Οι εγχώριες τράπεζες βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση για πολλούς λόγους. Οι διοικήσεις που έχουν αναλάβει τις τύχες τους τα τελευταία χρόνια, κάνουν εξαιρετική δουλειά στους περισσότερους τομείς που μετράνε. Έχουν καθαρίσει σε εντυπωσιακό βαθμό τους ισολογισμούς τους, προχωρούν με άλματα τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους, αναζητούν συνεχώς νέες πηγές εσόδων, έχουν επιστρέψει στην κερδοφορία, συμβάλλουν στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας και στις μεγάλες χρηματοδοτήσεις, δίνουν μέρισμα στους μετόχους τους, ενώ επιπλέον έχουν συμφωνήσει στην ταχύτερη αποπληρωμή του αναβαλλόμενου φόρου (σβήσιμο το 2034 από 2042 που προβλέπονταν αρχικά). Επίσης, διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, με εποπτικούς δείκτες πολύ πάνω των ελάχιστων ορίων, λόγω της αύξησης των καταθέσεων και της πλήρους πρόσβασης στην αγορά, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Ενώ τα κάνουν όλα αυτά καλά, βρίσκονται σε μια μόνιμη άρνηση να κάνουν το επόμενο βήμα: Να τρέξουν έναν σημαντικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης. Να επιστρέψουν στην κανονική τραπεζική λειτουργία της χρηματοδότησης της οικονομίας.
Προκειμένου να αποφύγουν να «εκτεθούν» ξανά στην ελληνική οικονομία δίνοντας δάνεια, προφανώς γιατί το πλήρωσαν με δύο αναγκαστικές ανακεφαλαιοποιήσεις την προηγούμενη δεκαετία, είναι διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα, με σχέδιο, οργάνωση και προσαρμοστικότητα.
Έβγαλαν αρχικά σημαντικά έσοδα από τις προμήθειες. Αργότερα άρχισαν να βγάζουν ακόμα πιο σημαντικά έσοδα από την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ στο υπάρχον χαρτοφυλάκιο δανείων που διαθέτουν. Την ίδια στιγμή συμμετείχαν και συμμετέχουν σε κάθε «σίγουρο» για την αποπληρωμή του δάνειο με εγγύηση του δημοσίου ή ευρωπαϊκών αρχών, κατά προτίμηση πολύ μεγάλων εταιρειών ή επενδυτικών σχεδίων, μέχρι και σε χρηματοδοτήσεις «ομόλογο» όπως αυτές των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με εξασφάλιση ταρίφες.
Πρόσφατα άρχισαν να επιστρέφουν σε παραδοσιακούς συγγενικούς τομείς με την κύρια τραπεζική λειτουργία, αύξησης των εσόδων τους, όπως οι ασφάλειες με την εξαγορά ασφαλιστικών εταιρειών ή εταιρειών leasing. Κι αυτό μεγάλο βήμα, μετά την υποχρεωτική αποεπένδυση των τελευταίων ετών.
Το τελευταίο νέο είναι ότι έχουν ήδη ξεκινήσει να δίνουν δάνεια στο εξωτερικό, σε χώρες εντός του ευρωσυστήματος. Μάλιστα οι περισσότερες έχουν θέσει για το 2025 και συγκεκριμένους στόχους πιστωτικής επέκτασης προς επιχειρήσεις ή επενδυτικά σχέδια του εξωτερικού.
Τα κάνουν όλα αυτά, αλλά στις χρηματοδοτήσεις στην Ελλάδα αναγνωρίζουν ένα τεράστιο ρίσκο. Οι τράπεζες αποτελούν τους καλύτερους διαφημιστές της ανακάμψασας εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, οι ίδιοι ωστόσο δείχνουν να μην την εμπιστεύονται και όσο θα διαρκεί αυτή η κατάσταση, οι προοπτικές μεγάλης ανάπτυξης με τραπεζική χρηματοδότηση γίνεται λιγότερο ευοίωνες..