Σε ένα ενεργειακό περιβάλλον που το διατρέχει η ρευστότητα και η αβεβαιότητα λόγω της συνεχιζόμενης «δίδυμης» κρίσης, ενεργειακής και ουκρανικής, οι προτεραιότητες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αναδιατάσσονται, συμπαρασύροντας τον σχεδιασμό των νέων Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), τα οποία πρέπει να είναι έτοιμα μέσα στο 2023.
«Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν», υπογραμμίζει η Αλεξάνδρα Σδούκου, γενική γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και πρόεδρος της Διυπουργικής Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα, που έχει αναλάβει την αναθεώρηση του εγχώριου ΕΣΕΚ. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr. τονίζει ότι αυτές οι κρίσεις με παγκόσμιο χαρακτήρα δοκιμάζουν όχι μόνον τα όρια αντοχής των πολιτών, αλλά «και τη δική μας ικανότητα παραγωγής πολιτικών απαντήσεων για να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις των καιρών».
Στα χρόνια που έρχονται, επισημαίνει η κ. Σδούκου, το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να παίζει ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης, με τη νέα παγκόσμια συνθήκη να επιβάλλει την πιο ορθολογική διαχείρισή του, με ταυτόχρονη στροφή σε πιο φθηνές ενεργειακές πηγές, όπως οι ΑΠΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα καλείται να αναθεωρήσει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), επιμένοντας στον στόχο της απολιγνιτοποίησης ως το 2028, χωρίς επιβράδυνση μεν, αλλά όχι περαιτέρω επέκταση. Επιπλέον, δίνει βαρύτητα στις σχεδιαζόμενες επενδύσεις για νέες υποδομές φυσικού αερίου, μεταξύ των οποίων και ο EastMed. «Είναι ακόμη πιο επιβεβλημένες σήμερα», λέει η κ. Σδούκου. Περιλαμβάνονται και οι υδρογονάνθρακες στο μείγμα ενεργειακής πολιτικής της χώρας. «Το ενεργειακό περιβάλλον που διαμορφώνεται σήμερα για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες αποτελεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ταχύτατη ανάπτυξη του τομέα αυτού στην Ελλάδα», τονίζει η κ. Σδούκου.
Το ερχόμενο φθινόπωρο θα έχουν οριστικοποιηθεί για το δικό μας ΕΣΕΚ βασικές παραδοχές, στόχοι και άξονες πολιτικής, για να τεθεί λίγο αργότερα σε δημόσια διαβούλευση ένα πρώτο πλήρες σχέδιο. Αρκεί να μην υπάρξουν γεγονότα που θα «τινάξουν στον αέρα» όλο αυτόν τον σχεδιασμό. Δηλαδή, όπως λέει η κ. Σδούκου, «δεν θα έχουμε ένα Fit for 65 ή ένα RePowerEU part 2, που θα μας ξαναστείλει πίσω να ξανασχεδιάσουμε από την αρχή».
Είναι μία περίοδος με πολλές και σύνθετες προκλήσεις. Και ταυτόχρονα υπάρχουν και οι κατευθύνσεις του RePowerEU. Συνιστούν, κατ' αρχάς, όλα αυτά έναν «πονοκέφαλο» για τη διαμόρφωση του ΕΣΕΚ; Σας αναγκάζουν να ξαναδείτε, ενδεχομένως, σχεδιασμούς που είχαν γίνει πριν από την ουκρανική κρίση;
«Η αλήθεια είναι ότι οι αλλεπάλληλες και ταυτόχρονες παγκόσμιες κρίσεις που βιώνουμε και δοκιμάζουν ασταμάτητα τα όρια αντοχής των πολιτών, ταυτόχρονα δοκιμάζουν και τη δική μας ικανότητα παραγωγής πολιτικών απαντήσεων για να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις των καιρών. Είμαι όμως πεπεισμένη ότι στις προκλήσεις αυτές ανταποκρινόμαστε στο έπακρο, με μέτρα έγκαιρα, καίρια και στοχευμένα, ώστε, αφενός, να αντιμετωπίσουμε την άμεση ανάγκη για διασφάλιση επαρκούς ενέργειας σε όσο το δυνατόν οικονομικότερη τιμή και, αφετέρου, να μην υποθηκεύσουμε το μέλλον της πατρίδας μας και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική μας.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η διαδικασία αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, διαδικασία που η Ελλάδα ξεκίνησε επίσημα πρώτη απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με την απόφαση που λήφθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο του Απριλίου 2021 και που υλοποιήθηκε με την αναβίωση της Διυπουργικής Επιτροπής για την Ενέργεια και το Κλίμα τον Ιούλιο του 2021. Η Επιτροπή αυτή, της οποίας έχω την τιμή να προεδρεύω, ξεκίνησε τις εργασίες της με σκοπό -τότε- να αναθεωρήσει το ΕΣΕΚ με βάση τα νέα δεδομένα που έθετε ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος και το νομοθετικό πακέτο Fit for 55, ιδίως την προσαρμογή με την υποχρέωση μείωσης εκπομπών κατά 55% (καθαρή μείωση) ως το 2030, 80% ως το 2040 και την καθαρή ουδετερότητα στις εκπομπές, το περίφημο net zero, ως το 2050.
Ενόσω λοιπόν επεξεργαζόμασταν τα σενάρια που θα οδηγούσαν στην επίτευξη των στόχων αυτών και τα διαθέσιμα όπλα στη φαρέτρα μας, όπως τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η κρίση στην Ουκρανία οδήγησε σε μια αναδιάταξη των προτεραιοτήτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η αναδιάταξη αυτή έλαβε μορφή με την πρωτοβουλία RePowerEU, η οποία, χωρίς να υπαναχωρεί προφανώς από τους στόχους του Fit for 55, θέτει νέες διαστάσεις στον ενεργειακό σχεδιασμό της ηπείρου μας:
- Την επιτακτική ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας της Ευρώπης με άμεση απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα
- Τη σημαντική επιτάχυνση της διείσδυσης των ΑΠΕ, αυξάνοντας την ενεργειακή αυτάρκεια της Ευρώπης
- Τη μεγαλύτερη έμφαση στην εξοικονόμηση ενέργειας, ώστε να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη διατάραξη στην επάρκεια εφοδιασμού.
Όπως παρατηρείτε, καμία από αυτές τις τρεις διαστάσεις δεν είναι ακριβώς «νέα». Πράγματι, και στο δικό μας ΕΣΕΚ του 2019, οι ΑΠΕ και η Εξοικονόμηση Ενέργειας είχαν περίοπτη θέση, και μάλιστα οι επιμέρους εθνικοί μας στόχοι για ΑΠΕ και Εξοικονόμηση (35% και 38% αντίστοιχα) υπερέβαιναν τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς (32% και 32,5% αντίστοιχα). Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα ήδη από το 2019 είχε μπει σε τροχιά απολύτως συμβατή με αυτή που σήμερα το RePower EU χαράσσει για το σύνολο της Ευρώπης.
Μετά τον άδικο πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που αυτός επέφερε -κάποιοι ίσως θα έλεγαν, ανέδειξε- μπορούμε να πούμε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι αισθανόμαστε δικαιωμένοι που οι βασικοί άξονες της εθνικής ενεργειακής μας στρατηγικής επιβεβαιώνονται ως ορθές και ανάγονται σε πανευρωπαϊκές προτεραιότητες πλέον. Δεύτερον, ότι συνεχίζουμε σε αυτή την κατεύθυνση αλλά με ταχύτερο βήμα και υψηλότερη φιλοδοξία, καθώς η ανάγκη για την ολοκλήρωση της πράσινης μετάβασης, πέρα από θέμα περιβαλλοντικό και ενεργειακό, καθίσταται πλέον θέμα υπαρξιακό για την Ενωμένη Ευρώπη».
Το RePowerEU περιορίζει τη χρήση του φυσικού αερίου. Φαίνεται, ωστόσο, ότι γι’ αυτό υπάρχουν διαφορετικές οπτικές και ερμηνείες. Πώς μπορεί να συνδυαστεί μία ρεαλιστική προσέγγιση για το ενεργειακό μείγμα της χώρας τα επόμενα χρόνια, με δεδομένο ότι ο άνθρακας παίρνει μικρή αναβολή «έξωσης» και από την άλλη πλευρά, εμείς ως χώρα αναβιώνουμε και τον τομέα των υδρογονανθράκων;
«Για να είμαστε ορολογικά ακριβείς, το RePowerEU προβλέπει τον περιορισμό της χρήσης του φυσικού αερίου που προέρχεται από τη Ρωσία, και μάλιστα άμεσα -ο σκοπός είναι ως το τέλος του τρέχοντος έτους οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, που ανέρχονται ετησίως σε περίπου 150 bcm, να έχουν μειωθεί κατά τα δύο τρίτα, σε μόλις 50 bcm. Για τον λόγο αυτό και δίνεται προτεραιότητα στη διασφάλιση τροφοδοσίας αερίου από νέες πηγές, κυρίως υγροποιημένου, στην ανάπτυξη υποδομών επαναεριοποίησης αλλά και στην καλύτερη διασφάλιση αποθεμάτων.
Πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Το φυσικό αέριο, πανευρωπαϊκά, θα συνεχίσει να παίζει ρόλο στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης στα χρόνια που έρχονται. Η νέα παγκόσμια συνθήκη επιβάλλει όμως την πιο ορθολογική του διαχείριση όσο είναι απολύτως αναγκαίο και, ταυτόχρονα, την επιτάχυνση της αντικατάστασής του στο μείγμα μας με ενεργειακές πηγές που είναι φθηνές, σε αφθονία και γηγενείς στην ήπειρο -δηλαδή τις ανανεώσιμες.
Παράλληλα, είναι αλήθεια ότι ο άνθρακας, πανευρωπαϊκά, σταματάει να «είναι ταμπού», όπως ο αντιπρόεδρος Τίμερμανς δήλωσε στις αρχές Μαρτίου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα κάνουμε και βήματα πίσω. Η Ελλάδα διατηρεί ακέραιο το χρονοδιάγραμμα που ήδη με το ΕΣΕΚ του 2019 είχε θέσει (πλήρης απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2028). Επειδή όμως "το γαρ μέλλον άδηλον εστί", στον Κλιματικό Νόμο που πρόσφατα ψηφίστηκε, προβλέπεται δυνατότητα επιτάχυνσης του χρονοδιαγράμματος, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, επ’ουδενί όμως επιβράδυνση αυτού.
Τέλος, ο τομέας των εθνικών υδρογονανθράκων δεν μπορεί κάποιος να πει ότι ποτέ "απεβίωσε", ώστε να χρειάζεται σήμερα να αναβιώσει! Όπως καλά γνωρίζετε, ο εντοπισμός, η ανάπτυξη και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων είναι μια διαδικασία χρονοβόρα, κοστοβόρα και τεχνικά πολύ απαιτητική. Παράλληλα, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικές επενδύσεις, το γενικότερο κλίμα της ενεργειακής αγοράς επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις: αλλιώς αποφασίζεις την ανάπτυξη ενός κοιτάσματος όταν έχεις να ανταγωνιστείς το φθηνό ορυκτό καύσιμο που διοχετεύει στην ευρωπαϊκή αγορά η ρωσική παραγωγή και αλλιώς όταν αυτή η προέλευση ρητά και κατηγορηματικά έχει αποκλειστεί για τις δεκαετίες που έρχονται. Επομένως, το αυξημένο ενδιαφέρον για τους εθνικούς υδρογονάνθρακες την τελευταία περίοδο είναι απολύτως κατανοητό και λογικό, ειλικρινά πιστεύω δε ότι το ενεργειακό περιβάλλον που διαμορφώνεται σήμερα για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες αποτελεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ταχύτατη ανάπτυξη του τομέα αυτού στην Ελλάδα».
Θα μπορούσε, κανείς, ενδεχομένως να ισχυριστεί ότι το RePowerEU εμπεριέχει αντιφάσεις, με δεδομένη τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα στις αγορές λόγω του ουκρανικού και τις διακυμάνσεις των ενεργειακών τιμών που πλήττουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά;
«Δεν νομίζω ότι το RePowerEU εμπεριέχει εγγενείς σχεδιαστικές αντιφάσεις. Ίσως η εντύπωση αυτή δίνεται από το γεγονός ότι προσπαθεί, ταυτόχρονα, να επιτύχει τρεις στόχους: δύο ενεργειακούς (την ασφάλεια εφοδιασμού και τη διατήρηση των τιμών σε λογικά επίπεδα) και έναν γεωπολιτικό (τη μείωση της εξάρτησης από τη Ρωσία). Αποτελεί, εξ ανάγκης, μία δέσμη μέτρων που ισορροπεί ανάμεσα στο εφικτό και το ευκταίο.
Για να αποτιμηθεί πλήρως και δίκαια, χρειάζονται δύο πράγματα. Πρώτον, χρειάζεται μια πραγματιστική κατανόηση του πού βρισκόμαστε σήμερα. Δεύτερον, χρειάζεται ένα ξεκάθαρο όραμα του πού θέλουμε να βρεθούμε μεσομακροπρόθεσμα. Γι’ αυτό και θεωρώ πολύ σωστό, εννοιολογικά, το γεγονός ότι τα μέτρα του RePowerEU χωρίζονται σε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα -αυτό από μόνο του δείχνει ότι οι συντάκτες του έχουν πλήρη επίγνωση της ανάγκης για άμεση αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης στην οποία σήμερα βρισκόμαστε, αλλά και σαφή αντίληψη για το πώς πρέπει να διασφαλίσουμε, μεσομακροπρόθεσμα, ότι δεν θα ξαναβρεθούμε σε αντίστοιχο σημείο ξανά.
Αν έπρεπε όμως να διατυπώσω μία μομφή για το RePowerEU, αυτή θα ήταν η αδύναμη σύνδεση μεταξύ μέτρων και στόχων από τη μία και πηγών χρηματοδότησης, από την άλλη. Οι γενναίες παρεμβάσεις που -σωστά και δίκαια- θέτει ως προτεραιότητες η πρωτοβουλία αυτή φοβάμαι ότι δεν συνοδεύονται από ένα, αντίστοιχα «γενναίο», χρηματοδοτικό πακέτο για να διευκολυνθεί η υλοποίησή τους. Εμείς βέβαια προχωρούμε στον σχεδιασμό μας με τα κονδύλια που είναι διαθέσιμα -και επ’ ουδενί είναι αμελητέα, φυσικά-, δεν παύουμε όμως να θεωρούμε ότι ένα πιο εμπνευσμένο και θαρραλέο χρηματοδοτικό σχέδιο, αντίστοιχο ίσως με το Next Generation EU, θα βοηθούσε καταλυτικά».
Επηρεάζονται οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις για υποδομές φυσικού αερίου στη χώρα μας; Και ως προς την επιλογή και ως προς την οικονομικότητά τους;
«Είναι σαφές ότι το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, απαιτεί επανεξέταση των βασικών παραδοχών πίσω από μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές. Τα τελευταία τρία χρόνια η κυβέρνηση, με συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές, είχε συλλάβει, στηρίξει και προτεραιοποιήσει μια σειρά από επενδύσεις στις υποδομές φυσικού αερίου. Σημαντικότερα είναι:
- η επέκταση της δυναμικότητας του TAP σε 20 bcm, από 10 bcm σήμερα
- η δημιουργία ενός FSRU στην Αλεξανδρούπολη με δυναμικότητα 5,5 bcm
- η ανάπτυξη κάθετων αγωγών φυσικού αερίου, όπως ο IGB
- η ενίσχυση της Ρεβυθούσας
- η ανάπτυξη της αποθήκης Φυσικού Αερίου στην Καβάλα
- ο EastMed
- οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο.
Αυτές οι προτεραιότητες εν πολλοίς προϋπήρχαν του πολέμου της Ουκρανίας, αποτελούν στοχευμένες πολιτικές και μέτρα που είχαμε δρομολογήσει ώστε να καταστήσουμε την Ελλάδα ενεργειακό κόμβο για την είσοδο φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού από τρίτες χώρες, πλην Ρωσίας. Βλέπουμε λοιπόν πως η Ελλάδα είχε ήδη εντοπίσει και προτάξει την ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού ήδη πριν την εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης.
Ενώ λοιπόν η επανεξέταση των επενδύσεων είναι επιβεβλημένη, το αποτέλεσμα αυτής είναι ότι οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις είναι ακόμη πιο επιβεβλημένες σήμερα, καθώς παίζουν κρίσιμο ρόλο στην επάρκεια και ασφάλεια εφοδιασμού όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης γενικότερα».
Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια σε συνδυασμό με τους φιλόδοξους στόχους για το κλίμα, υπό τη σκιά των δύο κρίσεων, ενεργειακής και ουκρανικής; Διαγράφεται ο κίνδυνος οι δεύτεροι να υποχωρήσουν μπροστά στην κυρίαρχη προτεραιότητα της πρώτης;
«Μια επιφανειακή ανάγνωση της σημερινής πραγματικότητας πιθανόν να οδηγούσε κάποιον να σκεφτεί ότι οι άμεσες και επιτακτικές προτεραιότητες για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης είναι μη συμβατές με τους μακροπρόθεσμους στόχους για τη δράση κατά της κλιματικής αλλαγής. Ξέρω καλά πως η ανάγνωσή σας, κυρία Καλαϊτζόγλου, είναι κάθε άλλο παρά επιφανειακή, οπότε και λαμβάνω την ερώτησή σας ως ρητορική.
Ο βραχυπρόθεσμος στόχος αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και ο μακροπρόθεσμος στόχος αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι απόλυτα συμπληρωματικοί. Και οι δύο διαστάσεις προτάσσουν τη διασφάλιση ενός ενεργειακού μείγματος που παρέχει ασφάλεια εφοδιασμού, οικονομικότητα και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Οι δε απαντήσεις είναι κοινές: περισσότερα ΑΠΕ, αποτελεσματικότερη και ορθολογικότερη χρήση της ενέργειας, σταδιακή απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα. Οι πυλώνες λοιπόν της Πράσινης Συμφωνίας ξεπερνούν τις απαιτήσεις αποκλειστικά της κλιματικής δράσης και έχουν τις απαντήσεις και για το γεωπολιτικό ζήτημα της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα που προμηθευόμαστε από έναν εχθρικό και απρόβλεπτο γείτονα.
Το συμπέρασμα, θα έλεγε κάποιος, από την πρόσφατη κρίση δεν είναι ότι πρέπει να καθυστερήσουμε την ενεργειακή μετάβαση. Αντίθετα, είναι ότι η ενεργειακή μετάβαση έχει ήδη καθυστερήσει πολύ και πρέπει να βιαστούμε περισσότερο.
Με δεδομένη αυτή τη συμβατότητα μεταξύ του βραχυπρόθεσμου και του μακροπρόθεσμου στόχου, αλλά και των μέτρων για να επιτευχθεί έκαστος εξ αυτών, η σημερινή κρίση μπορεί να ιδωθεί όχι ως τροχοπέδη αλλά, αντίθετα, ως ένας επιταχυντής της μακροπρόθεσμης δράσης για την κλιματική αλλαγή. Είναι δε σαφές πως η Ένωση έτσι αντιμετωπίζει την παρούσα συγκυρία: η αύξηση του στόχου διείσδυσης των ΑΠΕ στο 40% ως το 2030 με το RePower EU είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής που υπηρετεί ταυτόχρονα και την βραχυχρόνια συγκυρία αλλά και το μακροχρόνιο όραμα. Αντίστοιχα, στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι πολιτικές για φωτοβολταϊκά στις στέγες, για αντλίες θερμότητας, και άλλες.
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία όχι απλά δεν διατρέχει κίνδυνο υποχώρησης στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών -αλλά και εθνικών- προτεραιοτήτων αλλά, αντίθετα, αποκτά αυξημένη σημασία και ακόμα επιτακτικότερο ειδικό βάρος».
Πότε θα παραδοθεί το νέο ΕΣΕΚ; Προσανατολίζεστε στην καθιέρωση αυστηρών στόχων ή θα ενσωματωθούν, ίσως, ασφαλιστικές δικλίδες αναθεωρήσεων, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθούν οι συνθήκες;
«Σε μια τόσο ρευστή και ευμετάβλητη συγκυρία, το να δεσμευτούμε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες είναι, αν μη τι άλλο, ριψοκίνδυνο. Γνωρίζουμε όλοι ότι, βάσει του ενωσιακού δικαίου, τα εθνικά ΕΣΕΚ πρέπει να αναθεωρηθούν υποχρεωτικά εντός του 2023. Εμείς έχουμε ως στόχο, με τα σημερινά δεδομένα, να έχουμε οριστικοποιήσει κάποιες βασικές παραδοχές, στόχους και άξονες πολιτικής πολύ νωρίτερα, ίσως και μέσα στο φθινόπωρο του 2022, και να θέσουμε ένα πρώτο πλήρες σχέδιο σε δημόσια διαβούλευση λίγο αργότερα. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι, στο μεσοδιάστημα από σήμερα ως τότε, τα πράγματα θα παραμείνουν εν πολλοίς σταθερά, ότι δεν θα έχουμε ένα Fit for 65 ή ένα RePower EU part 2 που θα μας ξαναστείλει πίσω να ξανασχεδιάσουμε από την αρχή!
Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε με σιγουριά είναι ότι θα ανταποκριθούμε σε όλες τις υποχρεώσεις μας έναντι του ενωσιακού δικαίου. Και δεν θα ανταποκριθούμε απλώς αλλά, όπως αποδεδειγμένα πράξαμε την τελευταία τριετία με τους στόχους του ισχύοντος ΕΣΕΚ, με την υποβολή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με το νέο ΕΣΠΑ 2021 - 2027, θα ξεπεράσουμε τους περισσότερους Ευρωπαίους εταίρους μας τόσο σε ταχύτητα όσο και σε ποιότητα».
Πηγή: euro2day.gr