της Μαρίας Αδαμίδου
Το μέτωπο των «15» που σχηματίστηκε στους κόλπους της Ε.Ε., και, τουλάχιστον προς το παρόν, παραμένει αρραγές ζητώντας την επιβολή πλαφόν στην τιμή φυσικού αερίου, φαίνεται πως κατάφερε να κινητοποιήσει τις Βρυξέλλες, οι οποίες μέχρι πρότινος δεν έδειχναν τη διάθεση να προχωρήσουν σε κάποια επίσημη κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση.
Η επιστολή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προς τα 27 κράτη-μέλη και η δήλωση της Επιτρόπου Ενέργειας της Ε.Ε, Κάντρι Σίμσον, που δεσμεύεται για την παρουσίαση ενός διορθωτικού μηχανισμού της αγοράς φυσικού αερίου εντός της ερχόμενης εβδομάδας και αμέσως μετά νομοθετικής πρότασης, αποδεικνύουν ότι η κατηγορηματική στάση των «15», μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, υποχρεώνει τις Βρυξέλλες σε ανάληψη δράσης. Υπενθυμίζουμε ότι αυτό που ζητούν συγκεκριμένα από την Επιτροπή είναι να καταθέσει νομοθετική πρωτοβουλία και όχι κάποια άλλη μορφή πρότασης πριν από το Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας στις 24 Νοεμβρίου, αλλιώς εμμένουν στο να μπλοκάρουν τον κανονισμό αλληλεγγύης.
Γιατί όμως οι χώρες που ζητούν την επιβολή πλαφόν φτάνουν στο σημείο να απειλήσουν ότι θα μπλοκάρουν τον κανονισμό σε μια στιγμή που η αλληλεγγύη είναι κρίσιμη για την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης;
Ας δούμε καταρχάς ποιος έχει άμεση ανάγκη την αλληλεγγύη: η Γερμανία, η οποία είδε την ενεργειακή της ασφάλεια να απειλείται δραματικά, μετά τη διακοπή ροής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ναι μεν έχει κατορθώσει να γεμίσει τις αποθήκες της στο 95% και άρα δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα κατά τους χειμερινούς μήνες, ωστόσο τα αποθέματα θα έχουν εξαντληθεί σε πολύ σημαντικό βαθμό την ερχόμενη Άνοιξη. Με δεδομένο ότι η ενεργειακή κρίση δεν αναμένεται να έχει τελειώσει μέχρι τότε, όπως σωστά επισημαίνει στην επιστολή της και η πρόεδρος της Κομισιόν, θα αποτελέσει πρόκληση η διασφάλιση αρκετού αερίου πριν τον επόμενο χειμώνα, δηλαδή το 2023/24. Άρα το Βερολίνο χρειάζεται την αλληλεγγύη των υπολοίπων, που έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου. Ταυτόχρονα, όμως, η Γερμανία είναι αυτή που ηγείται του μπλοκ που αντιστέκεται στην επιβολή πλαφόν στις τιμές.
Στον αντίποδα, οι «15» που συνασπίστηκαν με πρωτοβουλία της Ελλάδας, της Ιταλίας, του Βελγίου και της Πολωνίας, βλέπουν ως σημαντικότερο πρόβλημα, που απαιτεί άμεση διαχείριση και λύση, την χονδρική τιμή φυσικού αερίου. Όπως τονίζουν σε επιστολή που είχαν συνυπογράψει και αποστείλει στην Κομισιόν: «Το ανώτατο όριο τιμών που έχει ζητηθεί από την αρχή από έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό κρατών μελών είναι το μόνο μέτρο που θα βοηθήσει κάθε κράτος-μέλος να μετριάσει την πληθωριστική πίεση, να διαχειριστεί τις προσδοκίες και να παράσχει ένα πλαίσιο σε περίπτωση πιθανών διαταραχών του εφοδιασμού και να περιορίσει τα επιπλέον κέρδη στον κλάδο».
Ποιες είναι οι χώρες αυτές; Το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πορτογαλία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Ισπανία. Αρκετά από τα κράτη αυτά έχουν διασφαλίσει την ενεργειακή τους επάρκεια με εναλλακτικές πηγές και οδεύσεις φυσικού αερίου, όπως η Ελλάδα. Δεν είναι, όμως, προφανώς τυχαίο, ότι στην πλειοψηφία τους οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν σημαντικό ποσοστό ενεργειακής ένδειας, κάτι που δεν σχετίζεται με την επάρκεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2021, τα οποία επεξεργάστηκε η γερμανική εταιρεία Statista, ο μέσος όρος ενεργειακής ένδειας στην Ε.Ε. αγγίζει το 7%, και οι χώρες που πιέζουν για την επιβολή πλαφόν είναι κατά κύριο λόγο εκείνες με το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που δεν μπορούν να θερμανθούν επαρκώς κατά τους χειμερινούς μήνες.
Στη χώρα μας, το ποσοστό αυτό έφτανε το 17,5% ενώ στη Βουλγαρία το 23,7% και στην Ισπανία το 14,2%. Ακόμη και στη Γαλλία που αξιοποιεί πυρηνική ενέργεια, το 6% των πολιτών δεν έχουν ικανοποιητική θέρμανση.
Σαφώς, στη διαμόρφωση του φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας συντελούν διάφοροι λόγοι, όπως η προσβασιμότητα, ωστόσο σε συντριπτικό ποσοστό, το ενεργειακό κόστος φέρει την ευθύνη. Εάν τον χειμώνα του 2021, όταν η ενεργειακή κρίση δεν είχε αρχίσει ακόμη να δείχνει τόσο τα δόντια της, μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού δεν μπορούσε να θερμάνει ικανοποιητικά τις κατοικίες τους, τότε οι τιμές του 2022/23 θα εντείνουν δραματικά το πρόβλημα χωρίς την επιβολή κάποιου πλαφόν. Σε σύγκριση με το 2021, έχει σημειωθεί αύξηση τιμών σχεδόν 400% και διπλασιασμός σε σύγκριση με τις αρχές του 2022.
Παρότι από τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους οι τιμές φυσικού αερίου έχουν σημειώσει σημαντική πτώση, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια εάν θα διατηρηθεί η πτωτική τάση.
Εξ ου και το πλαφόν στις τιμές είναι μόνο το πρώτο βήμα. Όπως υπογραμμίζουν οι υπουργοί Ενέργειας των «15»: « Αυτό το ανώτατο όριο(στην τιμή φ.α.) αποτελεί προτεραιότητα και μπορεί να συμπληρωθεί με προτάσεις για την ενίσχυση της χρηματοοικονομικής εποπτείας της αγοράς φυσικού αερίου και την ανάπτυξη εναλλακτικών σημείων αναφοράς για την τιμολόγηση του φυσικού αερίου στην Ευρώπη».