Για μια εταιρεία που επί μια 7ετία, από το 2014 έως το 2021 ήταν εντελώς αποκλεισμένη από τις αγορές, παραμένοντας εντελώς «στεγνή» από χρηματοδοτήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, το γεγονός ότι πλέον τα τελευταία χρόνια βγαίνει με χαρακτηριστική ευχέρεια στις αγορές, πετυχαίνοντας πολύ μεγάλες υπερκαλύψεις, είναι αξιοσημείωτο.
Πολλώ δε μάλλον όταν το 7ετές ομόλογο που ολοκληρώθηκε χθες, έκλεισε με επιτόκιο 4,625%, κάτι που σημαίνει πως ο όμιλος πέτυχε το φθηνότερο ευρωπαϊκό επιτόκιο 7ετίας που έχει βγάλει εταιρεία με ίδια πιστοληπτική ικανότητα (credit rating) από τον Φεβρουάριο του 2022.
Ο λόγος για τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) που το προηγούμενο διήμερο ανακοίνωσε την έξοδο στις αγορές με 7ετές ομόλογο 500 εκατ. ευρώ, όμως τελικώς σήκωσε 600 εκατ. ευρώ, καθώς οι προσφορές έφτασαν τα 2 δισ. ευρώ που σημαίνει τέσσερις φορές υπερκάλυψη από την αρχική στόχευση. Κάτι που σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη που έδειξαν οι επενδυτές, χρηματοδοτώντας με νέα επιπλέον ρευστότητα το ομόλογο του ομίλου.
Μάλιστα, το spread στο συγκεκριμένο ομόλογο της ΔΕΗ είναι το χαμηλότερο που έχει επιτύχει η εταιρεία σε όλα τα ομόλογα που έχει εκδώσει από το 2021. Σύμφωνα με πηγές από τους αναδόχους και τους διαχειριστές της έκδοσης, η πλειονότητα των επενδυτών στο ομόλογο της ΔΕΗ είναι ισχυροί ξένοι επενδυτές και μεγάλοι οίκοι που «δουλεύουν» - εκπροσωπούν μακροπρόθεσμους επενδυτές.
Η ΔΕΗ σκοπεύει στην εισαγωγή των Ομολογιών στο χρηματιστήριο Euronext του Δουβλίνου προς διαπραγμάτευση στη Διεθνή Χρηματιστηριακή Αγορά (Global Exchange Market) αυτού, ή σε κάποιον άλλο κατάλληλο τόπο διαπραγμάτευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Προσφορά έχει προγραμματιστεί να διακανονιστεί στις 30 Οκτωβρίου 2024, υπό την επιφύλαξη εκπλήρωσης των συνήθων προϋποθέσεων ολοκλήρωσης τέτοιου είδους συναλλαγών.
Το φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο
Το φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο για την επόμενη τριετία θέτει υψηλούς στόχους, καθώς έχει στα «σκαριά» επενδύσεις που θα φτάσουν τα 9 δισ. ευρώ, ενώ βασικός της σκοπός για το 2030 είναι τα EBITDA των 3 δισ. ευρώ, προερχόμενο από διαφορετικές δραστηριότητες και όχι αποκλειστικά από το χώρο της ενέργειας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ΔΕΗ «απλώνεται» τα τελευταία χρόνια σε νέες δραστηριότητες που πάντα όμως, σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς «κουμπώνουν» με τη νέα τάξη στην ενέργεια, όπως οι οπτικές ίνες, οι νέες τεχνολογίες, η ηλεκτροκίνηση, το άνοιγμα στη λιανική εξυπηρέτηση (Κωτσόβολος) κ.ο.κ.
Έχοντας φτάσει τον στόχο για ΕΒΙΤDA 1,5 δισ. δύο χρόνια νωρίτερα από το προηγούμενο Στρατηγικό Σχέδιο, η ΔΕΗ στοχεύει τα επόμενα χρόνια σε αύξηση EBITDA κατά 15% σε ετήσια βάση. Το EBITDA του ομίλου αναμένεται να φτάσει τα 2,3 δισ. το 2026 (αύξηση ύψους 35% συγκριτικά με τα 1,7 δισ. που ήταν ο παλαιότερος στόχος για το 2026).
Υπενθυμίζεται ότι για το 2023 ο όμιλος πραγματοποίησε επενδύσεις 2,8 δισ. ευρώ ενώ τώρα με «όχημα» το αυξημένο 7ετές ομόλογο προχωράει δυναμικά στον μετασχηματισμό της βάζοντας υψηλούς στόχους για τα επόμενα τρία χρόνια, εστιάζοντας μεταξύ άλλων σε:
• Αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος κατά 18% σε ετήσια βάση παρά την παράλληλη απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2026.
• Επέκταση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και εκμετάλλευση των δυνατοτήτων δημιουργίας αξίας μεταξύ των χωρών, μέσω του ενεργειακού διαδρόμου που δημιουργείται.
• Βιώσιμη ανάπτυξη με μείωση έντασης εκπομπών CO2 κατά 74% (Scope 1 και 2, 3 (cat.3)) και μείωση κατά 42% των εκπομπών του Scope 3 το 2030 σε σχέση με το 2021, καθώς και στόχο για μηδενικό καθαρό ανθρακικό αποτύπωμα (Net Zero) μέχρι το 2040.
Η επάνοδος στις αγορές το 2021
Θυμίζουμε ότι η ΔΕΗ, μετά από εφτά χρόνια αποκλεισμού από τις αγορές όπως προαναφέρθηκε, το 2021 βγήκε με έμφαση στις αγορές, τόσο με σειρά ομολόγων, όσο και με μεγάλη αύξηση κεφαλαίου. Μέσω ομολόγων συγκέντρωσε συνολικά κεφάλαια 1,275 δισ. ευρώ, ενώ έκανε και μεγάλη αύξηση 1,35 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι εκείνη τη χρονιά μάζεψε άνω των 2,5 δισ. ευρώ από τις αγορές. Μάλιστα, η ΑΜΚ του 2021 καλύφθηκε μέσα σε μία ώρα, με τις προσφορές να ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ. Εικόνα αν μη τι άλλο… ασύμβατη για με ό,τι ίσχυε για την Επιχείρηση έως το Μάιο του 2019, όταν είχε φτάσει στην αποτίμηση των 278 εκατ. ευρώ και στην 33η θέση των κεφαλαιοποιήσεων του Χ.Α.