της Μαρίας Αδαμίδου
Το υδρογόνο ως καύσιμο ακουγόταν τα προηγούμενα χρόνια ως κάτι βγαλμένο από φουτουριστική νουβέλα, ένας στόχος τόσο μακροπρόθεσμος που ουδείς, στο ευρύ κοινό, έδινε ιδιαίτερη σημασία. Η διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης και η πρόσφατη κρίση έφεραν το υδρογόνο στο επίκεντρο του ενεργειακού σχεδιασμού της ΕΕ και των ΗΠΑ με έναν χρονικό ορίζοντα πολύ κοντινό, μέσα στην επόμενη 20ετία.
Η πρόσφατη προσωρινή συμφωνία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ορίζει τους στόχους διείσδυσης του υδρογόνου στο ενεργειακό μίγμα, κατά το ευρωπαϊκό δεδομένο, έφερε τις αναμενόμενες διαφωνίες και δυσαρέσκειες μεταξύ των κρατών-μελών. Το υδρογόνο που χρησιμοποιούν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα πρέπει να παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, εκτός κι αν είσαι η Γαλλία, που τροφοδοτεί το ηλεκτρικό της δίκτυο πρωτίστως με πυρηνική ενέργεια, οπότε θα έχεις κάποιες… διευκολύνσεις. Το γαλλικό υδρογόνο, λοιπόν, δεν θα είναι μόνο πράσινο, όπως των υπολοίπων χωρών, αλλά και ροζ.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, η ζήτηση για υδρογόνο έφτασε τα 94 εκατομμύρια τόνους το 2021 και εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 θα αγγίξει τα 115 εκατομμύρια τόνους, ωστόσο στην πραγματικότητα θα απαιτηθούν 200 εκατομμύρια τόνοι ετησίως μέχρι το 2030 προκειμένου να είναι υλοποιήσιμα τα net zero σενάρια μέχρι το 2050, που αποτελούν προϋπόθεση για να διατηρηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στο επίπεδο του 1,5Ο C.
Υδρογόνο "ουράνιο τόξο"
Η μέχρι τώρα ζήτηση σε υδρογόνου βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην παραγωγή από ορυκτά καύσιμα, καθώς, με βάση τα στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, στο τέλος του 2021 περίπου το 47% της παγκόσμιας παραγωγής υδρογόνου προερχόταν από φυσικό αέριο, 27% από άνθρακα και 22% ως υποπροϊόν της εξόρυξης πετρελαίου. Μόλις το 4% προερχόταν από τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης και μόνο 1% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αυτό το υδρογόνο δεν είναι λοιπόν, μόνο πράσινο, αλλά καλύπτει όλο το ουράνιο τόξο. Το λευκό υδρογόνο προκύπτει μέσω εξόρυξής του σε φυσική μορφή, το καφέ ή μαύρο από τον άνθρακα, το γκρι από ορυκτά καύσιμα, το μπλε από φυσικό αέριο αλλά με τη διαδικασία δέσμευσης και αποθήκευσης του άνθρακα, το ροζ από πυρηνική ενέργεια, το τυρκουάζ ως υποπροϊόν της πυρόλυσης μεθανίου και το πράσινο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Πράσινο υδρογόνο
Το υδρογόνο που προωθείται στην ΕΕ προς χρήση είναι το πράσινο, δηλαδή το «καθαρό» υδρογόνο, το οποίο θα συμβάλλει καθοριστικά στη μείωση των εκπομπών ρύπων και την επίτευξη των φιλόδοξων περιβαλλοντικών στόχων που θέτει η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.
Με βάση την απόφαση που ελήφθη, το 42% του υδρογόνου που θα χρησιμοποιείται στη βιομηχανία θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030 και το 60% το 2035, ενώ οι χώρες που παράγουν υδρογόνο από πυρηνική ενέργεια θα μπορούν να μειώσουν αυτόν τον στόχο κατά 20% εφόσον μειώσουν ταυτόχρονα την παραγωγή υδρογόνου από ορυκτά καύσιμα, βλέπε Γαλλία.
Η κάλυψη αυτών των αναγκών δεν μπορεί να γίνει χωρίς εισαγωγές οπότε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο στόχος είναι η παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων πράσινου υδρογόνου και η εισαγωγή άλλων 10 εκατομμυρίων τόνων έως το 2030.
Ήδη η ΕΕ έχει κάνει τις απαιτούμενες επαφές για τη χρηματοδότηση επενδύσεων ΑΠΕ σε τρίτες χώρες και την κατασκευή των κρίσιμων υποδομών για τη μεταφορά του πράσινου υδρογόνου προς τη Γηραιά Ήπειρο.
Θα δημιουργηθούν- καλώς εχόντων των πραγμάτων- τρεις μεγάλοι διάδρομοι εισαγωγής πράσινου υδρογόνου και η χώρα μας βρίσκεται σε κομβικό σημείο του μεσογειακού διαδρόμου, καθώς οι χώρες της Β. Αφρικής και την Μέσης Ανατολής συμπεριλαμβάνονται στους βασικούς παραγωγούς με τους οποίους υπάρχουν σχετικές συμφωνίες. Ακόμη και ο EastMed θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ενώ είναι χρυσή ευκαιρία να αναβιώσουν μεγάλα projects υδρογόνου sστη χώρα μας όπως το White Dragon στη δυτική Μακεδονία. Επενδύσεις, άλλωστε, πραγματοποιούνται στον τομέα αυτό, όπως η νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο στην Αλεξανδρούπολη, η οποία θα μπορεί να λειτουργεί και με υδρογόνο. Αυτό που χρειάζεται είναι να επισπευσθεί το εθνικό σχέδιο για το υδρογόνο, έτσι ώστε η Ελλάδα να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις υφιστάμενες και τις νέες υποδομές για την εγχώρια κατανάλωση όσο και τη γεωγραφική της θέση ως διαμετακομιστικού κόμβου προς την ευρωπαϊκή αγορά.