Αποκαλυπτική είναι η γενική γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη δεκαετή περιπέτεια του εγχειρήματος της έρευνας των ελληνικών υδρογονανθράκων.
Η Αλεξάνδρα Σδούκου συμμετείχε ενεργά από το 2011, όταν ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες έρευνας των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη χώρα μας, και αφηγείται σε συνέντευξη της στον Οικονομικό Ταχυδρόμο γιατί πάγωσαν το 2014 οι προσπάθειες, ποια τα αίτια, γιατί αποχώρησαν οι TotalEnergies και Repsol ενώ επιρρίπτει ευθύνες και στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: «Σε όλη αυτή την απαξίωση της εθνικής προσπάθειας για τους υδρογονάνθρακες συνέβαλε τα μέγιστα η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση που έβαλε «απαγορευτικό» στις νέες επενδύσεις και πυροδότησε έντονο κλίμα αβεβαιότητας, που κορυφώθηκε με τη ρήση: «δεν ξεπουλάμε τους ορυκτούς πόρους» ενώ η ίδια είχε διαπραγματευτεί ορισμένες από τις σχετικές συμβάσεις», καυτηριάζει η κ. Σδούκου.
Η πορεία προς την πράσινη μετάβαση
Η γενική γραμματέας Ενέργειας διαβεβαιώνει με τη συνέντευξη της στον ΟΤ για την πορεία προς πράσινη ενεργειακή μετάβαση αλλά και για την επίτευξη του στόχου που είναι ο μηδενισμός των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα το 2050: «Οι στόχοι που θέσαμε ως κυβέρνηση για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας και για μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα έως τα 2050 θα εκπληρωθούν στο ακέραιο και σε ορισμένες περιπτώσεις, πριν από το αρχικό χρονοδιάγραμμα», δηλώνει κατηγορηματικά.
Η ίδια μιλά για το στόχο της κυβέρνησης που είναι η προσέλκυση επενδύσεων 35 δις. ευρώ στις ΑΠΕ έως το 2030, ενώ αναγγέλλει την προδημοσίευση του οδηγού εφαρμογής του προγράμματος για την επιδότηση εγκατάστασης φωτοβολταϊκών και μπαταριών στις στέγες στο τέλος του Νοεμβρίου. Επίσης αποκαλύπτει στον ΟΤ από πότε και πως οι βιομηχανίες θα περιορίσουν την κατανάλωση ρεύματος.
Η Αλεξάνδρα Σδούκου, μιλώντας στον ΟΤ εξηγεί επίσης γιατί δεν απαιτούνται πια υψηλές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και αναφορικά με την ελληνική πρόταση του πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου TTF κάνει γνωστή τη στάση της κυβέρνησης ενόψει του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε. στις 24 Νοεμβρίου.
Αναλυτικά η συνέντευξη της κ. Σδούκου έχει ως εξής:
ΕΡ: Κυρία Σδούκου, ήσασταν από τα στελέχη που συμμετείχαν πριν από μία δεκαετία στην εκκίνηση του project της έρευνας και αξιοποίησης των υδρογονανθράκων στην ελληνική επικράτεια και πλέον από τη θέση πολιτικής ευθύνης που έχετε συμβάλλει στην επανεκκίνηση των ερευνών. Τι άλλαξε μέσα στη 10ετία και πια οι ερευνητικές διαδικασίες επισπεύδονται;
Η ερώτησή σας μου δίνει την ευκαιρία να αναφερθώ στις αλήθειες και στα ψέματα που κυκλοφορούν εδώ και πολλά χρόνια γύρω από την υπόθεση των υδρογονανθράκων.
Από το 2011 -όταν πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διεθνής διαγωνισμός για άδειες εξερεύνησης- έως και τις ημέρες μας, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και κυρίως, έχουν μεσολαβήσει κατακλυσμιαίες αλλαγές σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Το σοκ που υπέστη η Ευρώπη υπό την τριπλή κρίση, δηλαδή την κλιματική που προηγήθηκε χρονικά, την κρίση του κορωνοϊού που ακολούθησε και την ενεργειακή κρίση που συνδέεται εν πολλοίς με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχε ως αποτέλεσμα να προκριθεί ως μοναδική λύση για τη διασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης και της προστασίας του κλίματος, η μαζική διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο μείγμα των χωρών-μελών.
Υπό το φως αυτών των νέων δεδομένων που χάρασσε η πορεία προς την πράσινη μετάβαση, σε συνδυασμό και με την απαγόρευση χρηματοδότησης νέων έργων υδρογονανθράκων από σχεδόν όλους τους μεγάλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ήταν εύλογο οι διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες να αναθεωρήσουν και τα σχέδια και τους προϋπολογισμούς τους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο πολλές εταιρείες του κλάδου, ειδικά οι ευρωπαϊκές υιοθέτησαν νέες στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων, περιορίζοντας τις επενδύσεις στον κλάδο υδρογονανθράκων -ιδίως στις πιο «ανώριμες» αγορές- και αυξάνοντας τις τοποθετήσεις τους σε τεχνολογίες ΑΠΕ. Αυτή η τάση οδήγησε και στην αποχώρηση της Ισπανικής Repsol και της γαλλικής TotalEnergies.
Ασχέτως του αν υπάρχει ψήγμα πολιτικής ορθότητας σε όλο αυτό το αφήγημα, εν τούτοις δεν παύουν όλα αυτά που προανέφερα να αποτελούν την αλήθεια των πραγμάτων.
Συμπερασματικά, ενώ το ζήτημα των ερευνών έφθασε στην κορύφωσή του το 2014, ακολούθησε μια 5ετία απογοητεύσεων, με την υλοποίηση μόλις 2 σχετικών ερευνών και τεράστιες καθυστερήσεις σε όλα τα προγράμματα εργασιών.
Να θυμίσω βέβαια πως σε όλη αυτή την απαξίωση της εθνικής προσπάθειας για τους υδρογονάνθρακες συνέβαλε τα μέγιστα η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση που έβαλε «απαγορευτικό» στις νέες επενδύσεις και πυροδότησε έντονο κλίμα αβεβαιότητας, που κορυφώθηκε με τη ρήση: «δεν ξεπουλάμε τους ορυκτούς πόρους» ενώ η ίδια είχε διαπραγματευτεί ορισμένες από τις σχετικές συμβάσεις. Η κυβέρνησή μας, παρά το γεγονός ότι υποχρεώθηκε, αρχικά, να τηρήσει επιφυλακτική στάση, εξαιτίας του «αντιεπενδυτικού» κλίματος που είχε ήδη δημιουργηθεί και των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας, άμεσα έβαλε ξανά τα ερευνητικά προγράμματα σε θέση εκκίνησης, με το που άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι δημιουργείται ένα νέο περιβάλλον που επιτάσσει να έχουμε τη μέγιστη ορατότητα για όλους τους ενεργειακούς πόρους και να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτη καμία «διέξοδο» προς την ενίσχυση της ενεργειακής μας αυτονομίας.
Δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της χώρας να υποστηρίζουν ορισμένοι κύκλοι ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε, τάχα, εκ των πραγμάτων να προχωρήσει στην επανεκκίνηση των σεισμικών ερευνών. Άλλωστε οι πρώτες έρευνες ξεκίνησαν πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Αναρωτηθείτε απλώς, τί προσπάθεια έχει καταβληθεί για να εκτελούνται μέσα σε ένα μόλις έτος όλα όσα εκκρεμούσαν εδώ και πολλά χρόνια. Επιτέλους, ας καταλάβουμε όλοι πως τα όσα δεν έγιναν στο παρελθόν δεν θα πρέπει να αποτελούν πρόκριμα για τα όσα μέλλουν να γίνουν.
«Στο ακέραιο οι δεσμεύσεις για την ενεργειακή μετάβαση»
ΕΡ.: Η δρομολόγηση των ερευνών για τον εντοπισμό πιθανών κοιτασμάτων φυσικού αερίου μπορεί να εκτροχιάσει την πορεία της πράσινης ενεργειακής μετάβασης της χώρας;
Θέλω να είμαι κατηγορηματική σε αυτό. Οι στόχοι που θέσαμε ως κυβέρνηση για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας και για μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα έως τα 2050 θα εκπληρωθούν στο ακέραιο και σε ορισμένες περιπτώσεις, πριν από το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Η ανακοίνωση από τον Πρωθυπουργό της επανέναρξης του προγράμματος ερευνών υδρογονανθράκων, τον περασμένο Απρίλιο, αλλά και η πρόσφατη δήλωσή του για επιτάχυνση των σεισμικών ερευνών σε Κρήτη και Ιόνιο, έγιναν για δύο λόγους:
Πρώτον επειδή πρέπει να δούμε εάν πράγματι υπάρχουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ώστε να μπορέσουμε στο μέλλον να έχουμε την ευκαιρία να παράγουμε έσοδα από εγχώριους ενεργειακούς πόρους. Όμως, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Έως ότου φθάσουμε σε σημείο να «τρυπήσουμε» δεν θα μάθουμε ποτέ τί κρύβει ο ελληνικός χερσαίος και υποθαλάσσιος χώρος. Όλα τα υπόλοιπα που ακούγονται είναι απλώς εκτιμήσεις και όχι βεβαιότητες που προκύπτουν από μετρήσιμα στοιχεία.
Και δεύτερον, επειδή σε περίπτωση που η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορεί να γίνει νέα πηγή ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης και βασικός μοχλός ενεργειακής ασφάλειας στην περιοχή. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι πρωτοβουλίες μας για τη διείσδυση της πράσινης ενέργειας όχι απλώς συνεχίζονται απρόσκοπτα, αλλά εντείνονται. Και τούτο επειδή πιστεύουμε ότι η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί κομβικό παράγοντα όχι μόνο για την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια της χώρας και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης αλλά και για φθηνή και προσιτή ενέργεια. Επομένως, τονίζω πως οι υδρογονάνθρακες δεν αποτελούν παράγοντα ανάσχεσης της πορείας της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα.
ΕΡ.: Κυρία Σδούκου βρίσκεστε στη φάση του σχεδιασμού του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Πότε θα είναι έτοιμο το κείμενο και ποιοι θα είναι οι νέοι στόχοι για τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και διείσδυσης των ΑΠΕ;
Πράγματι, η αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα αποτελεί βασική μας προτεραιότητα.. Το εγχείρημα βρίσκεται σε εξέλιξη και εξετάζουμε διάφορα εναλλακτικά σενάρια, με αφετηρία των πολιτικών μας το γεγονός ότι οι στόχοι μας για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι, πλέον, νομικά «κλειδωμένοι» στον Κλιματικό Νόμο.
Το νέο ΕΣΕΚ, που λειτουργεί παραπληρωματικά σ’αυτόν, θα χαράξει μια ασφαλή πορεία για να τους επιτύχουμε. Οι ΑΠΕ αυτονόητα θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή και, παρόλο που τα τελικά νούμερα δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί, η στόχευση είναι να κλείσουμε τη δεκαετία με εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ άνω των 25GW. Ακόμα πιο ραγδαία θα είναι η αύξηση της αποθήκευσης, με έως και 7GW νέας αποθηκευτικής ισχύος να εξετάζονται, προκειμένου να πετύχουμε το στόχο διείσδυσης των ΑΠΕ.
Σε αυτό θα συμβάλλουν και τα υπεράκτια αιολικά, όπου ο στόχος του 2030 έχει ήδη ανακοινωθεί και θα ανέρχεται σε 2GW. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στην αυξημένη φιλοδοξία για ενεργειακή αποδοτικότητα, που θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων, μεγιστοποιώντας τόσο την οικονομική όσο και την κοινωνική ωφέλεια και θωρακίζοντάς μας από κρίσεις, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα.
Επενδύσεις 35 δις. ευρώ στις ΑΠΕ
ΕΡ.: Υπάρχουν κι άλλα βήματα που μπορούν να γίνουν για την ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ και ιδίως έργων μεγαλύτερης κλίμακας;
Από την αρχή της θητείας μας έχουμε λάβει γενναία μέτρα για την ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ, με κορυφαίο την απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας, με τους νόμους 4685/2020 και 4951/2022. Ο θετικός αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων στον κλάδο είναι ήδη εμφανής: το επενδυτικό ενδιαφέρον αυξήθηκε κατακόρυφα, τα έργα ΑΠΕ ωριμάζουν αδειοδοτικά πιο γρήγορα από ποτέ και κάθε χρόνο σπάμε το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο, σε νέες συνδέσεις έργων ανανεώσιμης ισχύος όλων των κατηγοριών. Όμως «ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Γι’αυτό και εμείς συνεχίζουμε με ακόμη μεγαλύτερη ορμή και αποφασιστικότητα.
Έχουμε θέσει ως άμεση προτεραιότητά μας να προβούμε στον ορθό επιμερισμό του ηλεκτρικού χώρου, με τρόπο που θα εξασφαλίζει ότι τόσο τα μεγάλα έργα, που επιτυγχάνουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας, όσο και τα μικρότερα, θα εξασφαλίσουν μεγαλύτερο ηλεκτρικό χώρο επιτρέποντας σε ακόμη περισσότερα έργα που σήμερα λιμνάζουν λόγω της έλλειψής του, να υλοποιηθούν.
Παράλληλα, συνεργαζόμαστε με τους Διαχειριστές, βελτιώνουμε το ρυθμιστικό πλαίσιο υπό το οποίο λειτουργούν και τους υποστηρίζουμε χρηματοδοτικά, διευκολύνοντας την πρόσβασή τους στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε να μπορούν να επενδύουν στην ανάπτυξη Δικτύων που με τη σειρά τους θα επιτρέψουν την προσδοκώμενη διείσδυση των ΑΠΕ.
Φυσικά, όλη αυτή η διαδικασία δεν θα γίνει αυτόματα, ούτε είναι εύκολη υπόθεση. Τουναντίον, αν θέλουμε οι ΑΠΕ να γίνουν η ραχοκοκαλιά του ενεργειακού μας συστήματος, πρέπει να κατευθύνουμε προς αυτόν τον κλάδο τεράστια επενδυτικά κονδύλια. Και εδώ φαίνεται η δουλειά που έχει από το ΥΠΕΝ και την κυβέρνηση, αφού πετύχαμε να εμπνεύσουμε στους επενδυτές αίσθημα ασφάλειας, σταθερότητας και εμπιστοσύνης στην ελληνική αγορά ΑΠΕ. Αυτό είναι, θεωρώ, το σημαντικότερο επίτευγμά μας, που θα επιτρέψει να αντλήσουμε τα περίπου 35 δισεκατομμύρια ευρώ που θα απαιτηθούν έως το 2030, προκειμένου να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε στους Έλληνες πολίτες: Να οδηγήσουμε τη χώρα στην ενεργειακή μετάβαση.
Τον Νοέμβριο το πρόγραμμα για τα φωτοβολταϊκά στη στέγη
ΕΡ.: Ένα από τα φιλόδοξα επίσης προγράμματα που ανήγγειλε η κυβέρνηση είναι και αυτό της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας στις στέγες των κατοικιών. Πότε θα είναι έτοιμη η δράση, πόσους θα αφορά και πότε θα προκηρυχθεί;
Είναι στις άμεσες προτεραιότητες του Υπουργείου η προκήρυξη του προγράμματος και εργαζόμαστε πυρετωδώς ώστε έως το τέλος Νοεμβρίου να προχωρήσουμε στην προδημοσίευση του, Οδηγού για να αρχίσουν να προετοιμάζονται οι ενδιαφερόμενοι, κάτι που θα συνιστούσα να κάνουν ήδη από τώρα.
Να σχολιάσω για το πρόγραμμα αυτό το εξής: το πιο σημαντικό δεν είναι η επιδότηση του φωτοβολταικού σταθμού, όπου η απόσβεση και δίχως την επιδότηση, επιτυγχάνεται πολύ γρήγορα – το πολύ σε 6 έτη – αλλά το κίνητρο που παρέχουμε για την εγκατάσταση μαζί με το φωτοβολταικό, και ενός συστήματος αποθήκευσης ενέργειας. Στόχος μας είναι να καλύψουμε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους της μπαταρίας και ένα μικρό ποσοστό ως προς το κόστος του φωτοβολταικού, με την επιδότηση να φτάνει συνολικά, για το σύστημα, μέχρι και 60%. Η εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης μαζί με φωτοβολταϊκό θα βοηθήσει τους καταναλωτές σχεδόν να μηδενίσουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και να ενισχύσουν την ενεργειακή τους αυτονομία.
ΕΡ.: Στο θέμα της ενεργειακής επάρκειας η κυβέρνηση εκτός των άλλων μέτρων αποφάσισε τον περιορισμό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στις ενεργοβόρες επιχειρήσεις. Πότε θα είναι έτοιμη η πλατφόρμα των δημοπρασιών για τις βιομηχανίες;
Πριν λίγες μέρες ψηφίστηκε στη Βουλή η νομοθετική διάταξη για τη σύσταση της υπηρεσίας μείωσης ζήτησης, έναντι οικονομικού αντισταθμίσματος στις οντότητες που θα προσφέρουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία, με στόχο τον περιορισμό κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έως το τέλος Μαρτίου 2023. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο στάδιο σύνταξης της σχετικής Υπουργικής Απόφασης, που θα καθορίζει τις παραμέτρους σχεδιασμού και υλοποίησης του περιορισμού ζήτησης.
Είναι γεγονός ότι το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου είναι ασφυκτικό, ωστόσο, προσδοκούμε ότι περί τα μέσα Δεκεμβρίου η πλατφόρμα των δημοπρασιών θα είναι έτοιμη για χρήση από τους συμμετέχοντες. Προσανατολιζόμαστε δε να υιοθετήσουμε δύο τύπους δημοπρασιών, ο πρώτος εκ των οποίων θα αφορά σε τετραμηνιαίες δημοπρασίες, μία για κάθε ώρα αιχμής 18:00-21:00 και ο δεύτερος σε μηνιαίες δημοπρασίες (μία για την αντίστοιχη ώρα αιχμής), ενώ για κάθε ημερολογιακή ημέρα και ώρα αιχμής στους δύο τύπους δημοπρασιών, θα δημοπρατείται συγκεκριμένη ποσότητα ώστε να καλυφθούν οι στόχοι μείωσης που έχουν τεθεί.
Οι επιδοτήσεις ρεύματος και η μάχη του πλαφόν στις Βρυξέλλες
ΕΡ: Η κυβέρνηση ανέλαβε δύο πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών στην ενέργεια. Η πρώτη αφορά στη στήριξη των ελληνικών νοικοκυριών κι επιχειρήσεων με τις επιδοτήσεις. Υπάρχει επάρκεια πόρων στο ΤΕΜ και τον κρατικό προϋπολογισμό για τη συνέχιση αυτής της πολιτικής;
Από την αρχή της ενεργειακής κρίσης, πέρυσι το φθινόπωρο, έχουμε αναλάβει τη δέσμευση να ενισχύουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις για όσο χρειαστεί, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών μας περιθωρίων. Η στήριξη εδραιώθηκε με τη θέσπιση του μηχανισμού παρακράτησης των υπερεσόδων των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρική αγορά, μέσω του οποίου έχουμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε από τον Ιούλιο σχεδόν 2,5 δισ. ευρώ, που ανακατευθύνουμε για την ελάφρυνση των οικιακών λογαριασμών του ρεύματος.
Η αποκλιμάκωση της χονδρεμπορικής τιμής στον ηλεκτρισμό, που ξεκίνησε τον Οκτώβριο επέφερε φυσιολογικά μία κάμψη στα έσοδα του μηχανισμού, ωστόσο πρέπει να σημειώσω ότι είναι μικρότερες και οι επιδοτήσεις που απαιτούνται για να διατηρηθούν οι τιμές στο ίδιο επίπεδο με τους προηγούμενους μήνες.
Το ΤΕΜ, εκτός των πόρων του μηχανισμού, αντλεί κεφάλαια με μια σειρά εισροών, όπως το πλεόνασμα του λογαριασμού ΥΚΩ, τα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών, για τη χρονική περίοδο Οκτώβριος 2021-Ιούνιος 2022 και της προμήθειας από τον περασμένο Αύγουστο και εφεξής, καθώς και από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού που είναι απόλυτα επαρκείς για να συνεχιστεί η πολιτική των επιδοτήσεων.
ΕΡ: Η δεύτερη πρωτοβουλία έχει να κάνει με την κινητοποίηση της Ε.Ε. ώστε να παρέμβει δραστικά στις τιμές του φυσικού αερίου με το πλαφόν στο TTF. Βρίσκει η ελληνική πρόταση αποδοχή;
Σας θυμίζω πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε καταστήσει σαφές στους Ευρωπαίους εταίρους μας ήδη από τον περασμένο Μάρτιο ότι για να υπάρξει μία ολιστική λύση στο πρόβλημα των υψηλών τιμών της ενέργειας απαιτείται η λήψη μιας πανευρωπαϊκής απόφασης, κυρίως μέσω της επιβολής πλαφόν στη χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου, όπως αυτή αποτυπώνεται στον ολλανδικό κόμβο TTF.
Είναι, επίσης, γεγονός ότι η Ευρώπη δεν επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά προς αυτή την κατεύθυνση, με συνέπεια να δοκιμάζονται από τις υψηλές τιμές του αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας όλοι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνω πως συνιστά θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η Κομισιόν, αλλά και οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. που αντιτάσσονταν στην ιδέα ενός ανώτατου ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου, επανεξετάζουν τώρα την προσέγγισή τους στο θέμα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι Υπουργοί Ενέργειας των κρατών μελών θα συνεδριάσουν την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου για να συζητήσουν τον τρόπο υλοποίησης ενός στατικού ανώτατου ορίου στην τιμή φυσικού αερίου, με δυναμικά στοιχεία που θα επιτρέπουν την ενεργοποίησή του σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο.
Επομένως, είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι, που έστω και καθυστερημένα, η πρόταση του Πρωθυπουργού τυγχάνει αποδοχής από ακόμη περισσότερες χώρες, Τηρούμε βέβαια στάση αναμονής για τον τρόπο που θα εφαρμοστεί το πλαφόν, εφόσον προταθεί επισήμως από την Επιτροπή, έτσι ώστε να αποβεί πραγματικά και ουσιαστικά ωφέλιμο για τους καταναλωτές.