Οσοι επιμέναμε για τη φετινή μεγάλη ανάπτυξη της οικονομίας, βασιζόμασταν μεταξύ άλλων και σε έναν δείκτη που συνήθως προβλέπει με ασφάλεια τις εξελίξεις. Την εποχή που η Ρωσία είχε εισβάλει στην Ουκρανία και οι τιμές της ενέργειας κάλπαζαν, ο περί ου ο λόγος δείκτης μεταποίησης επέμενε ότι η ελληνική οικονομία θα κινηθεί έντονα ανοδικά. Και επιβεβαιώθηκε. Η δυναμική που υπήρχε πριν από την εισβολή και την πληθωριστική έκρηξη μας κράτησε στον «αφρό» των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ο δείκτης τώρα δείχνει να γυρίζει καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση από τον Δεκέμβριο του 2020 και το δεύτερο lockdown.
Το ενδιαφέρον ωστόσο βρίσκεται στην ανάλυση. Σύμφωνα με τον δείκτη, έχουμε τη μεγαλύτερη μείωση νέων παραγγελιών την τελευταία διετία. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τον προγραμματισμό παραγωγής των μεταποιητικών μονάδων έχουν την ισχυρή πεποίθηση ότι θα μειωθεί η ζήτηση στην αγορά. Γι' αυτό και μειώνουν και την προσφορά προϊόντων.
Η απασχόληση
Το δεύτερο στοιχείο είναι η μείωση της απασχόλησης για τρίτο συνεχόμενο μήνα, καθώς οι εταιρείες μείωσαν τον αριθμό του προσωπικού αναστέλλοντας προσλήψεις και προχωρώντας σε ήπιου ρυθμού απολύσεις. Ως εδώ έχουμε τα συμπτώματα. Στις αιτίες του φαινομένου φαίνεται ότι συνετέλεσε, εκτός της συγκράτησης του ρυθμού αύξησης της οικονομίας, η συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους παραγωγής.
Οι υπεύθυνοι των εταιρειών στα ερωτηματολόγια από τους υπευθύνους σύνταξης του δείκτη στα οποία απάντησαν ανέφεραν αυξήσεις στις τιμές των υλικών, των μεταφορών, των καυσίμων και της ενέργειας.
Οι επιχειρήσεις, και ειδικά ο πιο σκληρός πυρήνας τους, αυτός των μεταποιητικών βιομηχανιών, «φωνάζουν» ότι οι δικές τους επιβαρύνσεις δεν έχουν μειωθεί.
Τα μεταφορικά παραμένουν στα ύψη, απόρροια του ράλι τιμών του πετρελαίου κίνησης. Αντίστοιχα, τα καύσιμα που χρησιμοποιούν για τη λειτουργία των μηχανών των μονάδων τους δεν έχουν μειωθεί, ενώ οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, που έχουν μειωθεί για το σύνολο των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, κινούνται σε επίπεδα προ επιδότησης για αυτές τις μονάδες. Οι άκαμπτοι ευρωπαϊκοί κανόνες περί του ανταγωνισμού δεν έχουν «καμφθεί» ούτε στις πιο σκληρές μέρες της πρόσφατης κρίσης, με τις επιχειρήσεις να στενάζουν από το ενεργειακό κόστος, να παράγουν λιγότερο, να μειώνουν θέσεις εργασίας και στην Ευρωπαϊκή Ενωση να ανησυχούν για τον ανταγωνισμό, τη στιγμή που αυτές δίνουν αγώνα επιβίωσης.
Κερδίζει, "χάνοντας"
Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ η Ελλάδα κερδίζει 16 μονάδες (ρεκόρ μεταξύ 82 χωρών) στον δείκτη για τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2020.
Ο ΣΕΒ το είπε ξεκάθαρα: Αν δεν βρεθεί τρόπος πρόσβασης σε φτηνή ενέργεια για τις μεσαίες και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, θα δημιουργηθούν αντικειμενικές δυσκολίες στην ομαλή λειτουργία της παραγωγής στη χώρα.
Με αυτά και με αυτά, είναι σαφές ότι κάτι έχει ξεχαστεί στον κυβερνητικό σχεδιασμό. Πέρυσι ήταν οι μεγάλες καταναλώσεις όσων κατοικιών θερμαίνονταν με ηλεκτροβόρα μέσα. Φέτος δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πρόνοια για τις επιχειρήσεις.
Εχουμε συμπληρώσει 12 μήνες ενεργειακής κρίσης και ακόμη εξετάζουμε πώς μπορούν να εφαρμοστούν συστήματα όπως αυτά των διμερών συμβάσεων μεταξύ παραγωγών ρεύματος και μεγάλων επιχειρήσεων. Αν μπούμε στον χειμώνα και δεν έχει δοθεί λύση, η πρόβλεψη για πληθωρισμό διαρκείας και το 2023 θα είναι το λιγότερο κακό που μας περιμένει.
Η ύφεση και η ανεργία θα είναι οι λογικές συνέπειες...