Αποφασιστικές πρωτοβουλίες για το κλίμα επιβάλλεται να αναλάβουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων στην Ελλάδα και τον κόσμο, αλλάζοντας τον τρόπο λειτουργίας τους, βελτιώνοντας το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα και προωθώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Όπως εξηγούν μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Κιάρα Κόντη, Εταίρος, Επικεφαλής Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης, ΕΥ Ελλάδος και ο Γιώργος Πουλόπουλος, Εταίρος, Υπηρεσίες Εταιρικής Στρατηγικής και Αρχιτεκτονικής Μετασχηματισμού, ΕΥ Ελλάδος η πρόσφατη έρευνα «EY Long-Term Value and Corporate Governance Survey Ελλάδα 2023» έδειξε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων αναγνωρίζουν την ανάγκη αυτή και προχωρούν σε σημαντικές επενδύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 92% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, αναφέρουν ότι σκοπεύουν να αυξήσουν τις επενδύσεις στην υλοποίηση της στρατηγικής τους για το ESG, τον επόμενο χρόνο.
Ίσως, όμως, το πιο σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι ότι οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε πρωτοβουλίες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, δε δημιουργούν απλώς περισσότερη αξία για τον πλανήτη και τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά δημιουργούν, παράλληλα, και μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αξία για τις ίδιες. Χαρακτηριστικά, επτά στους δέκα ερωτηθέντες που συμμετείχαν στην έρευνα (72%), εκτιμούν ότι οι επενδύσεις τους στο ESG, έχουν θετική χρηματοοικονομική επίδραση.
Σε ό,τι αφορά τους στόχους που έχουν τεθεί για το κλίμα, η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων έχουν συνειδητοποιήσει την ευθύνη που τους αναλογεί για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Αντιλαμβάνονται, επίσης, ότι οι επενδύσεις τους για την υλοποίηση της στρατηγικής ESG έχουν θετικές χρηματοοικονομικές επιδράσεις για τις ίδιες και εμφανίζονται αποφασισμένες να επιταχύνουν τον ρυθμό των επενδύσεων αυτών. Ωστόσο, τα στελέχη των επιχειρήσεων διαπιστώνουν ότι η εξισορρόπηση των μακροπρόθεσμων επενδύσεων και της βιώσιμης ανάπτυξης με την ανάγκη εξυπηρέτησης των βραχυπρόθεσμων στόχων της επιχείρησης, αποτελεί ένα απαιτητικό εγχείρημα. «Η αντιμετώπιση των αντίρροπων αυτών πιέσεων, προϋποθέτει αλλαγές στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση μίας συστηματικής, υπεύθυνης και αυθεντικής διακυβέρνησης, που θα διευκολύνει τη λήψη καλύτερα ενημερωμένων αποφάσεων, θα ενισχύει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια και θα αυξάνει την εμπιστοσύνη, τόσο των εμπλεκόμενων μερών εντός του οργανισμού, όσο και των μετόχων και της κοινωνίας» επισημαίνουν η κυρία Κόντη και ο κ. Πουλόπουλος.
Ευκαιρία για τις επιχειρήσεις η πράσινη μετάβαση και όχι απειλή
Σύμφωνα και με άλλη πρόσφατη έρευνα της ΕΥ (Sustainable Value Study Ελλάδα 2023), για το 45% των συμμετεχόντων, η χρηματοοικονομική αξία που οι επιχειρήσεις τους αποκόμισαν από τις πρωτοβουλίες τους για το κλίμα, ήταν υψηλότερη από τις προσδοκίες τους. «Συνεπώς, είναι σημαντικό οι επιχειρήσεις να βλέπουν την πράσινη μετάβαση, ως μία ευκαιρία και όχι ως μία απειλή. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι οι επενδύσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη έχουν έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα και θα πρέπει να εξισορροπηθούν με τους βραχυπρόθεσμους στόχους του οργανισμού. Στο ζήτημα αυτό, είναι λογικό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών (μετόχων, πελατών, κ.ά.), που πρέπει να συγκεραστούν. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να υπάρχουν αποτελεσματικές δομές εταιρικής διακυβέρνησης» υπογραμμίζουν μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Κόντη και ο κ. Πουλόπουλος.
Την ίδια ώρα, η σωστή εταιρική διακυβέρνηση είναι αυτή που θα δώσει στην πράσινη μετάβαση την ώθηση που απαιτείται, από την πλευρά των επιχειρήσεων. Όπως επισημαίνουν «παρά τις καλές προθέσεις, οι επιχειρήσεις δεν προχωρούν με τον ρυθμό που απαιτείται για να πετύχουμε τους στόχους για το κλίμα. Μόλις 30% των στελεχών που συμμετείχαν στην έρευνα ΕΥ Long-Term Value and Corporate Governance Survey Ελλάδα 2023, δηλώνουν πολύ ικανοποιημένα σε σχέση με το επίπεδο φιλοδοξίας των οργανισμών τους για την κλιματική δράση, ενώ 49% των ερωτηθέντων είναι πολύ ικανοποιημένοι με την πρόοδο που έχουν πετύχει μέχρι σήμερα σε σχέση με τους στόχους τους για το κλίμα».
Μάλιστα, σημειώνουν ότι οι αιτίες αυτής της καθυστέρησης συνδέονται, σε μεγάλο βαθμό, με την έλλειψη ευθυγράμμισης όλων των ενδιαφερόμενων μερών μέσα στον οργανισμό. Ποσοστό 93% των συμμετεχόντων, για παράδειγμα, διαπιστώνουν ότι υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις στις απόψεις εντός της ηγετικής τους ομάδας, ως προς τον τρόπο που θα εξισορροπηθούν οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι με τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Συγχρόνως, 85% των συμμετεχόντων αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν πιέσεις για βραχυπρόθεσμα κέρδη από τους επενδυτές. Για την επίλυση αυτών των διαφορών, χρειαζόμαστε αποτελεσματικότερες δομές εταιρικής διακυβέρνησης, που θα μπορέσουν να απορροφήσουν και τις αντίρροπες πιέσεις που ασκούνται σήμερα στις επιχειρήσεις.
Η έρευνα εντοπίζει σαφή περιθώρια βελτίωσης στις δυνατότητες των διοικητικών συμβουλίων να ασκούν εποπτεία και έλεγχο στις πρακτικές ESG, αλλά και την αλληλεπίδραση με τους μετόχους για τα σχέδια και τις δράσεις για το περιβάλλον. Απαιτείται, επίσης, σαφέστερος καθορισμός των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών των μελών του διοικητικού συμβουλίου, σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Πρακτικά, αυτό μεταφράζεται σε μία σειρά από επιμέρους προτάσεις και συστάσεις προς τις επιχειρήσεις, που αναλύονται στην έρευνα.
Αρχικά, τα ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να αποτελούν βασικό μέρος των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου και των αρμόδιων επιτροπών, και τα όργανα αυτά πρέπει να πλαισιωθούν από ανθρώπους με ανάλογη εμπειρία και δεξιότητες. Επιπλέον, οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης που θα προσδιοριστούν, θα πρέπει να έχουν πραγματικό «βάρος» και να είναι ρεαλιστικοί, για την επιτυχή υλοποίηση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής της επιχείρησης.
«Στη συνέχεια, έχουμε το κρίσιμο ζήτημα της μέτρησης της προόδου που σημειώνει ο οργανισμός σε σχέση με τους στόχους του. Έχουν επιλεγεί οι σωστοί βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι δείκτες; Αντικατοπτρίζουν τις αξίες και τις προτεραιότητες του οργανισμού; Μετρούνται αντικειμενικά οι πραγματικές επιδόσεις και οι ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις; Είναι κάτι που πρέπει να εξετάσουν τα διοικητικά συμβούλια και οι διοικήσεις, με μεγάλη προσοχή, καθώς θα καθορίσει και τον βαθμό επιτυχίας της επιχείρησης στο μέλλον, ως προς το ESG και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Τέλος, είναι σημαντικό να υπάρχουν και μεταβλητές αμοιβές για τα στελέχη που καλούνται να υλοποιήσουν τη στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης και να συνδεθούν με την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η επιχείρηση. Η συμμετοχή των δεικτών αυτών στη διαμόρφωση της πολιτικής αμοιβών, πρέπει να εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ χρηματοοικονομικής και μη χρηματοοικονομικής επίδοσης του οργανισμού, ενώ, οι δε δείκτες, θα πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά» επισημαίνουν η κυρία Κόντη και ο κ. Πουλόπουλος.
Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζονται μηχανισμοί και κανόνες που θα εξασφαλίσουν την ευθυγράμμιση μετόχων, διοικητικών συμβουλίων και διευθυντικών στελεχών, ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους και τους τρόπους που εκείνοι θα επιτευχθούν. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να ασκείται ουσιαστική εποπτεία στις πρακτικές ESG, να εισαχθούν δείκτες απόδοσης, και να γίνει μία σύνδεση της πολιτικής αμοιβών με την πρόοδο του οργανισμού στην επίτευξη των εκάστοτε στόχων.