Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από την κρίση του κορονοϊού ήταν ισχυρή, με στήριξη από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, αναφέρει ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) στην ειδική έκθεσή του για τη χώρα που παρουσίασε ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού, Ματίας Κόρμαν, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η διατήρηση της ανάκαμψης απαιτεί να συνεχισθεί η αντιμετώπιση μακροχρόνιων προβλημάτων της οικονομίας και να εφαρμοσθεί πλήρως το φιλόδοξο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με παράλληλο έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων, στήριξη της δημοσιονομικής ευρωστίας και ολοκλήρωση της εξυγίανσης των τραπεζών, σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία οδηγεί σε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, με τον ΟΟΣΑ να προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί εφέτος στο 1,1% και το 2024 στο 1,8% από 5,1% το 2022.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό (με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή), προβλέπεται μεγάλη αποκλιμάκωσή του στο 3,7% σε μέσα επίπεδα το 2023 και στο 2,3% το 2024 από 9,5% πέρυσι.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί η αύξηση της απασχόλησης, με ρυθμό 1,1% εφέτος έναντι 6,2% το 2022.
Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 170,7% του ΑΕΠ εφέτος και περαιτέρω στο 163,6% το 2024 από 175,1% το 2022, χάρη στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, αλλά παραμένει υψηλό.
Οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών αυξάνονται και διαφοροποιούνται, αντανακλώντας τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, σημειώνει η έκθεση.
Η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών της ΕΕ που έχουν κάνει τη μεγαλύτερη πρόοδο στην επίτευξη των αρχικών στόχων του Σχεδίου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας και στην άντληση των πόρων από τα ευρωπαϊκά ταμεία και ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι αν υλοποιηθεί καλά θα ενισχύσει σημαντικά τις προοπτικές ανάπτυξης και τα εισοδήματα.
Ο τραπεζικός δανεισμός στις επιχειρήσεις έχει αρχίσει να αυξάνεται, κάτι που αποτελεί ένα βήμα προς την ανανέωση του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, ενώ η υγεία του τραπεζικού τομέα βελτιώνεται.
Οι πρόσφατες μειώσεις των φόρων έχουν περιορίσει τη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από εργασία, με τη φορολογική συμμόρφωση βελτιώνεται γενικά αν και παραμένουν ακόμη σημαντικές ανεπάρκειες, σημειώνει η έκθεση.
Οι μισθοί αυξάνονται μετά από 12 χρόνια μειώσεων ή ισχνών αυξήσεων, με τους εργαζόμενους σε ορισμένους κλάδους, όπως τον τεχνολογικό και τον κατασκευαστικό, να εξασφαλίζουν μεγαλύτερες αυξήσεις.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία ανήλθε περίπου 10% στο πρώτο εξάμηνο του 2022 και αφορά το 28% των εργαζομένων αναμένεται να οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών και στους υπόλοιπους εργαζόμενους. Ο ΟΟΣΑ διατυπώνει τη θέση που είχε εκφράσει στην προηγούμενη έκθεση ότι πρέπει να τονωθεί και ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό επίπεδο για τον καθορισμό των μισθών και να υπάρξει παρότρυνση στους κοινωνικούς εταίρους για την εφαρμογή των αποφάσεων τους από τις επιχειρήσεις.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο ΟΟΣΑ στην ανάγκη περαιτέρω αύξησης της απασχόλησης, σημειώνοντας ότι αυτό είναι αναγκαίο για να επιτευχθούν τα ποσοστά απασχόλησης άλλων χωρών του ΟΟΣΑ.
Επίσης, η έκθεση αναφέρεται στην πράσινη μετάβαση και πώς πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα για να επιτύχει τον στόχο για μηδενικές εκπομπές ρύπων το 2050.
Τα βασικά μηνύματα της έκθεσης είναι τα εξής:
• Η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα είναι ενδεδειγμένη, καθώς μάλιστα είναι υψηλός ο πληθωρισμός και έχει μειωθεί η διαθέσιμη παραγωγική δυναμικότητα.
• Η αποτελεσματική υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η διεύρυνση του μείγματος των φορολογικών εσόδων και η βελτίωση των επιδόσεων του δημόσιου τομέα θα επιτρέψουν τη καλύτερη δημοσιονομική στήριξη των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της δικαιοσύνης.
• Ο περιορισμός των ακαθάριστων δανειακών αναγκών και η μείωση του δημόσιου χρέους είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα διεύρυνε τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις.
• Η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων είναι καθοριστική για μία διαρκή ανάκαμψη. Η πλήρης εξυγίανση των τραπεζών με την εκκαθάριση των υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αύξηση της κεφαλαιακής βάσης τους είναι αναγκαία για να μπορούν αυτές να χρηματοδοτήσουν μία σταθερή ανάπτυξη και πρέπει να συνοδευθεί από την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης.
• Η επίτευξη των μηδενικών εκπομπών ρύπων το 2050 και η προσαρμογή σε ένα πιο ζεστό κλίμα θα απαιτήσουν διαρκείς πολιτικές προσπάθειες για πολλά χρόνια. Ένα μείγμα πολιτικών - που περιλαμβάνει επενδύσεις, ρυθμίσεις και τιμολόγηση των εκπομπών ρύπων - μπορεί να επιταχύνει μία μείωση των ρύπων με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και πρόσθετα έσοδα για την πράσινη μετάβαση.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ