήρους κόστους των σταθμών, αναλόγως με τις συνθήκες αγοράς και τα σενάρια που εξετάζονται.
Η περίπτωση της Αμφιλοχίας
Όπως αναφέρεται στην έκθεση στα αδειοδοτημένα και ώριμα έργα αποθήκευσης περιλαμβάνεται ο αντλησιοταμιευτικός σταθμός Αμφιλοχίας της Τέρνα Ενεργειακής, ισχύος 680 MW και διάρκειας 6 ωρών, ο οποίος έχει ενταχθεί στα έργα Ευρωπαϊκού Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI).
Το ενδιαφέρον για ανάπτυξη νέων εγκαταστάσεων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας αφορά τόσο σταθμούς καθαρής αποθήκευσης που συνδέονται απ’ ευθείας στο σύστημα και δραστηριοποιούνται στις αγορές, όσο και εγκαταστάσεις συνδυασμένες με μονάδες παραγωγής ΑΠΕ υπό μια ποικιλία υποδειγμάτων συνεργασίας, περισσότερο ή λιγότερο αναμενόμενων και συμβατών με τη διεθνή εμπειρία και πρακτική.
Τα νησιά
Στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, η εισαγωγή αποθήκευσης είναι σήμερα δυνατή μέσω του πλαισίου των υβριδικών σταθμών (ΥΒΣ), δηλαδή συνδυασμών μονάδων ΑΠΕ και αποθήκευσης που λειτουργούν ως ενιαίες κατανεμόμενες οντότητες. Παρά το σημαντικό επενδυτικό
ενδιαφέρον και τις περίπου 160 άδειες παραγωγής εγγυημένης ισχύος άνω των 500 MW και ισχύος ΑΠΕ μεγαλύτερης των 1100 MW, μόνο 2 μικρά έργα έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα:
- Ο υβριδικός σταθμός της Eunice στην Τήλο (σύστημα Κω-Καλύμνου), ο οποίος περιλαμβάνει ανεμογεννήτρια 800 kW, Φ/Β 160 kW και μπαταρίες τεχνολογίας NaNiCl2 800 kW/2.8 MWh. Ο σταθμός βρίσκεται σε εμπορική λειτουργία από το 2019.
- Το υβριδικό ενεργειακό έργο της ΔΕΗ Ανανεώσιμες στην Ικαρία, το οποίο συνδυάζει υδροηλεκτρική παραγωγή μέσω δύο μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών 1 MW και 3 MW και λειτουργία υβριδικού σταθμού αντλησιοταμιευτικού τύπου που τροφοδοτείται από αιολικό πάρκο 3x900 kW. Το έργο βρίσκεται σε δοκιμαστική λειτουργία.
Η ανάσχεση της υλοποίησης υβριδικών έργων οφείλεται στη μη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του πλαισίου αμοιβής των έργων που είχε εισαγάγει ο ν.3468/2006 (Α’ 129) . Στην παρούσα φάση επίκειται η έγκριση νέου πλαισίου διαγωνισμών επιλογής υβριδικών σταθμών με κριτήριο το ελάχιστο κόστος παραγωγής, γεγονός που εκτιμάται ότι θα επιτρέψει την άμεση επανεκκίνηση επενδύσεων.
Παράλληλα, εξελίσσονται επιδεικτικά-πιλοτικά έργα υψηλής διείσδυσης σε αυτόνομα συστήματα. Σε αυτά ανήκει το υβριδικό ενεργειακό έργο του Αγίου Ευστρατίου, το οποίο αναπτύσσεται από το ΚΑΠΕ και περιλαμβάνει Α/Γ 900 kW, Φ/Β 220 kW, μπαταρίες 1.5
MVA/2.6 MWh και σύστημα τηλεθέρμανσης με ηλεκτρικούς λέβητες και αποθήκευση θερμού νερού.
Η περίπτωση της Αστυπάλαιας
Στην Αστυπάλαια δρομολογείται πιλοτικό έργο εξηλεκτρισμού των μεταφορών με τροφοδότηση ενέργειας από μονάδες ΑΠΕ και σύστημα αποθήκευσης μπαταριών, ενώ υπάρχουν συζητήσεις για εφαρμογές σε διάφορα μικρά συστήματα ΜΔΝ. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν την ανάπτυξη αιολικών και φωτοβολταϊκών μονάδων μεγάλης ισχύος σε σχέση με το μέγεθος των νησιών, σε συνδυασμό με διατάξεις αποθήκευσης τεχνολογίας συσσωρευτών και μέτρα διαχείρισης της ζήτησης, προκειμένου να επιτευχθούν διεισδύσεις ενέργειας ΑΠΕ της τάξης του 50-90% σε ετήσια βάση. Μικρά συστήματα μπαταριών έχουν επίσης εγκατασταθεί στον ΤΣΠ Καρπάθου, στη Γαύδο και στην Κύθνο, ως πιλοτικές και ερευνητικές εφαρμογές.
Με σκοπό την απόκτηση της απαραίτητης εμπειρίας αναφορικά με τη χρήση των συστημάτων αποθήκευσης για τη βέλτιστη λειτουργία του συστήματος, εις όφελος της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο ΑΔΜΗΕ σχεδιάζει δύο πιλοτικά έργα που περιλαμβάνουν την
εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας με συσσωρευτές (Battery Energy Storage System – BESS) σε υποσταθμούς του συστήματος μεταφοράς. Στο άλλο μεγάλο πεδίο εφαρμογής της αποθήκευσης, «πίσω από τον μετρητή» εγκαταστάσεων
Καταναλωτών και Αυτοπαραγωγών, η διείσδυση της αποθήκευσης παραμένει αμελητέα.