του Γιώργου Νέλλα
Υπεραξίες στην αγορά ακινήτων δημιουργεί η ενεργειακή αποδοτικότητα καθώς γραφεία, διαμερίσματα και κτίρια με τέτοια χαρακτηριστικά πωλούνται και ενοικιάζονται ακριβότερα, ενώ, καθώς η επένδυση αυτή θεωρείται ασφαλέστερη, είναι ευκολότερη και η εξασφάλιση δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με το νέο ενεργειακό κτίριο επί της Συγγρού, στο οποίο στεγάζονται γραφεία της ασφαλιστικής εταιρείας Generali και αναπτύχθηκε από την Dimand, στο οποίο «υπήρχε ουρά από επενδυτές», όπως τονίστηκε τη χθεσινή συζήτηση στο πλαίσιο των Athens Energy Dialogues για την ενεργειακή αποδοτικότητα (energy efficiency),
Ταυτόχρονα, τέτοιου είδους ακίνητα τίθενται στο στόχαστρο των επενδυτικών σχημάτων που σκανάρουν την ελληνική αγορά για μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες καθώς τόσο τα δάνεια για τέτοιου είδους επενδύσεις όσο και τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία (asset) συνδέονται με τη βιωσιμότητα (sustainable linked).
Μεγάλες επενδύσεις
Η επίτευξη ενεργειακής αποδοτικότητας στα κτίρια είναι τομέας που θα φέρει πολύ μεγάλες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, ειδικά στην Ευρώπη, όπου τα κτίρια καταναλώνουν το 40% της συνολικής καταναλισκόμενης ενέργειας στην ήπειρο και σήμερα
-το 75% των κτιρίων είναι ενεργειακά μη αποτελεσματικά,
-ενώ το 35% είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών.
Με το σημερινό, όμως, ρυθμό ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, μόλις το 1% του συνόλου, υπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν 100 χρόνια (!) για να ολοκληρωθεί η ενεργειακή θωράκισή τους. Συνεπώς, για να επιτευχθούν οι στόχοι που θέτει η ΕΕ στην εξοικονόμηση ενέργειας, θα απαιτηθούν επενδύσεις ενεργειακής αναβάθμισης στα κτίρια, συνολικού ύψους 180 δις ευρώ την επόμενη 15ετία.
Τα χαρακτηριστικά
Στην Ελλάδα, ειδικότερα, όσον αφορά στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων καταγράφονται τρία κυρίως χαρακτηριστικά:
-Δεν υπάρχουν πρότζεκτ τέτοιου μεγέθους (scale) ώστε να τα χρηματοδοτήσουν οι τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούν να αφιερώσουν πόρους (resources) σε πολύ μικρά σχέδια.
-Μεγάλες επιχειρήσεις (κάποιες μεγαλύτερες και από τις τράπεζες) δεν θέτουν σε άμεση προτεραιότητα την ενεργειακή αναβάθμιση ώστε να ετοιμάσουν επενδυτικά σχέδια και να τα υποβάλλουν στις τράπεζες για χρηματοδότηση.
-Τα περισσότερα κτίρια του Δημοσίου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ενεργειακής αποδοτικότητας και χρειάζονται πολύ μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες μπορούν να γίνουν μέσω ΣΔΙΤ ώστε και το απαιτούμενο μέγεθος (scale) και να υπάρξει ενδιαφέρον από τράπεζες και επενδυτές.
Φέρνει επενδύσεις
Στη συζήτηση χθες στους «Athens Energy Dialogues», υπό τον συντονισμό της κ. Χριστίνας Φαϊτάκη, Partner, Karatzas & Partners, ο κ. Παναγιώτης Κόντης, CEO Advisor, Ameresco σημείωσε ότι η ενεργειακή εξοικονόμηση ως το 2030 θα αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδικασίας για την επάρκεια ενέργειας στον πλανήτη, προσθέτοντας ότι θα φέρει μαζί της μεγάλες επενδύσεις. Όπως ανέφερε, τέσσερις είναι εκείνοι οι πυλώνες στους οποίους θα πρέπει να γίνει σοβαρή προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας και αυτοί είναι η βιομηχανία, οι μεταφορές, τα νοικοκυριά και ο χώρος των υπηρεσιών.
Αυτό μπορεί, κατά τον κ. Κόντη, να γίνει μέσω κρατικής χρηματοδότησης, προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων, ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, αλλά και δανεισμού με καλά επιτόκια από μεγάλες ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες, ενώ σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και οι εταιρείες ενεργειακών υπηρεσιών (ESCO).
Για τον κ. Κωνσταντίνο Ελευθεριάδη, Partner, Financial Advisory, Energy Industry Leader, Deloitte Greece, το ζήτημα της εξοικονόμησης ενέργειας είναι επίκαιρο, στην παρούσα φάση, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, αλλά υπάρχουν εμπόδια όπως οι κλιματικές συνθήκες, οι οικονομικοί παράγοντες και η συχνά ελλιπής γνώση που υπάρχει για αυτή τη διαδικασία στην αγορά.
Για το λόγο αυτό, θα πρέπει, ειδικά, οι εταιρείες ESCO να γίνουν ακόμα πιο γνωστές στις επιχειρήσεις και να μπουν στα business plans τους, για να επιτυγχάνεται πιο σύντομα μια προωθημένη ενεργειακή μετάβαση.
Καθυστερήσεις
Στην Ελλάδα, όπως σημείωσε, υπάρχουν νόμοι και αγκυλώσεις που καθυστερούν την ενεργειακή μετάβαση των κτιρίων, ενώ και η προσπάθεια χρηματοδότησης μπορεί να γίνει δύσκολη, καθώς παρότι δίνονται, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, οι σχετικοί πόροι, συχνά οι επενδυτικές λύσεις δεν επαρκούν.
Στο ρόλο των τραπεζών στην χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης, αναφέρθηκε ο κ. Νίκος Νεζερίτης, Head of Structured Finance Division, Alpha Bank, τονίζοντας ότι αλλάζει σταδιακά η νοοτροπία δανεισμού των τραπεζών σε σχέση με τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων για την ενεργειακή μετάβαση και πλέον παρέχονται κεφάλαια και σε επενδύσεις που σχετίζονται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Παρόλα αυτά, έθεσε και αυτός, όπως και άλλοι στο συνέδριο, το θέμα της ανεπάρκειας των δικτύων και της πρόσβασης σε αυτά, το οποίο αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αλλά και οι τράπεζες, μιλώντας για την ανάγκη καλλιέργειας κουλτούρας ενεργειακής επάρκειας και εξοικονόμησης, για την οποία θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα από τους μεγάλους οργανισμούς.
Χρηματοδότηση
Για την χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) έκανε λόγο ο κ. Ορέστης Omran, Head of Greece Desk, DLA Piper UK LLP, σημειώνοντας ότι αποκτά πλέον διεθνή χαρακτήρα, τόσο λόγω των κεφαλαίων από το RRF, όσο και εξαιτίας της επικοινωνίας των κεφαλαιαγορών.
Πρόκειται, όπως υποστήριξε, για μια διαδικασία την οποία βοηθά και το πρόγραμμα Repower Eu, το οποίο επιδοτεί τις χώρες για σειρά κινήσεων προς την εξοικονόμηση ενέργειας, με εναλλακτικούς τρόπους εφοδιασμού, έργα υδρογόνου, αύξηση των επενδύσεων μέσω ΑΠΕ και κυρίως στα φωτοβολταϊκά, με στόχο, πανευρωπαϊκά, τα 600 GW μέχρι το 2030.
Ωστόσο, κατά τον ίδιο, το βασικό πρόβλημα με τη χρηματοδότηση μέσω RRF είναι η έλλειψη ξεκάθαρης στρατηγικής, ενώ απουσιάζουν και οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι που μπορούν να κατευθύνουν τις επιχειρήσεις στην πρόσβαση στους πόρους.
Τέλος, σε ερώτηση για τα «πράσινα» ομόλογα, που είναι όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, απάντησε ότι αναμένεται ακόμα περισσότερη παρουσία τους πανευρωπαϊκά, ωστόσο, τίθεται το ερώτημα για το αν πραγματοποιείται, σε βάθος χρόνου, η εξακρίβωση των προϋποθέσεων και η επιβεβαίωση ότι πληρούν όλες τις περιβαλλοντικές ρήτρες.