Η UBS πιστεύει ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά πετρελαίου τιμολογούν με πολύ απαισιόδοξες προοπτικές για το 2025, αναμένοντας ισχυρή αύξηση της προσφοράς το επόμενο έτος που θα έχει ως αποτέλεσμα σε υπερπροσφορά στην αγοράς. Η φετινή χρονιά ξεκίνησε επίσης με υψηλότερες προβλέψεις για την αύξηση της προσφοράς, οι οποίες όμως μειώθηκαν τους επόμενους μήνες. Ο ελβετικός οίκος πιστεύει ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί και το επόμενο έτος, ειδικά επειδή ο ΟΠΕΚ+ είναι απίθανο να αποσύρει τις περικοπές του εάν η αγορά δεν μπορεί να τις απορροφήσει. Όπως σημειώνει, η ίδια μειώνει τις προβλέψεις της για τις τιμές του αργού λόγω της ασθενέστερης αύξησης της ζήτησης πετρελαίου, αλλά συνεχίζει να διατηρεί μια εποικοδομητική προοπτική και προτείνει στους επενδυτές να ξεφορτωθούν τις short θέσεις τους στο πετρέλαιο.
Ειδικότερα, οι νέες προβλέψεις της UBS για το Brent ανέρχονται στα 80 δολάρια/βαρέλι για το 2025, από 87 δολ./βαρέλι που είχε προβλέψει τον Ιούνιο και 85 δολ./βαρέλι στο τέλος Σεπτεμβρίου. Η πρόβλεψή της για το WTI παραμένει κατά 5 δολ./βαρέλι χαμηλότερη έναντι του Brent.
«Ο κύριος λόγος για την καθοδική προσαρμογή είναι οι νέες εκτιμήσεις μας για την αύξηση της ζήτησης πετρελαίου, τις οποίες μειώσαμε από 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα σε 1,2 εκατ. την ημέρα φέτος και από 1,3 εκατ. σε 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα το επόμενο έτος λόγω της ασθενέστερης αύξησης της ζήτησης στην Κίνα», όπως εξηγεί ο ελβετικός οίκος.
Με τα ορατά παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου να παρουσιάζουν μεγαλύτερες μειώσεις από τη διαφορά στα μοντέλα προσφοράς και ζήτησης των ενεργειακών οργανισμών, η UBS συνεχίζει να πιστεύει ότι μέρος της αναντιστοιχίας οφείλεται στην υποεκτιμημένη αύξηση της ζήτησης πετρελαίου. Η εκτίμησή της για την αύξηση της προσφοράς εκτός ΟΠΕΚ+ για το 2025 ανέρχεται σε 1,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Συνολικά, βλέπει την αγορά πετρελαίου να είναι ισορροπημένη έως σε οριακή υπερπροσφορά το επόμενο έτος. Ωστόσο, καθώς οι συμμετέχοντες στην αγορά αναμένουν μια έντονη υπερπροσφορά, η θέση των επενδυτών είναι επομένως χαμηλή. «Συνεχίζουμε λοιπόν να πιστεύουμε ότι οι τιμές έχουν περιθώρια ανάκαμψης από τα τρέχοντα επίπεδα», όπως σημειώνει οπότε υπάρχει ακόμα ευκαιρία στο πετρέλαιο για τους επενδυτές που είναι risk-on.
Το επίκεντρο της αγοράς από την ημέρα των εκλογών στις ΗΠΑ είναι η δέσμευση του νέου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το… «drill baby drill» που υπογραμμίζει και την υποστήριξή του προς τους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, και οι προτεινόμενοι δασμοί.
Η UBS συνεχίζει να πιστεύει ότι δεν είναι το άτομο που κάθεται στον Λευκό Οίκο αυτό που καθορίζει την πορεία παραγωγής του αργού στις ΗΠΑ, αλλά η επικρατούσα τιμή spot. Κάτι ανάλογο έχουν επισημάνει σε εκθέσεις τους τόσο η ING όσο και ο οίκος αξιολόγησης S&P, όπως ανέφερε τις προηγούμενες ημέρες το energymag.
Με την τιμή του αμερικανικού αργού (WTI) να αρχίζει να διαπραγματεύεται εντός της καμπύλης παραγωγής, εάν επικρατήσουν οι τρέχουσες τιμές, η παραγωγή αργού στις ΗΠΑ μπορεί να είναι σταθερή ή ακόμη και αρνητική το επόμενο έτος, εκτιμά η UBS.
Επιπλέον, στελέχη ενεργειακών εταιρειών έχουν επισημάνει τη συνεχή εστίαση στην πειθαρχία του κεφαλαίου. Οι δασμοί εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο για την αύξηση της ζήτησης πετρελαίου το 2025, αλλά περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων και μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης πιθανότατα θα αντιστάθμισαν τις σχετικές αρνητικές συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη.
Επίσης, οι διορισμοί αξιωματούχων στην επόμενη προεδρία Τραμπ υποδηλώνουν μια επιθετική στάση απέναντι στο Ιράν και τη Βενεζουέλα. Υπάρχει λοιπόν η προοπτική μείωσης των εξαγωγών και της παραγωγής αργού και στις δύο χώρες το επόμενο έτος σε περίπτωση νέων κυρώσεων, τονίζει η UBS.
Ο ελβετικό οίκος αναφέρει και τις νέες προβλέψεις του ΙΕΑ για την αγορά πετρελαίου επισημαίνοντας πως ο οργανισμός εκτιμά ότι η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου θα υπερβεί τη ζήτηση το 2025, ακόμη και αν παραμείνουν σε ισχύ οι περικοπές του ΟΠΕΚ+, καθώς η αύξηση της παραγωγής από τις ΗΠΑ και άλλους παραγωγούς ξεπερνά την υποτονική ζήτηση. Η προοπτική πλεονάζουσας προσφοράς άνω του 1 εκατομμυρίου βαρελιών την ημέρα, ίση με πάνω από 1% της παγκόσμιας παραγωγής, αποτελεί αντίθετο άνεμο για τα σχέδια του ΟΠΕΚ+ να ξεκινήσει την αύξηση της παραγωγής