Σε νέα αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης αξιολόγησης της ΔΕΗ σε ΒΒ- από Β+, με σταθερές προοπτικές για το μέλλον προχώρησε η Standard & Poor's.
Οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αυξήσει την ικανότητα της να στηρίζει τη δημόσια επιχείρηση, αν χρειαστεί.
Η S&P διατηρεί σταθερές τις προοπτικές της ΔΕΗ, υποστηρίζοντας πως αναμένει πως η εταιρεία θα συνεχίσει να υλοποιεί το σχέδιο μετασχηματισμού της, με σταθερή ρευστότητα, βελτιωμένα περιθώρια κέρδους και υψηλές επενδύσεις. Εκτιμά ότι το χρέος προς EBITDA την περίοδο 2022 – 2023 θα είναι κοντά στο 3Χ.
Όπως αναφέρει ο οίκος, η ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης να παρέχει στήριξη στη ΔΕΗ έχει αυξηθεί και ακολουθεί την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από την ίδια εταιρεία στις 22 Απριλίου.
Η S&P επισημαίνει ότι "συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει μέτρια μεγάλη πιθανότητα η ΔΕΗ να λάβει έγκαιρα και επαρκής έκτακτη στήριξη από την κυβέρνηση. Η ΔΕΗ είναι η κυρίαρχη ελληνική δύναμη παραγωγός και προμηθευτής και ο μονοπωλιακός διανομέας ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Κατά την άποψή μας η ελληνική κυβέρνηση θα στηρίξει τη ΔΕΗ εάν χρειαστεί, με βάση το 34% της ιδιοκτησίας της εταιρείας".
EBTDA 1 δισ. το 2023
Οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν ότι τα προσαρμοσμένα EBITDA θα συνεχίσουν αυτή τη θετική τάση και θα αυξηθούν σε περίπου 1 δισ. ευρώ το 2023 από 845 εκατ. ευρώ το 2020.
Το προσαρμοσμένο καθαρό χρέος στο τέλος του 2021 έφτασε κοντά στα 3,2 δισ. ευρώ, επωφελούμενο από την αύξηση κεφαλαίου 1,3 δισ. ευρώ που έγινε το δεύτερο εξάμηνο του 2021, αλλά εξαιρουμένων των 1,3 δισ. ευρώ του τα έσοδα από την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ εξαργυρώθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Αναμένουμε καθαρό χρέος να είναι περίπου 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023, με βάση τις επιταχυνόμενες επενδύσεις που ξεκινούν το επόμενο έτος, με κεφαλαιουχικές δαπάνες για ενσώματα πάγια στοιχεία ενεργητικού (capex) που ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ ετησίως από 435 ευρώ εκατομμύρια το 2021. Το επενδυτικό πρόγραμμα θα επικεντρωθεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ψηφιοποίηση του δικτύου, και επέκταση σε παρακείμενες αγορές στη νοτιοανατολική Ευρώπη.