Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες της ΕΕ, όπου οι λιανικές τιμές ηλεκτρισμού ακολουθούν με αργούς ρυθμούς την αποκλιμάκωση των χονδρεμπορικών τιμών. Η εκτίμηση αυτή περιέχεται -μεταξύ πολλών άλλων- σε εκτενή μελέτη του Συνδέσμου των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ (ACER), όπου αξιολογούνται τα μέτρα που ελήφθησαν πανευρωπαϊκά για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Ο ACER υπολογίζει ότι οι λιανικές τιμές έχουν υποχωρήσει μόλις κατά 8% στην Ελλάδα (Απρίλιος 2023) σε σχέση με το υψηλότερο σημείο του κατά την ενεργειακή κρίση, από τα χαμηλότερα ποσοστά πανευρωπαϊκά, αν και καταγράφονται τέσσερις χώρες (Βουλγαρία, Σλοβακία, Μάλτα και Πολωνία), όπου οι τιμές….δεν μειώθηκαν καθόλου. Στον αντίποδα, στην Ιταλία μειώθηκαν κατά 39%, στην Πορτογαλία κατά 29%, στην Ισπανία κατά 47% και στη Δανία κατά 66%.
Η συμπεριφορά προμηθευτών και οι ρήτρες
«Κάποιες χώρες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την προσεκτική εξέταση της συμπεριφοράς των προμηθευτών ρεύματος και των διάφορων Ρητρών που περιλαμβάνονται στα συμβόλαια των τελικών καταναλωτών» τονίζεται στην έκθεση που έρχεται σε μια «λεπτή» συγκυρία για την Ελλάδα.
Και τούτο γιατί δρομολογείται η επιχείρηση επιστροφής της λιανικής αγοράς ρεύματος στην κανονικότητα, χωρίς επιδοτήσεις και με απελευθέρωση της τιμολογιακής πολιτικής, με τις ζυμώσεις στο «τρίγωνο» Υπουργείο Ενέργειας-Ρυθμιστική Αρχή (ΡΑΑΕΥ) και προμηθευτών να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Υπενθυμίζεται ότι η ΡΑΑΕΥ έδωσε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση τον οδικό χάρτη για την επιστροφή των τιμολογίων στην κανονικότητα και αναμένεται σύντομα να δημοσιεύσει την τελική της εισήγηση, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις των προμηθευτών.
Στο 4% του ΑΕΠ οι επιδοτήσεις
Σύμφωνα πάντα με τον ACER, τα ελληνικά μέτρα για την άμβλυνση των παρενεργειών της ενεργειακής κρίσης ανήλθαν στο 4% του ΑΕΠ, με τη χώρα μας να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αυτών που παρείχαν την πιο ισχυρή στήριξη στους καταναλωτές, χρησιμοποιώντας όλη τη «γκάμα» των διαθέσιμων επιλογών.
Ο ACER εκτιμά το συνολικό κόστος των μέτρων που ελήφθησαν στις χώρες της ΕΕ μεταξύ 305 και 646 δις. ευρώ, στη βάση υπολογισμών του ΔΝΤ κατά τους οποίους το δημοσιονομικό κόστος της στήριξης των νοικοκυριών κυμάνθηκε μεταξύ 5,56% του και 0,37% του ΑΕΠ των κρατών-μελών, κατά περίπτωση. Από το ποσό αυτό λιγότερο από το 23% αφορούσε σε στοχευμένα μέτρα.
Ισχυρή στήριξη made in Greece
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην πέμπτη θέση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ από πλευράς δημοσιονομικού κόστους των μέτρων που ελήφθησαν την περίοδο 2022-2023, πίσω από τη Μάλτα, τη Γαλλία, τη Σλοβακία και την Αυστρία. Κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, η χώρα μας έλαβε 19 διαφορετικά μέτρα στήριξης, «επίδοση» που την κατατάσσει στην έκτη θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης, με πρωταθλήτρια τη Γερμανία (39 μέτρα) και στην άλλη άκρη του φάσματος (4 μόλις μέτρα) τη Σουηδία.
Όπως έπραξαν και οι περισσότερες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα έριξε το βάρος της στα μέτρα για την άμεση στήριξη των καταναλωτών, με 7 διαφορετικές πρωτοβουλίες στη συγκεκριμένη κατηγορία. Έλαβε 3 μέτρα για την υποκατάσταση του φυσικού αερίου και άλλα τόσα για την επιδότηση των τιμών των καυσίμων. Τα υπόλοιπα μέτρα αφορούσαν στην εξοικονόμηση ενέργειας, την παρέμβαση στην χονδρεμπορική και τη λιανική αγορά ενέργειας και την προληπτική δράση για την αντιμετώπιση κινδύνων στην ασφάλεια εφοδιασμού.
Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών που εμφάνισαν την μεγαλύτερη πτώση στην κατανάλωση ηλεκτρισμού σε σχέση με τις προβλέψεις κατά την περίοδο Ιουνίου-Δεκεμβρίου 2022, με την μείωση να φτάνει στο 8%, που είναι το πέμπτο μεγαλύτερο ποσοστό μετά την Σλοβενία τη Λετονία, τη Σλοβακία, τη Δανία και την πρωταθλήτρια (με μείωση14%) Φινλανδία. Στον αντίποδα, η Πορτογαλία εμφάνισε αύξηση 1% στη ζήτηση ηλεκτρισμού και η Ισπανία οριακή μόνο μείωση 1%, στοιχείο που επιβεβαιώνει όσους είχαν υποστηρίξει ότι το «Ιβηρικό μοντέλο» με την επιβολή πλαφόν στις χονδρεμπορικές τιμές φυσικού αερίου θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο για την εξοικονόμηση ενέργειας.
Διδάγματα για το μέλλον
Αξιολογώντας γενικότερα τα έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν, ο ACER σημειώνει ότι πέτυχαν τους βασικούς βραχυπρόθεσμους στόχους (θωράκιση ασφάλειας εφοδιασμού, στήριξη των καταναλωτών, εξοικονόμηση ενέργειας), οι οποίοι όμως αποδείχθηκαν ασύμβατοι με τους μακροπρόθεσμους στόχους της ΕΕ όπως είναι η προώθηση της ενεργειακής μετάβασης, της αγοράς ηλεκτρισμού και η αποστολή σωστών «σημάτων» τιμών.
«Η σωστή ισορροπία μεταξύ της βραχυπρόθεσμης αποδοτικότητας και της μακροπρόθεσμης σταθερότητας των επενδύσεων, επ’ ωφελεία των καταναλωτών είναι κρίσιμη για τις μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις και μπορεί να επιτευχθεί -μεταξύ άλλων- με βελτίωση των μακροπρόθεσμων στρατηγικών αντιστάθμισης κινδύνου και τη λειτουργία μακροπρόθεσμων αγορών ηλεκτρισμού», τονίζεται.
«Τα μέτρα ποικίλλουν από πλευράς κόστους και αποδοτικότητας, σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σε γενικές γραμμές, όμως, αφορούσαν πάντα την προσπάθεια να επιτευχθούν παράλληλα προσιτές τιμές ενέργειας, αποδοτικότητα, ασφάλεια εφοδιασμού και προώθηση των ΑΠΕ. Η ανάλυση δείχνει ότι από πλευράς παρεμβάσεων στις χονδρεμπορικές αγορές, η έκτακτη φορολόγηση των «απροσδόκητων κερδών» των φορολογικών ομίλων είχε την μικρότερη επίπτωση, με τον ACER να τάσσεται εμμέσως πλην σαφώς κατά τέτοιων παρεμβάσεων, υπερασπιζόμενος τo μοντέλο του laissez faire στις αγορές ηλεκτρισμού. Αναφορικά με τις παρεμβάσεις στις λιανικές αγορές, μέτρα που στοχεύουν στους ευάλωτους καταναλωτές είναι λιγότερο δαπανηρά και στρεβλωτικά.
Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο ACER είναι ότι σε περίπτωση μελλοντικών κρίσεων, τα μέτρα στήριξης των καταναλωτών πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και δομημένα κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται μακροχρόνιες στρεβλώσεις στις αγορές. Ο Σύνδεσμος τονίζει ακόμα ότι στο μέλλον πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη προτεραιότητα στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην πρόληψη κινδύνων για την ασφάλεια εφοδιασμού και να υπάρχει μεγαλύτερος συντονισμός μεταξύ των χωρών-μελών για να μην τεθεί εν αμφιβόλω το μοντέλο της ενιαίας αγοράς ηλεκτρισμού της ΕΕ.