Μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων, σε μια εποχή εντεινόμενων διεθνών εντάσεων, οι Έλληνες εφοπλιστές εξακολουθούν να βρίσκουν τρόπο να ευημερούν, όπως σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg.
"Η ναυτιλιακή βιομηχανία της χώρας θα συναντηθεί και θα μιλήσει τις επόμενες πέντε ημέρες με επισκέπτες από όλο τον κόσμο σε ξενοδοχεία και beach clubs μέσα και γύρω από την Αθήνα. Θα συγκεντρωθούν σε μια περίοδο διαρκούς άνθησης - που τροφοδοτείται εν μέρει από τις συγκρούσεις - και σε ένα μέλλον που είναι θολό από το ποια πλοία θα πρέπει να κατασκευάσουν", τονίζει το πρακτορείο με αφορμή τα Ποσειδώνια 2024.
Τα ελληνόκτητα πλοία μεταφέρουν τα πάντα. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τον άνθρακα και τα ορυκτά που κινούν την παγκόσμια οικονομία. Δίνουν μάχη στήθος με στήθος με τις με τις κινεζικές εταιρείες για τη νούμερο ένα θέση ως ιδιοκτήτες πλοίων στον κόσμο που μεταφέρουν σχεδόν όλο το παγκόσμιο εμπόριο σε όγκο.
Και σε όλες τις αγορές, τα κέρδη είναι καλά. Οι τιμές για τα πετρελαιοφόρα εκτοξεύθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση των αποστάσεων που πρέπει να διανύσουν τα πλοία. Στην Ερυθρά Θάλασσα, οι επιθέσεις των Χούθι στον εμπορικό στόλο - ως απάντηση στις ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα - ανάγκασαν τη συντριπτική πλειοψηφία των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων να αποφεύγουν τη διώρυγα του Σουέζ, αυξάνοντας και πάλι τα κέρδη καθώς αυξήθηκαν και οι αποστάσεις. Τα γιγαντιαία πλοία μεταφοράς άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματος έκαναν το καλύτερο ξεκίνημα έτους από τουλάχιστον το 2015.
«Μας διέπει περισσότερο το εμπορικό συμφέρον παρά η πολιτική», δήλωσε ο Τεντ Πετρόπουλος, ιδρυτής της Petrofin Research με έδρα την Αθήνα και γνωστή προσωπικότητα της ελληνικής ναυτιλιακής οικονομίας. «Ένας από τους λόγους για τους οποίους επιβιώσαμε αυτούς τους αιώνες είναι ότι ήμασταν πολύ ευέλικτοι και εφευρετικοί και ικανοί να προσαρμοζόμαστε στις μεταβαλλόμενες συνθήκες».
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες ιδιοκτήτες, των οποίων η εμπλοκή στη ναυτιλία εκτείνεται αιώνες, δεν έχουν δεχθεί κριτική. Ουκρανοί αξιωματούχοι έχουν τονίσει τον ρόλο τους στη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων ρωσικού πετρελαίου, συμβάλλοντας έτσι στη ροή πετροδολλαρίων στη Μόσχα. Από την πλευρά τους, οι Έλληνες πλοιοκτήτες επισημαίνουν ότι ενεργούν ακριβώς όπως τους ζητά η κυβέρνηση των ΗΠΑ: ακολουθούν τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί από την G7 για να διατηρηθεί η ροή των βαρελιών.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η ναυτιλία έχει συνεισφέρει 148 δισεκατομμύρια ευρώ στην ελληνική οικονομία και συνέβαλε κατά 8% στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν πέρυσι.
Όσον αφορά τη μεταφορική ικανότητα, η Ελλάδα βρίσκεται οριακά μπροστά από την Κίνα ως η μεγαλύτερη πλοιοκτήτρια χώρα στον κόσμο, ενώ σε όρους ολικής χωρητικότητας - ένα άλλο μέτρο που παρακολουθείται στενά - κατατάσσεται στη δεύτερη θέση. Η συνολική αξία του ελληνικού στόλου εκτιμάται σε σχεδόν 180 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την Clarkson Research Services.
Το στοίχημα των εναλλακτικών καυσίμων
Πέρα όμως από τη γεωπολιτική, υπάρχουν και άλλες σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εφοπλιστές σε όλο τον κόσμο και θα αποτελέσουν σημαντικό θέμα συζήτησης αυτή την εβδομάδα στα Ποσειδώνια – τη διετή συνάντηση του κλάδου στην Αθήνα.
Όταν τα κέρδη ανεβαίνουν, συνήθως επισπεύδεται ένα κύμα παραγγελιών πλοίων, το οποίο με τη σειρά του δημιουργεί επιπλέον μεταφορική ικανότητα που τελικά συνθλίβει τους ναύλους. Αυτός είναι ο μακροχρόνιος κύκλος άνθησης και κατάρρευσης του κλάδου. Αλλά αυτή τη φορά, οι παραγγελίες νέων χωρητικοτήτων από τους πλοιοκτήτες ήταν σχετικά υποτονικές, γεγονός που ενδεχομένως καθυστερεί την πτώση.
Η ενεργειακή μετάβαση έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα σχετικά με το ποια θα είναι τα κυρίαρχα καύσιμα του μέλλοντος. Οι ρυθμιστικές αρχές πιέζουν για την απεξάρτηση της βιομηχανίας από τον άνθρακα έως το 2050, γεγονός που θεωρητικά θα πρέπει να επιταχύνει την απαξίωση των πλοίων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα.
Παρόλα αυτά, περισσότερα από τα μισά νέα πλοία που έχουν παραγγελθεί μέχρι στιγμής το 2024 είναι πλοία που κινούνται με ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Clarkson. Αυτό είναι μια καλή ένδειξη για το πώς βλέπουν οι πλοιοκτήτες το μέλλον, δεδομένου ότι πολλά από αυτά τα φορτηγά πλοία θα μπορούσαν να βρίσκονται ακόμη σε λειτουργία το διάστημα που υποτίθεται ότι θα γίνει η μετάβαση.
Τα πλοία έκαψαν περίπου 200 εκατομμύρια τόνους ορυκτών καυσίμων πέρυσι, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας. Η βιομηχανία αντιπροσωπεύει περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από ό,τι η Γερμανία.
Ωστόσο, ενώ υπάρχουν πολλά εναλλακτικά καύσιμα που διαφημίζονται, δεν είναι καθόλου σαφές ποια από αυτά θα επικρατήσουν στην κλίμακα που απαιτείται για να αντικαταστήσουν τα σημερινά καύσιμα με βάση τους υδρογονάνθρακες. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ολόκληρες αλυσίδες εφοδιασμού και συστήματα υποδομών για να φιλοξενήσουν τα νεότερα καύσιμα.
«Το καλύτερο εναλλακτικό καύσιμο παραμένει ένα θέμα συζήτησης», δήλωσε ο Γιώργος Μαχαιράς, παγκόσμιος επικεφαλής ναυτιλιακών υπηρεσιών της δικηγορικής εταιρείας Watson Farley & Williams. «Το να μπορείς να αντισταθμίσεις τα στοιχήματά σου για να προσδιορίσεις τι θα λειτουργήσει καλύτερα είναι μια ακριβή επιλογή που δεν μπορούν να αντέξουν πολλοί».
Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο στην Ελλάδα, όπου ο κλάδος περιλαμβάνει αρκετούς μικρότερους συμμετέχοντες που τείνουν να ακολουθούν το παράδειγμα των μεγαλύτερων συναδέλφων τους, είπε.
Επιπροσθέτως, η περιορισμένη ναυπηγική ικανότητα καθιστά τα πλοία απαγορευτικά ακριβά και το φθηνό χρέος υψηλής μόχλευσης είναι λιγότερο διαθέσιμο, επειδή οι τράπεζες είναι πιο απρόθυμες να δανείσουν απ’ ό,τι στον τελευταίο υπερ-κύκλο, σύμφωνα με τον Nicolas Duran, διευθύνοντα σύμβουλο της Fearnley Securities.
«Συνήθως, αυτό που σκοτώνει κάθε άνθηση είναι ότι η αγορά πέφτει απότομα, επειδή οι πλοιοκτήτες ρίχνουν όλα τα κέρδη τους στην κατασκευή νέων πλοίων», δήλωσε. «Για πρώτη φορά οι πλοιοκτήτες έχουν μια διαρκή απόδοση του κινδύνου που έχουν αναλάβει και αυτή τη φορά φαίνεται να έχουν πάρει το μάθημά τους. Δεν βάζουν όλοι όλα τα κέρδη τους στην παραγγελία πλοίων. Έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται».
Η απροθυμία αγοράς νέων σημαίνει ότι ο στόλος γερνάει, με τον μέσο όρο ηλικίας των πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου να είναι ο υψηλότερος εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία.
Αντ’ αυτού, ορισμένοι ιδιοκτήτες αγοράζουν μεταχειρισμένα πλοία ώστε να μπορούν να επωφεληθούν από την τρέχουσα αγορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούν ότι τα πλοία τους θα είναι απαρχαιωμένα τα επόμενα χρόνια, δήλωσε ο Duran. Οι τιμές των πενταετών πλοίων μεταφοράς εμπορευμάτων capesize και των υπερδεξαμενόπλοιων βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Baltic Exchange.
Όλα αυτά καθυστερούν τη μετάβαση σε πιο φιλικά προς το περιβάλλον πλοία και σημαίνουν ότι ο στόλος δεν θα αυξηθεί τόσο γρήγορα.
«Ολα τα παραπάνω μπορεί να μας επιτρέψουν να δούμε μια μεγαλύτερης διάρκειας άνθηση», κατέληξε ο Duran.