«Αντίο» στην πυρηνική ενέργεια είπε το βράδυ της Κυριακής η Γερμανία, με τους διακόπτες του πυρηνικού σταθμού Emsland, κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία, να γυρίζουν στο «off» στις 22:37 τοπική ώρα.
Για μια «ιστορική στιγμή» έκανε λόγο η RWE, διαχειρίστρια του σταθμού, καθώς η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αφήνει (οριστικά;) πίσω της την εποχή της πυρηνικής ενέργειας, που επί έξι δεκαετίες παρείχε φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα σε εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση για απομάκρυνση από την πυρηνική ενέργεια ελήφθη από το Βερολίνο τ0 2011, στον απόηχο της πυρηνικής καταστροφής στη Φουκουσίμα.
«Είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό να βλέπει κανείς τη συνέπεια και την αφοσίωση με την οποία οι ομάδες μας εκτελούσαν τα καθήκοντά τους όλο αυτό το διάστημα. Ήταν οι εργαζόμενοί μας που, παρά τις προκλήσεις, έκαναν τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας στην RWE ένα πραγματικό success story. Με την ίδια δέσμευση, θα συνεχίσουν τώρα το απαιτητικό έργο της αποσυναρμολόγησης», ανέφερε σε σχετική ανακοίνωση η εταιρεία.
Έξι δεκαετίες πυρηνικής ενέργειας
Στην ίδια ανακοίνωση η RWE αναφέρεται στη σύνδεσή της με το πυρηνικό πρόγραμμα της Γερμανίας. «Αρχικά, συμμετείχαμε στον πειραματικό πυρηνικό σταθμό Kahl, ο οποίος ήταν ο πρώτος εμπορικός πυρηνικός σταθμός που τέθηκε σε λειτουργία το 1962. Στα πυρηνικά εργοστάσια Biblis, Gundremmingen, Emsland και, για μικρό χρονικό διάστημα, Mülheim-Kärlich, παράγουμε εδώ και δεκαετίες ηλεκτρική ενέργεια για αμέτρητα νοικοκυριά στη Γερμανία: συνολικά πάνω από 1500 τεραβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας», σημειώνει, τονίζοντας ότι η ενέργεια που έχει παραχθεί από τους πυρηνικούς σταθμούς στους οποίους συμμετείχε η RWE θα μπορούσε να καλύψει την τρέχουσα κατανάλωση της χώρας για τρία χρόνια.
Ο σταθμός του Emsland
Όπως σημειώνεται στον ιστότοπο της RWE, ο πυρηνικός σταθμός του Emsland ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1982. Μετά από λιγότερο από έξι χρόνια, η μονάδα τέθηκε σε λειτουργία, στις 14 Απριλίου 1988. Έκτοτε, ο σταθμός παρήγε ηλεκτρική ενέργεια με αξιοπιστία και ασφάλεια ανά πάσα στιγμή, με εξαίρεση τις φάσεις επιθεώρησης και συντήρησης.
«Σε σύγκριση με άλλες εγκαταστάσεις σε όλο τον κόσμο, ο πυρηνικός σταθμός Emsland είναι ένας από τους πιο ισχυρούς και αξιόπιστους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής στον κλάδο. Από την έναρξη λειτουργίας, η διαθεσιμότητα του σταθμού ήταν περίπου 94%», σημειώνεται.
«Για τους εργαζόμενους του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η ασφαλής αποσυναρμολόγηση του σταθμού αποτελεί πλέον προτεραιότητα. Ως ένα από τα πρώτα μέτρα, θα ανοιχτεί το δοχείο πίεσης του αντιδραστήρα, όπως γινόταν κατά τις προηγούμενες επισκευές. Τις επόμενες εβδομάδες, τα στοιχεία καυσίμου στον πυρήνα θα μεταφερθούν υποβρυχίως στη δεξαμενή αποθήκευσης στοιχείων καυσίμου», εξήγησε ο Wolfgang Kahlert, διευθυντής του σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πραγματικές δραστηριότητες αποσυναρμολόγησης θα ξεκινήσουν μόλις εκδοθεί η άδεια παροπλισμού από το Υπουργείο Περιβάλλοντος της Κάτω Σαξονίας. Μέχρι τότε, θα πραγματοποιηθούν μόνο προπαρασκευαστικά έργα για την αποσυναρμολόγηση.
Ο πυρηνικός σταθμός Emsland απασχολεί σήμερα περίπου 350 άτομα προσωπικό. Επιπλέον, υπάρχουν περίπου 150 εργαζόμενοι από συνεργαζόμενες εταιρείες που υπηρετούν μόνιμα στο εργοστάσιο. Καθώς στο μέλλον θα χρειαστεί λιγότερο προσωπικό για τις δραστηριότητες αποσυναρμολόγησης, το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια.
Ένα κεφάλαιο που κλείνει
«Η σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία είναι μια πολιτική απόφαση», σημείωσε ο Markus Krebber, Διευθύνων Σύμβουλος της RWE. «Πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο σήμερα, η πυρηνική ενέργεια ήταν αντικείμενο έντονης και παθιασμένης συζήτησης επί δεκαετίες. Αυτό το κεφάλαιο έχει πλέον κλείσει.» «Τώρα είναι σημαντικό να βάλουμε όλη μας την ενέργεια στο να προχωρήσουμε το συντομότερο δυνατό στην κατασκευή εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο που να μπορούν να λειτουργήσουν και με υδρογόνο, παράλληλα με την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έτσι ώστε να παραμείνει εγγυημένη η ασφάλεια του εφοδιασμού όταν η Γερμανία απομακρυνθεί και τον άνθρακα, (κάτι που θα συμβεί) υπό ιδανικές συνθήκες το 2030».