Τις τελευταίες ημέρες είδαμε να κάνει βουτιά η τιμή του Brent από τα 67 δολάρια στα 61 δολάρια μέσα σε λίγες ημέρες, αντίστοιχα και η χρηματιστηριακή τιμή TTF του φυσικού αερίου στο κόμβο της Ολλανδίας, από τα 40+ ευρώ η θερμική μεγαβατώρα σε επίπεδα κάτω από τα 35 ευρώ. Επιπλέον η επιβολή δασμών στο χάλυβα αυξάνει το κόστος των γεωτρήσεων έως και 20% σε μία περίοδο που υπάρχει αναβρασμός για εξορυκτικά επενδυτικά project ιδιαίτερα στην ΝΑ Μεσόγειο.
Οι ενεργειακοί πετρελαϊκοί κολοσσοί μάλλον θα έλεγα ότι βρίσκονται σε μια διστακτική επενδυτική απόφαση για να προχωρήσουν σε νέες εξορύξεις και αναφέρομαι στην ExxonMobil αλλά και στην Chevron. Δεν είναι τυχαίο που η ExxonMobil πήρε πρόσφατα παράταση περίπου ένα χρόνο, προκειμένου να ενεργοποιήσει τις ερευνητικές γεωτρήσεις στα μπλοκ που της έχουν παραχωρηθεί από το Ελληνικό δημόσιο (Δυτικά της Κρήτης και σε κάποια στο Ιόνιο).
Σημαντικό πλήγμα έχουν υποστεί οι μετοχές τόσο της Chevron και της Exxon Mobil που υποχωρούν πάνω από 15% η κάθε μια τις τελευταίες πέντε μέρες.
Σε ό,τι αφορά την λειτουργική τους απόδοση, τα προσαρμοσμένα κέρδη της Chevron στο Δ’ τρίμηνο παρουσίασαν ραγδαία μείωση κατά 44% στα 3,6 δις ευρώ λόγω των χαμηλότερων περιθωρίων στις πωλήσεις προϊόντων. Επίσης, η εταιρεία έχει ανακοινώσει ότι προχωράει σε περικοπές προσωπικού έως και 20% μέχρι το 2026. Όλα αυτά που συμβαίνουν είναι ενδείξεις ότι οι παρενέργειες από την πολιτική των δασμών θα επηρεάσουν αρνητικά τα μεγαλεπήβολα ενεργειακά μας εξορυκτικά πρότζεκτ.
Γενικώς όταν υπάρχει μια γεωπολιτική ή εμπορική αναταραχή στις διεθνείς αγορές που δεν είναι συγκυριακή, αυτό μπορεί μεν να επιδρά προσωρινά στην αποκλιμάκωση των τιμών των καυσίμων, με ότι σημαίνει στη σχετική μείωση του ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά από την άλλη, χώρες σαν την δική μας που βρίσκεται στο επίκεντρο των εξορυκτικών επενδύσεων δεν αποτελούν μια θετική εξέλιξη. Ειδικά εάν οι χώρες του OPEC αυξήσουν την ημερήσια παραγωγή βαρελιών πετρελαίου, (όπως έχουν ανακοινώσει), κίνηση που στοχεύει στην επιβράδυνση της παγκόσμιας ύφεσης.
Η νέα αδειοδοτική πολιτική Τραμπ για τετραπλασιασμό των εξορυκτικών επενδύσεων σε σχιστολιθικό lng (όπως έχει ανακοινώσει), δεν αποτελεί ενθαρρυντικό παράγοντα για νέες ακριβές εξορύξεις σε οικόπεδα πέραν της Αμερικανικής ηπείρου, όπως της ΝΑ Μεσογείου, ακόμα κι αν οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μηδενίζονταν.
Μέσα σε όλο αυτό το αβέβαιο επενδυτικό κλίμα, η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει τα κουμάντα της κι αν αυτά, επιτάσσουν μια win win συμφωνία με τις ΗΠΑ μέσα στο επόμενο διάστημα, που όπως φαίνεται η ελληνική πλευρά το σκέφτεται, πρέπει να δούμε τελικά κατά πόσο αυτό το εμπορικό deal θα ωφελήσει την εθνική οικονομία.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ για το 2024, ήταν οριακά θετικό, περίπου 200 εκατ. ευρώ, από εξαγωγές κυρίως αγροτικών προϊόντων ( λάδι, ελιές, φέτα, φρούτα, κρασί κλπ). Αν σκεφτεί κανείς ότι η χώρα μας θα είχε ακόμα μεγαλύτερο πλεόνασμα στο εμπορικό ισοζύγιο, αν δεν αύξανε τις εισαγωγές της από τις ΗΠΑ σε καύσιμα και κυρίως σε lng μετά και το περιορισμό του φθηνότερου ρώσικου αερίου.
Το 2024 η Ελλάδα εισήγαγε περίπου 26 TWh αμερικανικό lng με μια μέση τιμή γύρω στα 11,5 $ mmBTU ή 34,5 περίπου € η θερμική MWh , αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα πλήρωσε λίγο κάτω από 1 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ για lng. Αυτό το ποσό αντιστοιχεί λίγο κάτω από το 50% των συνολικών προμηθειών της χώρας σε αέριο. Το υπόλοιπο 50% ( αγώγιμο από Ρωσία ή και lng από Ρωσία, από Κατάρ, Αλγερία κλπ ) είχε ένα μέσο κόστος προμήθειας που δεν υπερέβαινε τα 6,5 $ η mmBTU , δηλαδή μια σχεδόν υποδιπλάσια τιμή από το αμερικανικό lng.
Αν τελικά η Ελλάδα πάει σε μια win win συμφωνία, πχ για να μην μπουν δασμοί εκατέρωθεν, και η Ελλάδα δεσμευτεί να αντικαταστήσει σχεδόν όλο το εισαγόμενο αέριο της, μόνο από ΗΠΑ , (μέσω Ρεβιθούσας και FSRU Αλεξανδρούπολης), τότε το κόστος του φυσικού αερίου σχεδόν θα διπλασιαστεί, πράγμα που σημαίνει ότι από τα 35 ευρώ που είναι σήμερα η θερμική μεγαβατώρα θα ξεπεράσει σε μια νύκτα τα 65 ευρώ.
Επ’ ουδενι δεν πρέπει η Ελλάδα να κάνει τέτοια συμφωνία για να αποφύγει δασμούς σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα που εξάγει στις ΗΠΑ. Γιατί απλά ο παραγωγός μπορεί μεν να γλυτώσει τους δασμούς, αλλά θα τους πληρώσει εις διπλούν στο κόστος παραγωγής των προϊόντων, λόγω του πολύ υψηλότερου κόστους ενέργειας. Εξάλλου τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα ακόμα κι αν ακριβύνουν κατά 20%, οι Έλληνες ομογενείς θα συνεχίσουν να τα αγοράζουν από άποψη και αγάπη για το κάθε τι που θυμίζει Ελλάδα.
Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ
Ενεργειακός Επιθεωρητής