«Ψήφο εμπιστοσύνης» στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης από την ελληνική κυβέρνηση δίνουν οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με έκθεση της EY για το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα που παρουσιάστηκε χθες. Πιο συγκεκριμένα, σε δείγμα 250 επιχειρήσεων (εκ των οποίων οι 151 είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και οι υπόλοιπες 99 όχι), το 36% απάντησε ότι η Ελλάδα διαχειρίστηκε την κρίση «ελαφρώς καλύτερα» και 7% «σημαντικά καλύτερα» από τις άλλες χώρες. Ένας στους τρεις επενδυτές (36%) ανέφεραν ότι η διαχείριση της κρίσης ήταν αντίστοιχη με αυτή άλλων χωρών.
Τα ευρήματα αυτά έρχονται να επιβεβαιώσουν τις θετικές επιδόσεις της χώρας σε ό,τι αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της εξαμηνιαίας έρευνας EY Renewable Energy Country Attractiveness Index (RECAI 61), η Ελλάδα βρέθηκε, για πρώτη φορά, στην 1η θέση του προσαρμοσμένου δείκτη της EY για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), που εξετάζει τις επιδόσεις των χωρών προσαρμοσμένες σύμφωνα με το μέγεθος του ΑΕΠ τους, ενώ διατηρεί τη 16η θέση της γενικής κατάταξης. Η έρευνα αξιολογεί τις 40 κορυφαίες οικονομίες του κόσμου και τις κατατάσσει ως προς την ελκυστικότητα των επενδυτικών ευκαιριών σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Ο προσαρμοσμένος δείκτης, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται η Ελλάδα, δίνει μια πιο αντικειμενική εικόνα της πραγματικότητας, αποτυπώνοντας τις επιδόσεις των χωρών σε σχέση με το οικονομικό τους μέγεθος.
Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι, παρά τις θετικές αυτές προοπτικές και τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, μόνο 26% των ερωτώμενων εκτιμούν ότι οι καθαρές τεχνολογίες και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα είναι μεταξύ των κλάδων που θα δώσουν ώθηση στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια. Ίσως αυτή η αντίφαση να ερμηνεύεται εν μέρει από το γεγονός ότι η ενεργειακή κρίση αναφέρεται ως ο δεύτερος σημαντικότερος κίνδυνος που θα μπορούσε να απειλήσει τη συνολική ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, μετά τον εντεινόμενο πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή, η εκτίναξη του κόστους της ενέργειας αναφέρεται ως έναν από τους βασικότερους παράγοντες που είχαν αρνητικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις το τελευταίο 12μηνο, μαζί με τις ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού σε ορισμένες περιοχές και τις δυσχέρειες στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΥ εκτιμά ότι η Ελλάδα κατέχει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ. «Ηλιακή και αιολική ενέργεια, περιλαμβανομένης της υπεράκτιας, μπορούν να καταστήσουν τη χώρα καθαρό εξαγωγέα πράσινης ενέργειας, συνεισφέροντας καθοριστικά και στη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών», σημειώνεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, παράλληλα με την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, και για το μεταβατικό διάστημα μέχρι την πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει την κατασκευή των υποδομών που θα της επιτρέψουν να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια και, ταυτόχρονα να εξελιχθεί σε ενεργειακό κόμβο της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι υποδομές αυτές περιλαμβάνουν εγκαταστάσεις αποθήκευσης και τερματικούς σταθμούς αποθήκευσης και αεριοποίησης (FSRU) υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), τους διασυνοριακούς αγωγούς φυσικού αερίου όπως ο αγωγός Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), τους υποθαλάσσιους αγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέσουν τα ηλεκτρικά δίκτυα της Ελλάδας και της Κύπρου με αυτά του Ισραήλ και της Αιγύπτου και βέβαια, τον αγωγό EastMed.
Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι οι πολιτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη δεν εξαντλούνται στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τη συνολική εικόνα συνθέτουν και παράμετροι όπως η οχύρωση από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η ενεργειακή θωράκιση των κτιριακών υποδομών, η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης στις μεταφορές, η ανακύκλωση, η διαχείριση των απορριμμάτων και των υδάτινων πόρων, τομείς όπου οι επιδόσεις της χώρας υστερούν σημαντικά, καθώς ξεκινά από ένα εξαιρετικά χαμηλό σημείο εκκίνησης. Η υστέρηση, όμως, αυτή αναδεικνύει και τις μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες που δημιουργούνται για τα επόμενα χρόνια.