Aντε τώρα να πας να πεις στους κατοίκους στον Παλαμά ή στη Μεταμόρφωση Καρδίτσας, ότι η Ελλάδα πήρε την επενδυτική βαθμίδα και αυτό είναι σημαντικό. «Πνιγήκατε, αλλά η χώρα αναβαθμίστηκε».
Η Καναδική εταιρεία DBRS απέδωσε την κίνησή της πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι «οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική ευθύνη, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση». Κουραφέξαλα.
Αν οι ελληνικές Αρχές μείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική ευθύνη, η Θεσσαλία θα εγκαταλειφθεί και στην Αθήνα θα τρώμε μόνο προϊόντα εισαγωγής. Μεσοπρόθεσμα θα αυξήσουμε τις εισαγωγές, θα επιδεινώσουμε το εμπορικό ισοζύγιο και θα πάρει ξανά τα πάνω του το δημόσιο χρέος. Η ακρίβεια, δηλαδή ο υψηλός πληθωρισμός, θα γίνει μόνιμος σύντροφός μας, όπως στις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90. Μην κοροϊδευόμαστε, βρισκόμαστε εν μέσω ενός φαύλου κύκλου.
Καθαρότερα
Απλά οι θεομηνίες του καλοκαιριού μάς κάνουν να δούμε τα πράγματα καθαρότερα. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο αφορά όλον τον κόσμο και συζητήθηκε κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου στη συνεδρίαση του G20 στην Ινδία.
Από τη μια υπάρχει το πρόβλημα του πληθωρισμού και από την άλλη το θέμα του υψηλού κόστους αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Το δεύτερο φέρνει πληθωρισμό.
Αρα, η μάχη που γίνεται για την αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι σχεδόν αδιέξοδη. Μια μεγαλύτερη ανάγκη έρχεται να σκεπάσει τα πάντα, καθώς απ’ αυτήν εξαρτάται η ύπαρξή μας. Οι πολίτες είναι διαιρεμένοι γιατί κανείς δεν τους λέει την αλήθεια. Το ίδιο και οι πολιτικοί. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι ευρωπαίοι ψηφοφόροι θέλουν δράση για την κλιματική αλλαγή, καθώς τα κύματα καύσωνα, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες κάνουν τη ζωή τους αφόρητη.
Δεν θέλουν να πληρώσουν
Ωστόσο, δεν είναι πρόθυμοι να επωμιστούν το κόστος της μετάβασης σε μια λιγότερο ρυπογόνο οικονομία. Για τις κυβερνήσεις αυτό σημαίνει να παλεύουν με την επίτευξη μακροπρόθεσμων πράσινων στόχων χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τις εταιρείες και τους πολίτες με το επιπλέον κόστος. Ο πληθωρισμός όμως που προκαλείται συνεχίζει να τσουρουφλίζει τα πορτοφόλια των ανθρώπων.
Έτσι, αναζητείται ένας κοινωνικά δίκαιος τρόπος ώστε να γίνουν πράξη ταυτόχρονα δύο αλληλοσυγκρουόμενα πράγματα.
Στη Γερμανία η κυβέρνηση αποφάσισε να διαθέσει 212 δισεκατομμύρια ευρώ, εκτός προϋπολογισμού, για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης. Δεν εφαρμόζει ωστόσο κανένα μέτρο που να επηρεάζει τα νοικοκυριά και τις συνήθειες των ψηφοφόρων.
Απρόθυμη να περικόψει επιδοτήσεις
Είναι για παράδειγμα απρόθυμη να περικόψει επιδοτήσεις ύψους 65 δισεκατομμυρίων ευρώ που είναι επιβλαβείς για το περιβάλλον, αλλά βοηθούν τις αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας, καθώς περιλαμβάνουν φορολογικές περικοπές στο ντίζελ ή στα εταιρικά αυτοκίνητα. Δεν συμφωνούν καν για αυστηρότερους κανόνες ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών, που θα σήμαινε ότι θα απαιτούσαν απ’ τους ιδιοκτήτες ακινήτων να επενδύσουν σε μεγάλο βαθμό στην ανακαίνισή τους.
Ολοι ψάχνουν να το κάνουν (τη μετάβαση) στη «ζούλα», περιμένοντας ότι κανείς (οι πολίτες) δεν θα τους πάρει χαμπάρι. Εμμένουν παράλληλα στις παλιές πολιτικές. Τι νόημα έχουν δημοσιονομικοί κανόνες, η μάχη με τα ελλείμματα σε αυτό το πλαίσιο; Είχαν νόημα όταν όλα ήταν ή φαίνονταν τακτοποιημένα. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα στη θέση του. Είναι αντιληπτό ότι η DBRS και η κάθε DBRS θα κρίνει, θα αξιολογήσει με όσα γνωρίζει ότι είναι σημαντικά. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ωστόσο δημιουργήθηκε πρωτίστως για να προλαβαίνει και να αντιμετωπίζει στη ρίζα τους τέτοια προβλήματα, όχι να ακολουθεί όπως τώρα.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ