Μενού Ροή
Παραμένει η εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενους πόρους - Κυριαρχεί το πετρέλαιο
Το εισαγόμενο πετρέλαιο παραμένει το κύριο ενεργειακό προϊόν, με βάση το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Economic Research της Alpha Bank, που σε  ανάλυσή του με τίτλο, η Ελληνική Οικονομία: «Ενεργειακό μίγμα, Γεωπολιτικές εξελίξεις και Εμπόριο καυσίμων: H Στρατηγική Θέση της Ελλάδας» καταγράφει παράλληλα ότι  η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας παραμένει μεγάλη καθώς σημαντική αύξηση παρουσιάζει, επίσης, το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
 
Όπως αναφέρει η μελέτη, το ενεργειακό ισοζύγιο (energy balance), η μικτή διαθέσιμη ενέργεια είναι το σύνολο των διαθέσιμων ενεργειακών προϊόντων, το οποίο ισούται με τις καθαρές εισαγωγές (εισαγωγές μείον εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων), συν την πρωτογενή παραγωγή ενεργειακών προϊόντων, μείον τις μεταβολές στα αποθέματα. Το 2022, η μικτή διαθέσιμη ενέργεια κυμαινόταν στις 23.774 χιλ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ), έχοντας μειωθεί οριακά σε σχέση με το 2021, αλλά κατά 19% σε σύγκριση με το 2012. 
 
Η μικτή διαθέσιμη ενέργεια στην Ελλάδα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων, κυρίως πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το 2022, οι καθαρές εισαγωγές σε ενεργειακά προϊόντα έφθασαν στους 18.924 χιλ. ΤΙΠ, συνιστώντας περίπου το 80% του συνόλου της μικτής διαθέσιμης ενέργειας, ενώ η πρωτογενής παραγωγή, η οποία περιλαμβάνει κυρίως τον λιγνίτη και τις ΑΠΕ, διαμορφώθηκε στις 5.254 χιλ. ΤΙΠ. Σημειώνεται ότι ένα μέρος από τη μικτή διαθέσιμη ενέργεια υπόκειται σε μετασχηματισμούς για να παραχθούν δευτερογενή προϊόντα, όπως η ηλεκτρική ενέργεια, ενώ ένα άλλο μέρος της τροφοδοτεί απευθείας την τελική κατανάλωση.
 

Η Κομισιόν

Να σημειωθεί ότι σημαντικά εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα παραμένει η Ελλάδα, ιδίως σε ότι αφορά τον τομέα των μεταφορών, σύμφωνα με νέα έκθεση πρόσφατη της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία.  Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα κυρίως στην ανάπτυξη των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, η χώρα παραμένει εξαρτημένη κατά 55% από το πετρέλαιο και 20% από το φυσικό αέριο.  Συγκεκριμένα, πολύ αργή χαρακτηρίζεται η πρόοδος στη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων στις μεταφορές, που παραμένουν ο τομέας με τις μεγαλύτερες εκπομπές άνθρακα, ενώ αντίθετα η χρήση ΑΠΕ βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Μάλιστα, η Ελλάδα διαθέτει έναν εκ των παλαιότερων στόλων οχημάτων στην ΕΕ.  Σύμφωνα με τα παραπάνω συστήνεται η εφαρμογή περισσότερο φιλόδοξων πολιτικών για την επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού των μεταφορών. Σε αυτές περιλαμβάνονται η υποχρεωτική μετάβαση σε ηλεκτροκινητήρες καθώς και η απόσυρση, για περισσότερες κατηγοριών οχημάτων. Επίσης, η μείωση της κυκλοφορίας ΙΧ στο κέντρο των μεγάλων πόλεων, με ταυτόχρονη ενίσχυση των ΜΜΜ.  Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι στα πλαίσια του REPower περιλαμβάνονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να επιταχύνουν την μετάβαση, η έκθεση εντοπίζει πως απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες για τη μείωση της εξάρτησης της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα.  Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται η ανάγκη να ξεπεραστούν επικείμενες καθυστερήσεις, ώστε να εφαρμοστεί ταχύτερα και αποτελεσματικά το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, συμπεριλαμβανομένου του REPowerEU.
 
 

Το μίγμα διαθέσιμης ενέργειας

 
Αναλύοντας το ισοζύγιο της μικτής διαθέσιμης ενέργειας, το 2022, ανά ενεργειακό προϊόν (SIEC: Standard International Product Classification), το 58% ήταν πετρέλαιο (συμπεριλαμβανομένων και άλλων πετρελαιοειδών ενεργειακών προϊόντων), το 19% φυσικό αέριο, το 15% προήλθε από τις ΑΠΕ, όπως αιολική και ηλιακή ενέργεια και το 7% από τα στερεά ορυκτά καύσιμα, εκ των οποίων το κύριο είδος στην Ελλάδα είναι ο λιγνίτης. 

Το μίγμα αυτό έχει μεταβληθεί σημαντικά, την τελευταία δεκαετία, σηματοδοτώντας τη στροφή προς τις ΑΠΕ και την υποκατάσταση του λιγνίτη -παρά την προσωρινή αύξηση της χρήσης του την τελευταίαδιετία εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης- αφού, το 2012, ο λιγνίτης συμμετείχε κατά 28% στη διαθέσιμη ενέργεια και οι ΑΠΕ κατά 8%. 

Παρά τη σημαντική πτώση της συμμετοχής του λιγνίτη εντός των τελευταίων δέκα ετών και την άνοδο των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, το εισαγόμενο πετρέλαιο παραμένει το κύριο ενεργειακό προϊόν. Σημαντική αύξηση παρουσιάζει, επίσης, το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Από το 2012 μέχρι το 2021, πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, το φυσικό αέριο είχε αυξηθεί σωρευτικά κατά 49%, ενώ, το 2022, μειώθηκε από τις 5,5 χιλ. ΤΙΠ σε 4,4 χιλ. ΤΙΠ.

Η γεωγραφική κατανομή του εμπορίου καυσίμων από και προς την Ελλάδα πριν και μετά από τις γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών

Η Ελλάδα, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τα καύσιμα άλλων χωρών για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών και αναγνωρίζοντας τις νέες προκλήσεις, έχει υιοθετήσει στρατηγικές για την αύξηση της ενεργειακής της αυτονομίας, τη διαφοροποίηση των προμηθευτών της και του ενεργειακού της μίγματος, καθώς και για την ενίσχυση της ενεργειακής της αποδοτικότητας. Οι προσπάθειες αυτές παίζουν σημαίνοντα ρόλο ούτως ώστε η χώρα να είναι θωρακισμένη απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους επάρκειας του ενεργειακού της ανεφοδιασμού και της ενεργειακής της βιωσιμότητας και ασφάλειας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία επέφερε αλλαγές στις τιμές, καθώς και στο μίγμα των εισαγωγών και τις χώρες προέλευσης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Οι εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων, μειώθηκαν συνολικά κατά 3% σε ετήσια βάση, το 2022, φθάνοντας στις 37,6 χιλ. ΤΙΠ, ενώ, εντός της δεκαετίας 2012-2022, αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 16% (Γράφημα 3α). Αντιστοίχως, οι εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων από την Ελλάδα, οι οποίες κατά το 95% είναι διυλισμένο πετρέλαιο, ήταν μειωμένες κατά 13%, το 2022, έναντι του 2021, αλλά αυξήθηκαν κατά 45% στο διάστημα 2012-2022. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω μεταβολών, οι καθαρές εισαγωγές ενέργειας στη χώρα αυξήθηκαν κατά 10% το 2022, σε ετήσια βάση, αλλά υποχώρησαν κατά 3% σε σύγκριση με το 2012.

Με βάση την κατανομή των εισαγωγών ανά ενεργειακό προϊόν, το πετρέλαιο και τα προϊόντα πετρελαίου αποτελούσαν το 85% των συνολικών εισαγωγών το 2022, δηλαδή 31,9 χιλ. τόννους. Οι εισαγωγές πετρελαίου μειώθηκαν μόλις κατά 1% σε σύγκριση με το 2021, αλλά αυξήθηκαν κατά 15% σε σχέση με το 2012. Ανάμεσα στους κυριότερους προμηθευτές της Ελλάδας ήταν το Ιράκ, από το οποίο εισήχθησαν 10.201 χιλ. τόννοι πετρελαίου, καλύπτοντας το 32% των προμηθειών (Γράφημα 3β). Το Καζακστάν ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή, καλύπτοντας το 18% των συνολικών εισαγωγών, ενώ και οι εισαγωγές από την εν λόγω χώρα αυξήθηκαν σημαντικά, την τελευταία δεκαετία. Άλλες προμηθεύτριες χώρες είναι η Λιβύη (10%), η Σαουδική Αραβία (4%) και η Αίγυπτος (4%). Οι εισαγωγές από την Ρωσία μειώθηκαν δραστικά, το 2023, κατά 87% λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν σε αυτή τη χώρα από την ΕΕ στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο της Ρωσίας στο σύνολο των εισαγωγών πετρελαίου να περιοριστεί σε μόλις 2% το 2023 (από 18% το 2022), και να αντικατασταθεί από εισαγωγές από χώρες όπως το Καζακστάν, η Τουρκία, το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Οι εισαγωγές φυσικού αερίου αντιπροσώπευαν το 13% των εισαγωγών ενέργειας το 2022, δηλαδή 4.885 χιλ. ΤΙΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 10% σε ετήσια βάση, αλλά αύξηση κατά το ένα τρίτο, από το 2012 έως το 2022 (Γράφημα 3α). Οι κυριότεροι προμηθευτές της Ελλάδας ήταν οι ΗΠΑ (32%), το Αζερμπαϊτζάν (20%), η Ρωσία (17%), η Αλγερία (8%) και η Αίγυπτος (8%), από τις οποίες η χώρα εισήγαγε συνολικά το 85% του φυσικού αερίου το 2022 (Γράφημα 4α). Οι εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία μειώθηκαν δραστικά κατά 62% το 2022, σε σύγκριση με το 2021, περιορίζοντας το μερίδιό της στο 17% (από 41% το 2021). Οι μειωμένες αυτές εισαγωγές αντικαταστάθηκαν από προμήθειες από τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο, την Νιγηρία και την Νορβηγία. Το LNG αντιστοιχούσε σε περίπου τα δύο τρίτα των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου το 2022 (35% το 2021 και 16% το 2013). Το 2023, οι εισαγωγές LNG μειώθηκαν κατά 27%, φτάνοντας τα 2.607 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, εκ των οποίων το 38% προήλθε από τις ΗΠΑ (52% το 2022) και το 30% από την Ρωσία, η οποία αύξησε τις εξαγωγές LNG προς την Ελλάδα το ίδιο έτος (Γράφημα 4β).

Τέλος, όπως προαναφέθηκε, οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων έχουν εξομαλυνθεί, με τη μέση τιμή αργού πετρελαίου Brent, για το πρώτο πεντάμηνο του 2024, να διαμορφώνεται στα 83,5 δολάρια / βαρέλι (81,0 δολάρια / βαρέλι το αντίστοιχο διάστημα του 2023 και 101,6 δολάρια / βαρέλι το 2022) και την τιμή TTF φυσικού αερίου σε συμβόλαια ενός μηνός στα 28,5 €/MWh (46,4 €/MWh το αντίστοιχο διάστημα του 2023 και 99,1 το 2022). Αντίστοιχα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για το φυσικό αέριο, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2024, υποχώρησε σημαντικά (-48%) σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023, ενώ το πρώτο τετράμηνο του 2023 είχε αυξηθεί κατά 14%. Ο ΕνΔΤΚ για το πετρέλαιο κίνησης σημείωσε οριακή πτώση της τάξης του 1% το πρώτο τετράμηνο του 2024, έναντι του πρώτου τετραμήνου  τη βενζίνη (-2% το πρώτο τετράμηνο του 2023 έναντι του πρώτου τετραμήνου του 2022).

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας