Οι μηχανισμοί αποζημίωσης επάρκειας ισχύος ή/και ευέλικτης ισχύος (capacity mechanisms) κόστισαν 5,2 δις. ευρώ στις κυβερνήσεις της ΕΕ και το εν λόγω κόστος αναμένεται να αυξηθεί κατά 40% φέτος, επισημαίνεται σε έκθεση του Συνδέσμου των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών (ACER) για την ασφάλεια ηλεκτρικού εφοδιασμού της Ένωσης. Ο ACER επισημαίνει ότι στην παρούσα φάση οι μηχανισμοί αυτοί συνδέονται κατά κύριο λόγο με μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ορυκτών καυσίμων (άνθρακα και φυσικού αερίου), υπονομεύοντας δυνητικά την μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος.
Οι παρατηρήσεις αυτές του ACER είναι ενδεικτικές της επιφυλακτικότητας με τις οποίες αντιμετωπίζεται από τις Βρυξέλλες το ενδεχόμενο σύστασης νεών Μηχανισμών Ισχύος (που λειτουργούν ως σχήμα κρατικών ενισχύσεων) για μονάδες φυσικού αερίου. Κάτι όμως που θεωρείται «εκ των ων ουκ άνευ» για τον κλάδο ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, όπου μια νέα σύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου βρίσκεται σε δοκιμαστική λειτουργία (Αγ. Νικόλαος της MYTILINEOS) και άλλες δυο σε φάση κατασκευής (ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ Motor Oil και ΔΕΗ-ΔΕΠΑ- Όμιλος Κοπελούζου).
Οι εκπρόσωποι του κλάδου εκτιμούν ότι η δημιουργία Capacity Mechanism είναι απαραίτητη, δεδομένο ότι οι μονάδες φυσικού αερίου είναι απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία και την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος για το ορατό μέλλον και από την άλλη ότι θα έχουν μειωμένες ώρες λειτουργίας και επομένως μειωμένα έσοδα από τη συμμετοχή τους στην αγορά, όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Γι’ αυτούς ζητούμενο είναι να κατατεθεί συγκεκριμένη πρόταση από ελληνικής πλευράς προς τα τέλη του έτους, οπότε θα έχουν «ωριμάσει» οι συνθήκες για την αναθεώρηση του Κανονισμού για την Αρχιτεκτονική των Αγορών Ηλεκτρισμού της ΕΕ (Electricity Market Design) που θα ενσωματώνει τους νέους μηχανισμούς για την αποζημίωση τόσο των υπηρεσιών παροχής ευελιξίας (που αυτή τη στιγμή περιορίζονται στην αποθήκευση και στην απόκριση ζήτησης) όσο και επάρκειας ισχύος.
Αβεβαιότητες για τον φετινό χειμώνα
Αξιολογώντας την τρέχουσα κατάσταση των ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών, ο ACER υπογραμμίζει πως τα «σήματα» από τον κλάδο του φυσικού αερίου δείχνουν ότι οι συνθήκες έχουν ομαλοποιηθεί φέτος όσον αφορά την προμήθεια του καυσίμου, με τις τιμές να επιστρέφουν σταδιακά στα επίπεδα των αρχών του 2021. Επίσης, ήδη έχει επιτευχθεί, ή ακόμη και ξεπεραστεί ο στόχος αναπλήρωσης κατά 90% των αποθηκών αερίου στην Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, στην κανονικότητα φαίνεται να επανέρχεται σταδιακά και ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας. «Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας επανέρχονται στα προ κρίσης επίπεδα, επιτρέποντας στις κυβερνήσεις να αποσύρουν το μεγαλύτερο μέρος των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης», σημειώνεται στην έκθεση.
Την ίδια στιγμή, εξακολουθούν να υφίστανται αβεβαιότητες αναφορικά με την ασφάλεια εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια τους επόμενους μήνες που αφορούν κυρίως στις συνθήκες που θα επικρατήσουν τον ερχόμενο χειμώνα και τον τρόπο που θα επηρεαστεί η δυνατότητα αναπλήρωσης των αποθηκών αερίου για το 2024.
Η Ελλάδα
Αποτιμώντας τα μέτρα που έλαβαν οι χώρες-μέλη της ΕΕ κατά τον περασμένο χειμώνα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και αναφερόμενος ειδικά στην Ελλάδα, ο ACER σημειώνει ότι η μεγαλύτερη απειλή ήταν ενδεχόμενες ελλείψεις σε προμήθεια φυσικού αερίου, οι οποίες θα επηρέαζαν αρνητικά και την παραγωγή ρεύματος, με δεδομένο ότι το αέριο είναι βασικό καύσιμο στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να αποσοβήσει αυτό τον κίνδυνο, αυξάνοντας καταρχάς τις δυνατότητες «υποδοχής» LNG, με την προσθήκη μίας τέταρτης πλωτής δεξαμενής (FSU) στο τερματικό σταθμό του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα. Με αυτό τον τρόπο, η δυναμικότητα του τερματικού αυξήθηκε από 222 εκατ. κυβικά μέτρα σε 375 εκατ.
Ελλάδα προχώρησε επίσης την αποθεματοποίηση αερίου σε αποθήκες στη Βουλγαρία και την Ιταλία, ενώ παράλληλα αύξησε τα αποθέματα ντίζελ στις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες αερίου που μπορούν να λειτουργήσουν και με το συγκεκριμένο καύσιμο. Παράλληλα, αναθεώρησε το πρόγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, ενώ επικαιροποίησε και το Σχέδιο Προληπτικής Δράσης, με τα «αντίμετρα» για το ενδεχόμενο εμφάνισης διαταραχών στις εισαγωγές αερίου .
Υποστηρικτικά των μέτρων που προαναφέρθηκαν λειτούργησαν οι ήπιες καιρικές συνθήκες, που επικράτησαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2022-2023. Ως αποτέλεσμα, η χειμερινή περίοδος κύλησε χωρίς να υπάρξει πρόβλημα επάρκειας σε ενεργειακά προϊόντα. Πολλώ δε μάλλον εάν ληφθεί υπόψη και η βουτιά της κατανάλωσης ηλεκτρισμού: Σε σύγκριση με τον χειμώνα 2021-2022, η ζήτηση ελαττώθηκε τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο, 9,96%, 13,32%, 13,58%, 2% και 15,45% αντίστοιχα. Ανάλογη ήταν και η μεταβολή της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τις θερμοηλεκτρικές μονάδες (λιγνίτη και αερίου), με τη βουτιά να αγγίζει το 36,71% για το διάστημα Ιανουάριος – Μάρτιος 2023, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του αμέσως προηγούμενου έτους. Στο ίδιο διάστημα αναφορά, η παραγωγή από ΑΠΕ αυξήθηκε κατά 10,34%.
Ο ρόλος των διασυνοριακών διασυνδέσεων
«Κάνοντας έναν απολογισμό για το πώς εξελίχθηκε η ενεργειακή κρίση, ένα βασικό συμπέρασμα είναι ότι η ολοκλήρωση και η υψηλή διασύνδεση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας έπαιξε ζωτικό ρόλο στη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού. Οι προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου αντικαταστάθηκαν γρήγορα χάρη στην αυξημένη χρήση και κοινή χρήση υποδομών σε όλη την επικράτεια της Ε.Ε», τονίζεται χαρακτηριστικά. Υπό την ίδια λογική, η Εσωτερική Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας εξασφάλισε την αξιοποίηση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων με όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικό τρόπο, ώστε τα πλεονάσματα ηλεκτρικής ενέργειας να κατευθυνθούν εκεί όπου ήταν αναγκαίο. Ως παράδειγμα για τη σημασία των διασυνδέσεων, ο Σύνδεσμος επικαλείται την περίπτωση της Γαλλίας –μίας χώρας που παραδοσιακά είναι εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας– για την οποία οι μεγάλες εισαγωγές ρεύματος από τα γειτονικά κράτη αποτέλεσαν το «κλειδί» για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα προσφοράς.