Στα 800 εκατ. ευρώ ανέρχονται τα κόστη που προκύπτουν για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος για το 2024 κι έχουν τον κωδικό ΛΠ3 με βάση τα όσα συζητήθηκαν στη σχετική μακρά συνάντηση που έλαβε χώρα, τη Μεγάλη Τρίτη, μεταξύ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), του φορέα που εκπροσωπεί πάνω από 30 ενεργοβόρες βιομηχανίες και της ΡΑΕΕΥ.
Κατά, τη συνάντηση, μάλιστα, στα γραφεία της Αρχής η Grant Thornton έκανε παρουσίαση της μελέτης της σχετικά με τον ΛΠ3, που είχε ζητήσει η ΕΒΙΚΕΝ. Να σημειωθεί ότι είχε, δε, προηγηθεί αντίστοιχη σύσκεψη με τα στελέχη του ΑΔΜΗΕ πριν ένα μήνα. Με βάση, δε, πληροφορίες, τόσο ο ΑΔΜΗΕ και η ΡΑΑΕΥ αποδέχθηκαν ότι η μελέτη στην τελική της μορφή και τα αποτελέσματα που παρουσιάζει είναι απολύτως σωστά.
Όπως αναφέρεται, αναφορικά με το κόστος του ΛΠ3 στη συνάντηση με τη ΡΑΑΕΥ προέκυψε ότι δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος του redispatching (κόστος ενέργειας από κατανομή) που ήταν περίπου 280εκ€ το 2023.Άρα, με βάση σχετικές πληροφορίες, το συνολικό κόστος του ΛΠ3 ξεπερνά τα 800 εκ το 2024. Ποσό που επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και βέβαια αποτελεί "νάρκη" συνολική για την οικονομία.
Στο φόντο αυτό, με το πέρας της συνάντησης (διάρκειας 2.30 ωρών) συμφωνήθηκε να προχωρήσει η μελέτη σε βάθος ανά συμμετέχοντα στην αγορά.
Η διαδικασία
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο λογαριασμός προσαυξήσεων (ΛΠ3) αποτυπώνει τα κόστη της Αγοράς Εξισορρόπησης, που “φουσκώνουν”, όσο μεγαλώνει η απόκλιση προσφοράς και ζήτησης, κάτι που εντείνεται με την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, η όλη διαδικασία εξελίσσεται ως εξής: Κάθε μέρα οι προμηθευτές δηλώνουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας τις ποσότητες που εκτιμούν ότι την επόμενη ημέρα θα προωθηθούν για την κάλυψη των αναγκών των πελατών τους. Ανάλογα και οι παραγωγοί ενέργειας δηλώνουν τις μονάδες και την αντίστοιχη παραγωγή για την κάλυψη αυτής της ζήτησης, υποβάλλοντας τις προσφορές τους στην Αγορά της Επόμενης Μέρας (DAM).
Εν συνεχεία, ο ΑΔΜΗΕ, σταθμίζοντας τα δεδομένα, μπορεί να ζητήσει από κάποιες μονάδες να ανεβάσουν την απόδοσή τους ή να τη μειώσουν αντιστοίχως για να ισορροπήσει σε πραγματικό χρόνο την προσφορά με τη ζήτηση και να μην απειληθεί το σύστημα πτώση, δηλαδή, με μπλακ άουτ.
Στο πλαίσιο αυτό, όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση προσφοράς – ζήτησης, τόσο αυξάνεται το κόστος εξισορρόπησης. Να σημειωθεί ότι η απόκλιση μεγαλώνει όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ λόγω της ασταθούς και μη προβλέψιμης παραγωγής τους. Όταν η ζήτηση είναι υψηλότερη από αυτή που είχε προβλεφθεί και χρειάζονται επειγόντως επιπλέον φορτία, αυτά οι παραγωγοί ενέργειας τα προσφέρουν με ακόμη πιο υψηλές τιμές.
Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει η μελέτη της Grant Thornton, τον Νοέμβριο του 2024 η μέση τιμή των έκτακτων φορτίων που χρειάστηκαν για την ευστάθεια του συστήματος διαμορφώθηκε στα 219 ευρώ/MWh, όταν η τιμή αγοράς ήταν 145,243 ευρώ/MWh.
Με βάση το πλαίσιο, αυτή η απόκλιση, δεν είναι παράνομη. Ωστόσο, με βάση παράγοντες της βιομηχανίας, γίνεται “κατάχρηση” και έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο να υπερδηλώνονται φορτία σε σχέση με τη ζήτηση. Έτσι, η Grant Thornton, στη μελέτη της για τον λογαριασμό προσαυξήσεων (ΛΠ3), εντοπίζει συμπεριφορές που, σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, χρήζουν διερεύνησης ως προς τη νομιμότητά τους από τις αρμόδιες Αρχές.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι την περίοδο Ιανουαρίου 2023 – Νοεμβρίου 2024 οι προμηθευτές ενέργειας υπερδήλωσαν φορτία. Δήλωσαν, δηλαδή, στο Χρηματιστήριο Ενέργειας παραπάνω ποσότητες από αυτές που χρειάζονται για τους πελάτες τους, τάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όπως επισημαίνει η ΕΒΙΚΕΝ στη σχετική επιστολή της προς την αρμόδια αρχή (ΡΑΑΕΥ) και τον ΑΔΜΗΕ, αυτό «υποδηλώνει στρατηγική».
Η υπερδήλωση φορτίου κυμαίνεται στο 5%-7,5% και έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση υψηλότερων τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αφού αυξάνει πλασματικά τη ζήτηση. Αυτό μάλιστα γίνεται παρότι για αυτές τις αποκλίσεις οι προμηθευτές τιμωρούνται από τον ΑΔΜΗΕ με τη «χρέωση μη συμμόρφωσης». Εξ αυτού του λόγου η ΕΒΙΚΕΝ αποδίδει ευθύνη στις καθετοποιημένες εταιρείες της αγοράς, δηλαδή όσες έχουν και παραγωγή και μερίδια στην αγορά τροφοδοτώντας τους τελικούς καταναλωτές.
Έτσι, με βάση τη μελέτη της Grant Thorton, για τις συστηματικές υπερδηλώσεις φορτίου στην DAM η ΡΑΑΕΥ όπως καταφαίνεται ζητά περισσότερα στοιχεία σχετικά με την ανάλυση της Grant Thorton, για να αξιολογηθούν οι επόμενες κινήσεις.
Η επιστολή για τις αρνητικές τιμές
Ήδη, προ ημερών, ηχηρό “σήμα” έχει εκπέμψει η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) σε σχέση με στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, που τελικά οδηγούν σε “φουσκωμένα” κόστη στους καταναλωτές, ειδικά, δε, της βιομηχανίας. Με επιστολή στη ΡΑΑΕΥ, μάλιστα, ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνης Κοντολέων ζητούσε παρέμβαση της Αρχής για στρεβλώσεις στην Αγορά Επόμενης Μέρας (DAM), καθώς, οι τιμές στην DAM δεν αντανακλούν το κόστος παραγωγής και ταυτόχρονα καταγράφεται σημαντική συστηματική υπερδήλωση του φορτίου, η Ένωση των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών εστιάζει στην Αγορά Εξισορρόπησης.
‘Ειδικότερα, μετέχοντας στη δημόσια διαβούλευση που διενεργεί η ΡΑΑΕΥ επί της πρότασης του ΑΔΜΗΕ για την επαναφορά αρνητικών τιμών στις προσφορές μονάδων ΑΠΕ, η ΕΒΙΚΕΝ, αφού εξέφρασε την συγκατάθεσή της στην θέσπιση αρνητικών τιμών στην Αγορά Εξισορρόπησης, τόνισε ότι παράλληλα απαιτούνται διορθωτικά μέτρα μια και διαφορετικά η επιδείνωση του κόστους είναι σχεδόν βέβαιη, ειδικά στους καταναλωτές Μέση Τάση, των οποίων η τιμολόγηση είναι συνδεδεμένη με την τη χονδρεμπορική αγορά.
Συγκεκριμένα, η Ένωση ανέφερε ότι, επί της αρχής, συμφωνεί να υιοθετηθούν αρνητικές τιμές στην υποβολή προσφορών για καθοδική ενέργεια εξισορρόπησης, ώστε οι μονάδες ΑΠΕ να αποζημιώνονται όταν περικόπτεται η παραγωγή τους για λόγους ευστάθειας του συστήματος. αλλά καλεί τη ΡΑΑΕΥ να εξετάσει με προσοχή τόσο τις τρέχουσες στρεβλώσεις, όσο και τα φαινόμενα που καταγράφηκαν στο πρόσφατο παρελθόν.
Η ΕΒΙΚΕΝ προειδοποίησε ότι η εισαγωγή των αρνητικών τιμών θα επιβαρύνει περαιτέρω τον λογαριασμό προσαύξησης ΛΠ-3, ο οποίος από τον Ιούλιο του 2023 έχει εκτοξευτεί στα 16 €/MWh. Η άνοδος αυτή σχετίζεται κυρίως με την αύξηση των προσφορών από συμμετέχοντες στην Αγορά Εξισορρόπησης.
Υπενθυμίζεται ότι το υφιστάμενο κατώτατο όριο για τις προσφορές Ενέργειας Εξισορρόπησης είναι 0 €/MWh, σύμφωνα με την Απόφαση 54/2021 της ΡΑΑΕΥ. Η ίδια απόφαση διαπιστώνει ότι, σε συγκεκριμένη περίοδο (30.11.2020 – 06.12.2020), το κόστος της Αγοράς Εξισορρόπησης είχε διαμορφωθεί σε δυσανάλογα υψηλά επίπεδα, με τον ΛΠ-3 να φτάνει τα 36 €/MWh.
Η ΕΒΙΚΕΝ έθεσε το ερώτημα κατά πόσο είναι διασφαλισμένο ότι η εφαρμογή του νέου πλαισίου δεν θα οδηγήσει σε επανάληψη αντίστοιχων στρεβλώσεων – πόσο μάλλον όταν, από τον Ιούλιο του 2023, έχει καταγραφεί τριπλασιασμός της καθοδικής Χρηματιστηριακής Ενέργειας Εξισορρόπησης (χΕΑΣ).
Όπως αναφέρεται, η κατάργηση του κατώτατου ορίου τιμών για την Kαθοδική Ενέργεια Εξισορρόπησης χειροκίνητης ΕΑΣ, ενδέχεται να προκαλέσει νέα αύξηση στο κόστος του ΛΠ-3. Κατά την ΕΒΙΚΕΝ, η ανοδική πορεία της καθοδικής χΕΑΣ οφείλεται κυρίως σε συστηματική υπερδήλωση φορτίου, η οποία καταλήγει σε θετική απόκλιση μεταξύ προβλεπόμενης και πραγματικής κατανάλωσης, της τάξης του 5%–7,5%. Για παράδειγμα, μόνο για τον Σεπτέμβριο καταγράφηκε θετική απόκλιση 303 GWh – ποσότητα που ισοδυναμεί με 300–500 MWh ανά ώρα.
Όπως τόνισε η ΕΒΙΚΕΝ, αυτές οι συμπεριφορές δημιουργούν υπόνοιες προσπάθειας χειραγώγησης των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας. Η σημερινή εικόνα της Αγοράς Εξισορρόπησης, υποστηρίζει, δεν ανταποκρίνεται στις βασικές αρχές λειτουργίας μιας ευρωπαϊκής αγοράς υπό κανονιστικό έλεγχο.
Συνοψίζοντας, η ΕΒΙΚΕΝ κάλεσε την Αρχή να διασφαλίσει ότι πριν τη θέσπιση αρνητικών τιμών, ακόμη και υπό την προϋπόθεση ταυτόχρονης εισαγωγής προσωρινού κατώτατου ορίου -50 €/MWh, θα έχουν προηγηθεί μέτρα που αποκαθιστούν τις βασικές στρεβλώσεις στη σημερινή λειτουργία της αγοράς.