H κυβέρνηση επιθυμεί να μειώσει την επιβάρυνση των νοικοκυριών λόγω των συνεχιζόμενων υψηλών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, καλύπτοντας το 80% των τιμολογίων του δικτύου, ενώ οι αρχές επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν την αύξηση των τιμών από τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Καθώς τα αποθέματα φυσικού αερίου παραμένουν σε υψηλά επίπεδα άνω του 85% και οι ήπιες καιρικές συνθήκες συνεχίζονται, οι τιμές της ενέργειας στην Αυστρία υποχωρούν όπως και σε μεγάλο βαθμό στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να αισθάνονται την πίεση των τιμών που είναι υπερδιπλάσιες από ό,τι πριν από το 2022.
«Οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά παραμένουν σε υψηλό επίπεδο», δήλωσε την Τετάρτη η υπουργός Ενέργειας Leonore Gewessler.
«Ταυτόχρονα, οι στρεβλώσεις στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των τελών του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας φέτος», πρόσθεσε η ίδια.
Τα τέλη δικτύου αποτελούν μεγάλο μέρος των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και πληρώνουν για τις αναγκαίες υποδομές καθώς και για μέτρα για τη διατήρηση της λειτουργίας του δικτύου. Το 80% αυτών θα πληρωθεί από την κυβέρνηση.
Αρχικά, είχαν προβλεφθεί 475 εκατ. ευρώ για την εν λόγω στήριξη μέχρι τα μέσα του 2024. Τώρα, η Βιέννη επιδιώκει να συμπληρώσει το ταμείο με άλλα 200 εκατ. ευρώ. Ένα μέσο νοικοκυριό θα μπορούσε να αναμένει εξοικονόμηση περίπου 80 ευρώ, σημείωσε η Gewessler.
Η στήριξη θα ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Το Εμπορικό Επιμελητήριο της Αυστρίας (WKÖ) το χαρακτήρισε «σημαντικό και αναγκαίο μέτρο ανακούφισης». Η ένωση βιομηχανικών βιομηχανιών (IV) σημείωσε παρόμοια εκτίμηση.
Εν τω μεταξύ, η ρυθμιστική αρχή δικτύου της Αυστρίας E-Control και η αρχή ανταγωνισμού BWB επιφορτίστηκαν με τη διερεύνηση ενδεχόμενης υπερτιμολόγησης. «Δεν ανεχόμαστε την αύξηση των τιμών στις πλάτες των καταναλωτών», επέμεινε η Gewessler.
Οι δύο αρχές θα εγκαινιάσουν μια κοινή ομάδα εργασίας, η οποία θα λειτουργήσει μέχρι τα μέσα του 2024. Τα πρώτα αποτελέσματα αναμένονται το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Πηγή: euractiv.gr