Μενού Ροή
energiaki-ftoxia
Ενεργειακή φτώχεια: Παρά την πτώση τιμών οι κίνδυνοι παραμένουν - Τα σημεία "αιχμής"
Σημαντικά στοιχεία για την ενεργειακή φτώχεια καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ, που δημιουργεί προβληματισμό για την πρόσβαση μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε ενεργειακούς πόρους, την ώρα που σε σημαντική ποσοστό η αγορά, ειδικά ρεύματος και φυσικού αερίου έχει εξομαλυνθεί.

Συγκεκριμένα, το 39,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 14,4%.

Αυτό προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2022, από την ΕΛΣΤΑΤ. 

Επίσης, το 64,7% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 24,9%. Κι αυτό την ώρα που με εκτιμήσεις της αγοράς το "φέσι" από τους απλήρωτους λογαριασμούς είναι ήδη μεγάλο.  Στο πρόβλημα, μάλιστα, της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αναφέρθηκε ο πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) και Γενικός Διευθυντής στο Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Eνέργειας, κ. Γιάννης Μητρόπουλος ο οποίος συμμετείχε στο 6ο Athens Investment Forum Στη διάρκεια ομιλίας του σε πάνελ, υπογράμμισε το προβληματικό φαινόμενο του ενεργειακού τουρισμού τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι ανέρχεται στο 60% των ληξιπρόθεσμων οφειλών, και συγκεκριμένα στα 900 εκ. ευρώ, καθώς υπάρχει κενό στο πλαίσιο ρύθμισής τους.

Να σημειωθεί, επίσης, το 77,3% του φτωχού πληθυσμού και το 36,6% του μη φτωχού της χώρας δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 438 ευρώ. Παράλληλα, το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις) ανέρχεται σε 13,5%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις) ανέρχεται σε 16,6%. Αυτό προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2022, από την ΕΛΣΤΑΤ.

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών, η οποία ανέρχεται σε 0,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (15,6%) σε σχέση με το 2022 (15,5%). Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται αύξηση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (12,3%) σε σχέση με το 2022 (10,8%). Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών παρατηρείται μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 (13,5%) σε σχέση με το 2022 (14,6%).
 
Προσπάθεια
 
Πάντως, στο 26,1% του πληθυσμού της χώρας (2.658.400 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (26,3%), ανήλθε πέρυσι o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, με βάση τα στοιχεία της έρευνας εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, με αναφορά εισοδήματος το 2022, από την ΕΛΣΤΑΤ. Η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 8,3% το 2023 από 9,5% το 2022.
 
Υπενθυμίζεται ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.030 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 12.663 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 10.050 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.755 ευρώ.
 
 Παράλληλα. το 2023, το 18,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης αυτός ανερχόταν σε 21,4% το 2015 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2014) και έκτοτε παρουσιάζει πτωτική τάση, με εξαίρεση το 2021.

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 826.639 σε σύνολο 4.304.193 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.929.761 στο σύνολο των 10.202.862 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,8%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2022 (22,4%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,6% (18,9% το 2022) και 17,6% (15,8% το 2022), αντίστοιχα.

Green Tank και μέτρηση ενεργειακής φτώχειας

Στο μεταξυ, μικρή επιδείνωση της εικόνας που καταγράφεται για την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα με βάση  την τελευταία ανάλυση του Green Tank με σχέση με τις στρατηγικές για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στα ελληνικά νοικοκυριά.

Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, με τον δείκτη S1 (αδυναμία επαρκούς θέρμανσης κατοικίας), η ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα παρουσίασε σημαντική επιδείνωση την περίοδο 2010-2014 κυρίως λόγω της οικονομικής ύφεσης, ενώ παρατηρήθηκε βελτίωση τα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα από το 2017 και μετά. 

Το 2014 περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά και περισσότερα από τα μισά φτωχά νοικοκυριά δεν μπορούσαν να θερμάνουν επαρκώς την κατοικία τους. Ωστόσο, ο αριθμός των νοικοκυριών με ανεπαρκή θέρμανση το 2019 ήταν μόνο οριακά υψηλότερος από τον αντίστοιχο του 2010 (στην αρχή της οικονομικής κρίσης), ενώ το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών που δεν μπορούν να θερμάνουν επαρκώς τις κατοικίες τους ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2010 (αλλά διατηρήθηκε στο επίπεδο του 35%). Μικρή επιδείνωση του δείκτη παρατηρείται και πάλι την περίοδο 2021-2022, πιθανότατα λόγω των αυξημένων τιμών ενέργειας. 

Η εξέλιξη του δείκτη S2 (ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας) ήταν παρόμοια (αλλά με απόκλιση 1-2 ετών), καθώς το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην πληρωμή των λογαριασμών ενέργειας αυξάνεται από το 2010 μέχρι το 2016. Εκείνη τη χρονιά, το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας επηρέασε το 42,2% του συνόλου των νοικοκυριών και πάνω από το 65% των φτωχών νοικοκυριών στην Ελλάδα. 

Παρά τη μικρή βελτίωση τα επόμενα έτη, ο δείκτης S2 δεν ακολουθεί τη εντυπωσιακή πτώση που είχε ο δείκτης S1, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας και της χαμηλής αύξησης του εισοδήματος των νοικοκυριών. Επιπλέον, ο ρυθμός ανακούφισης από την ενεργειακή φτώχεια είναι πιο χαμηλός στα φτωχά νοικοκυριά. 

Σημαντική επιδείνωση του δείκτη αυτού παρατηρήθηκε το 2022, λόγω των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων. Τέλος, η ανάλυση του δείκτη S3 (διαβίωση σε κατοικία με διαρροή στην οροφή, υγρούς τοίχους, δάπεδα ή θεμέλια, ή σήψη στα κουφώματα ή στο δάπεδο) εμφανίζει συνεχή βελτίωση καθ' όλη την υπό εξέταση περίοδο. 

Όπως αναφέρει το Green Tank, η κατασκευή νέων κτιρίων, και ιδίως οι ενεργειακές ανακαινίσεις των υπαρχόντων κτιρίων, βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση του κτιριακού αποθέματος, γεγονός που αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για τη μακροπρόθεσμη ανακούφιση από την ενεργειακή φτώχεια. Η ανάλυση αυτών των τριών υποκειμενικών δεικτών δείχνει ότι οι ενεργειακά φτωχοί πολίτες προέρχονται από όλα τα εισοδηματικά εκατοστημόρια, ωστόσο το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας παρουσιάζεται σημαντικά πιο έντονο στα φτωχά νοικοκυριά. 

Η διακύμανση των δεικτών S1 και S2 κατά την περίοδο 2010-2021 δείχνει ότι, σε μεγάλο βαθμό, τα πολύ υψηλά ποσοστά ενεργειακής φτώχειας (άνω του 25%) που καταγράφονται στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου οφείλονται στην οικονομική κρίση, στη μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών (από το 2010 έως περίπου το 2016) και στην αύξηση των τιμών της ενέργειας, η οποία δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση του εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά, 15% των νοικοκυρών διαμένει σε κατοικίες με σοβαρά λειτουργικά προβλήματα. Στην περίπτωσή τους, το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας πιθανότατα παρουσιάζει περισσότερα δομικά χαρακτηριστικά.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας