Μενού Ροή
Γρ. Προϋπολογισμού Βουλής: Αναγκαία η πολιτική συναίνεση στην οικονομία - Καμπανάκι ΑΕΠ - πληθωρισμό

Την ανάγκη εθνικής συνεννόησης σε ορθολογικές δράσεις στήριξης της κοινωνίας προτάσσει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) στην Έκθεση Δ’ Τριμήνου 2021 με αιχμή τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Μάλιστα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία του πληθωρισμού αλλά και την επίπτωση στο ΑΕΠ των γεωπολιτικών εξελίξεων.

“Από τα μέσα του προηγούμενου έτους η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε φάση έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ιδιαίτερα αυξημένης αβεβαιότητας. Σε αυτές τις συνθήκες ήρθε να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η οποία έχει δραματικές συνέπειες, όπως ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις υποδομές και το παραγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας. Αναπόφευκτα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε ανατροπές σε καθιερωμένες γεωπολιτικές ισορροπίες καθώς και σε σοβαρές οικονομικές αναταράξεις παγκόσμια”

αναφέρει το ΓΠΚΒ και προσθέτει:

“Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Τα προβλήματα θα είναι εντονότερα στην Ευρώπη όπου το μαζικό προσφυγικό κύμα, η αναθεώρηση των αμυντικών στρατηγικών και η προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα προκαλέσουν πρόσθετη επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς.”

Τα σενάρια

“Αυτές οι έκτακτες συνθήκες δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας. Οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού για την οικονομική μεγέθυνση του 2022 ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και περιορίζονται στο 2,75% στο ήπιο σενάριο και 2,21% στο δυσμενές σενάριο ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι επιπτώσεις του πολέμου αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες” τονίζει το ΓΠΚΒ.

Αναλυτικά προβλέπει "ρυθμό μεγέθυνσης μεταξύ 2,21% (δυσμενές σενάριο) και 2,75% (ήπιο σενάριο). Όσον αφορά τον πληθωρισμό, το σενάριο αναφοράς προέβλεπε 6,99% και αυξάνεται 7,43% στο ήπιο σενάριο και 11,01% στο δυσμενές σενάριο."

Όπως τονίζει συγκεκριμένα "οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, ωστόσο μπορεί να εκληφθούν ως μια αρνητική διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η τελική όμως επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια της σύγκρουσης, την τελική έκβασή της και από την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, όπως διαφαίνεται, οι αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου θα μεταδοθούν στην οικονομία μέσω αρκετών καναλιών, για παράδειγμα μέσω της αύξησης του κόστους ενέργειας, του περιορισμού των εμπορικών ροών, της επιδείνωσης της εμπιστοσύνης καθώς και μέσω αναταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.

Προκειμένου να εξεταστούν οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου εισήχθησαν στο υπόδειγμα οι ακόλουθες διαταραχές : 1) μια αύξηση του ασφάλιστρου κινδύνου για τα ιδιωτικά επιτόκια, η οποία αντιπροσωπεύει την αύξηση της αβεβαιότητας και την χειροτέρευση του κλίματος εμπιστοσύνης, 2) μια αύξηση των προσφυγικών ροών, 3) μια αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης στις ευρωπαϊκές χώρες ώστε να ανταποκριθούν στις προσφυγικές ροές από την Ουκρανία, να λάβουν μέτρα ενίσχυσης της άμυνάς τους και να στηρίξουν τις οικονομίες τους, 4) μια υποχώρηση των εμπορικών ροών μεταξύ των χωρών της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Ουκρανίας, 5) μια υποτίμηση στο ρούβλι, 6) μια άνοδος στις διεθνείς τιμές των τροφίμων, 7) μια άνοδος στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου, 8) μια άνοδος της τιμής του αργού πετρελαίου, 9) μια αύξηση του επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων (ως απόρροια της αυξημένης αποστροφής κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές για επενδύσεις σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ως προς ΑΕΠ). Στο σύνολο των εννιά διαταραχών που υποθέτουμε, οι πέντε είναι κοινές και στα δύο σενάρια ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις, που θεωρούμε κρισιμότερες, διαφοροποιούνται μεταξύ του ήπιου και του δυσμενούς σεναρίου και καταλήγουν σε διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και πληθωρισμού. Οι οχτώ πρώτες διαταραχές επηρεάζουν συνολικά την παγκόσμια ή την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ η τελευταία αφορά μόνο την Ελλάδα.

Τα επιτόκια

Οι ανωτέρω προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, ενώ παράλληλα υποθέτουμε ότι δεν θα υλοποιηθεί κάποια σημαντική εγχώρια δημοσιονομική επέκταση (πέρα και πάνω από την κοινή ευρωπαϊκή αντίδραση που έχει ήδη συμπεριληφθεί, βλ. Πίνακα 2). Προφανώς, μια πιο περιοριστική νομισματική πολιτική θα οδηγούσε σε χαμηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη, ενώ μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα ενίσχυε το ρυθμό ανάπτυξης αλλά θα επιβάρυνε περισσότερο το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι δεν έχουν εξετασθεί ακραία σενάρια όπως διακοπές λειτουργίας παραγωγικών μονάδων, ή ελλείψεις στις αγορές εμπορευμάτων καθώς οι οικονομικές τους επιπτώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν. Με βάση τα παραπάνω αλλά και τον εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας αναφορικά με τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου, οι προβλέψεις είναι ενδεικτικές.

Βιωσιμότητα των δημοσιονομικών

Παράλληλα αναφέρει ότι: “Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δις ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα.

Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ.

Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες.”

Στοπ στα οριζόντια μέτρα

“Αντίθετα” τονίζει το ΓΠΚΒ,, “θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος.

Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση.”

Ελάχιστη πολιτική συναίνεση

“Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις” υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Άνοδος spread

Τέλος σε σχέση με τα μέχρι στιγμής δεδομένα αναφέρει ότι: “Ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2021 διαμορφώθηκε στο 8,3% από -9,0% το 2020 και το πραγματικό ΑΕΠ είναι οριακά μικρότερο από το επίπεδο του 2019 (181 δις ευρώ έναντι 183,6 δις ευρώ σε σταθερές τιμές 2015).

Το ποσοστό ανεργίας του Δεκεμβρίου 2021 (12,8%) είναι αισθητά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (15,5%) ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (10,6 δις ευρώ) παραμένει σε ονομαστικούς όρους κοντά στο επίπεδο του 2020 αλλά σημαντικά υψηλότερο από το 2019 (2,7 δις ευρώ). Ο πληθωρισμός με βάση των εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή συνεχίζει να αυξάνεται (6,3% τον Φεβρουάριο 2022) εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές της στέγασης (26,3%), των μεταφορών (8,8%) και των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (7,2%).

Τα ετήσια δημοσιονομικά στοιχεία του 2022 δείχνουν μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021 της τάξης των 2,2 δις ευρώ. Με την επιφύλαξη πιθανών προσαρμογών από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, αναμένουμε αισθητά μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα από την εκτίμηση του προϋπολογισμού (12,8 δις ευρώ ή 7,3% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) εξαιτίας και της επιπρόσθετης βελτίωσης από το υψηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με την πρόβλεψη του προϋπολογισμού (177,6 δις). Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν αυξητική τάση από τον Νοέμβριο του 2021, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, που όμως δείχνει να περιορίζεται από τον Φεβρουάριο 2022. Ωστόσο οι διαφορές αποδόσεων (spread) από άλλους ευρωπαϊκούς τίτλους διευρύνονται.”

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας