Στο τελευταίο… μίλι για την ένταξη του ελληνικού χρηματιστηρίου – μετά από πολλά χρόνια – στις τάξεις των ανεπτυγμένων αγορών, εκεί όπου δραστηριοποιούνται τα περισσότερα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια έθεσε το Χ.Α. ο οίκος FTSE Russel το βράδυ της Τρίτης.
Ο οίκος έθεσε το Χ.Α. σε λίστα παρακολούθησης (watch list) για αναβάθμιση σε ανεπτυγμένη αγορά εντός του 2025, μια εξέλιξη εξαιρετικά θετική για όλο το εγχώριο χρηματιστηριακό οικοσύστημα, καθώς – όταν γίνει - θα αναβαθμίσει και θα ανεβάσει μονομιάς όλες τις εισηγμένες αξίες, θα αυξήσει το target group των επενδυτών και θα απλώσει το παιχνίδι ευρύτερα.
Άλλωστε, η ελληνική είναι η μοναδική κεφαλαιαγορά εντός Ευρωζώνης που μετά το 2013 που υποβαθμίστηκε, παραμένει στις αναδυόμενες αγορές και όχι στις ανεπτυγμένες.
Βεβαίως, για να ανατραπεί αυτό και να αναβαθμιστεί το ελληνικό χρηματιστήριο στο… Champions League των αγορών, απαιτείται να ενταχθεί και από τους άλλους οίκους (MSCI και S&P Dow Jones Indices) σε καθεστώς παρακολούθησης για διάστημα 12-18 μηνών, ικανοποιώντας τα σχετικά κριτήρια που θέτουν.
Όπως σημειώνει ο οίκος FTSE Russel στην ανακοίνωσή του, το ελληνικό χρηματιστήριο πληροί τα κριτήρια ένταξης στις Ανεπτυγμένες Αγορές, με μόνο μία εξαίρεση. Ειδικότερα,
- Πληροί τα 22 κριτήρια ποιότητας του FTSE
- Την ελάχιστη κεφαλαιοποίηση σε ελεύθερη διασπορά και το κριτήριο για τον ελάχιστο αριθμό μετοχών με την απαιτούμενη κεφαλαιοποίηση (σ.σ.: χρειάζονται τουλάχιστον πέντε μετοχές) και
- Έχει κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν που εντάσσεται στην υψηλή κατηγορία με βάση τα κριτήρια του FTSE.
Το μοναδικό κριτήριο που δεν εκπληρώνεται σήμερα αφορά τη βαθμολογία του ελληνικού χρέους. Παρ’ ότι η Ελλάδα έχει αναβαθμισθεί στην επενδυτική κατηγορία από δύο μεγάλους οίκους αξιολόγησης, όπως οι Standard and Poor’s και Fitch, ο FTSE λαμβάνει υπόψη τη χαμηλότερη βαθμολογία για το χρέος, την οποία δίνει η Moody's και βάσει αυτής κατατάσσει το ελληνικό χρέος στην «κερδοσκοπική» (speculative) και όχι στην επενδυτική κατηγορία.
Έτσι, το ελάχιστο που απαιτείται είναι να αναβαθμίσει την Ελλάδα και η Moody's με προοπτική (outlook) που δεν θα είναι αρνητική. Θυμίζουμε πως η επόμενη αξιολόγηση από τη Moody's όπου ίσως δοθεί η επενδυτική βαθμίδα, είναι προγραμματισμένη τον Μάρτιο του 2025, ενώ τον ίδιο μήνα θα επανέλθει και ο οίκος FTSE με ενδιάμεση αξιολόγηση για το ελληνικό χρηματιστήριο.
Οι τρεις παγκόσμιοι «κριτές»
Μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η αναβάθμιση του ελληνικού χρηματιστηρίου στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών είναι το κεντρικό ζητούμενο πλέον, καθώς θα αλλάξει όλο το status της αγοράς. Το ελληνικό χρηματιστήριο λαμβάνει αξιολογήσεις από τρεις οίκους, τον MSCI της Morgan Stanley, τον S&P Dow Jones Indices και τον FTSE Russel. Κάθε ένας εξ αυτών, θέτει τις δικές του προϋποθέσεις και όρους για ένταξη στις ώριμες αγορές.
Τον περασμένο Ιούλιο ο οίκος Morgan Stanley Capital International δεν δικαίωσε τις προσδοκίες για ένταξη της ελληνικής αγοράς σε λίστα παρακολούθησης για αναβάθμιση και αυτός είναι και ένας εκ των λόγων που η αγορά έχει «κάτσει» μετά τις ευρωεκλογές.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι το 70% των funds ακολουθούν τους δείκτες MSCI, καθιστώντας την αναβάθμιση τον συγκεκριμένο οίκο κρίσιμο παράγοντα στην αξιολόγηση των κριτηρίων για τη μετάβαση του χρηματιστηρίου σε καθεστώς αναπτυγμένων αγορών.
To ιστορικό
Το ελληνικό χρηματιστήριο αναβαθμίστηκε στις ανεπτυγμένες αγορές το 2001, όμως δώδεκα χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2013 υποβαθμίστηκε από τον σημαντικότερο δείκτη αξιολόγησης παγκοσμίως, τον MSCI και έκτοτε παραμένει στη «δεύτερη» κατηγορία των αγορών. Ανάλογη υποβάθμιση δεν έχει υπάρξει για κανένα άλλο χρηματιστήριο ανεπτυγμένων αγορών.
Ο MSCI είναι ο σημαντικότερος δείκτης, καθώς έχει ενεργητικό 12 τρισ. δολάρια, ενώ τον παρακολουθούν οι μεγαλύτεροι διεθνείς οίκοι και δίνει «γραμμή» στα σοβαρότερα χαρτοφυλάκια.
Η ελληνική αγορά από τότε που υποβαθμίστηκε από τις ανεπτυγμένες στις αναδυόμενες αγορές, έχασε σταδιακά αρκετές θέσεις μετοχών σε κυρίαρχους διεθνείς δείκτες οι οποίοι λειτουργούν ως μπούσουλας για πολλά θεσμικά χαρτοφυλάκια. Έτσι, η τωρινή αλλαγή ρότας, ασφαλώς είναι θετική εξέλιξη και ασφαλώς δείχνει ότι η Ελλάδα «επιστρέφει» σταδιακά στο διεθνές επενδυτικό στερέωμα.
Ως αναδυόμενη, η ελληνική αγορά έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος, αλλά τα κεφάλαια που εισρέουν στην Ελλάδα είναι λιγότερα επί της ουσίας.
Η επάνοδος του Χ.Α. στις ανεπτυγμένες αγορές είναι ένα στοίχημα μεγάλης σημασίας για το ελληνικό χρηματιστήριο, που έχασε, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της υποβάθμισης του αξιόχρεου της χώρας, τη θέση του στους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών, με αποτέλεσμα έκτοτε να αντλεί κεφάλαια μόνο από τη μικρή δεξαμενή των επενδυτικών χαρτοφυλακίων και των hedge funds που τοποθετούνται σε αναδυόμενες αγορές, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τη συναλλακτική δραστηριότητα και τις αποτιμήσεις των μετοχών.
Στις ανεπτυγμένες αγορές το υπό διαχείριση ενεργητικό αγγίζει τα 52 τρισ. δολάρια, έναντι μόλις 6,3 τρισ. δολαρίων στις αναδυόμενες αγορές. Παράλληλα, τα λεγόμενα «παθητικά» επενδυτικά σχήματα, όπως ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία κ.λπ., επενδύουν κατά περίπου 88% στις ώριμες και μόλις 12% στις αναπτυσσόμενες.
Κ. Χατζηδάκης: Εξαιρετική είδηση για την Ελλάδα
Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η αναβάθμιση της κατάταξης του Χρηματιστηρίου Αθηνών με στόχο την επάνοδό του στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών από τον οίκο FTSE Russell είναι μια εξαιρετική είδηση για την Ελλάδα. Είναι αποτέλεσμα των θετικών εξελίξεων στην οικονομία, των θετικών προοπτικών που διανοίγονται αλλά και των συγκεκριμένων επιτυχημένων κινήσεων της κυβέρνησης στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων.
Αναφέρω ενδεικτικά την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, την εισαγωγή των μετοχών του αεροδρομίου Ελ. Βενιζέλος στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, την πώληση μετοχών της Helleniq Energy. Και κυρίως – λόγω μεγέθους και ειδικού βάρους των τραπεζών στην οικονομία – την ολοκλήρωση της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις συστημικές τράπεζες αλλά και τις εξελίξεις σε σχέση με τον πέμπτο τραπεζικό πυλώνα.
Το Ελληνικό Χρηματιστήριο οδεύει προς την ένταξη στις κορυφαίες κεφαλαιαγορές του κόσμου. Και αυτό δημιουργεί προϋποθέσεις για περαιτέρω εισαγωγή κεφαλαίων στη χώρα, βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης για τις εισηγμένες επιχειρήσεις, παραγωγικές επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας».