Υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος, η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης, η σοβαρή βελτίωση στα μάκρο μεγέθη της οικονομίας να περάσει σε μίκρο επίπεδο στην πραγματική οικονομία, απλά να μην μπορεί να γίνει. Και εξηγούμε.
Η σημερινή κυβέρνηση μας έχει συνηθίσει, να μην κάνει το λάθος στις προβλέψεις που έκανε η προηγούμενη. Επί ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2016 άρχισαν όχι απλά να επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά κάθε χρόνο καταγράφαμε πολύ υψηλό υπερπλεόνασμα. Τα περίφημα τότε και χαρακτηρισμένα ως «άχρηστα πλεονάσματα». Προφανώς ήταν μια κατάσταση όπου αυξημένοι φόροι και μειωμένες δαπάνες, που είχαν επιβληθεί στα πολύ δύσκολα, όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει υπεραπέδιδαν. Για να αξιοποιούνταν σε πραγματικό χρόνο τα συγκεκριμένα περισσεύματα θα έπρεπε να διαθέταμε μια κυβέρνηση με ισχυρά αντανακλαστικά. Κάτι τέτοιο από την παραζάλη που μόλις είχαμε βγει, ήταν μάλλον δύσκολο να υπάρχει. Ως εκ τούτου μερικά δεκάδες δισεκατομμυρίων κατέληξαν στα δημόσια ταμεία, μειώνοντας το χρέος, στερώντας ωστόσο σημαντικό μέρος από την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Μετά το 2019, όλα αυτά άρχισαν να μπαίνουν σε λογαριασμό. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πολιτεύτηκε σε μεγάλο βαθμό με την ταχεία διάχυση στην οικονομία και την κοινωνία του δημοσιονομικού χώρου που προέκυπτε. Το έκανε σχεδόν αυτόματα. Μόλις μαζεύονταν ένα ικανό ποσό, ευθύς αμέσως ξεκινούσε και η διαδικασία των ανακοινώσεων και της νομοθέτησης προκειμένου να πέσει ξανά στην αγορά. Με αυτό τον τρόπο και οι δημοσιονομικοί στόχοι πετυχαίνονταν και κάθε επιπλέον ευρώ συνέβαλε στην ανόρθωση της οικονομίας. Στο κλείσιμο της ψαλίδας με το παρελθόν. Όλα αυτά ευνοήθηκαν και από το χαλαρό δημοσιονομικό πλαίσιο που επικράτησε λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Κάποια στιγμή θα έσφιγγαν τα λουριά. Και αυτό ξεκίνησε από τον προϋπολογισμό του 2024 και συνεχίζεται.
Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο προϋπολογισμός της περασμένης χρονιάς ήταν ο πρώτος επί Νέας Δημοκρατίας που έκλεισε με πρωτογενές υπερπλεόνασμα 3,6%, μεγαλύτερο μια ολόκληρη μονάδα του ΑΕΠ (2,1 δις.) παραπάνω από τον στόχο. Το καλό που μάθαμε είναι ότι ακόμα με το υπάρχον μίγμα οικονομικής πολιτικής και τον ρυθμό ανάπτυξης η οικονομία υπεραποδίδει. Έχουμε ακόμα «μνημονιακό λίπος» να κάψουμε. Το κακό είναι ότι συνειδητοποιήσαμε ότι το νέο πλαίσιο με την ετήσια εθνική οροφή δαπανών, επί της ουσίας μαζεύει τις «κακές» συνήθειες του ξοδεύειν πάνω από το συμφωνημένο όριο των κρατών μελών και βέβαια της Ελλάδας. Μας περίσσεψαν τόσα λεφτά (2,1 δις.) και το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να τα βλέπουμε να μειώνουν το δημόσιο χρέος. Διόλου αμελητέα εξέλιξη, αλλά έπεσε πάνω στην ανάγκη της κυβέρνησης και των πολιτών να τονωθεί το καθαρό εισόδημα των πολιτών και αυτό δεν είναι πλέον σαφές πως μπορεί να παρακαμφθεί..