Τον ρόλο κλειδί των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας (ΑΠΕ, φυσικού αερίου ακόμα και λιγνιτικών) για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών άλλων χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στην τρέχουσα φάση αυξημένης ζήτησης αναδεικνύει ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας Νίκος Τσάφος σε ανάρτησή του στο LinkedIn, στην οποία σκιαγραφεί το νέο επεισόδιο υψηλών χονδρεμπορικών τιμών στην ευρύτερη περιοχή (και τις σημαντικές διαφορές με το επεισόδιο του καλοκαιριού). Αναφέρει επίσης τρεις παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν στην πτώση των τιμών σε μακροπρόθεσμη βάση που κατά πάσα πιθανότητα θα τεθούν επί τάπητος κατά το αμέσως επόμενο διάστημα, με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή -υπό τη νέα της σύνθεση πια- έχει δεσμευθεί να εξετάσει το θέμα των αποκλίσεων των χονδρεμπορικών τιμών μεταξύ της Νοτιοανατολικής και της υπόλοιπης Ευρώπης και να προτείνει μέτρα, όπως ανέφεραν και ανώτερα στελέχη της Κομισιόν απαντώντας σε σχετική επιστολή των συνδέσμων ενεργοβόρων βιομηχανιών Ελλάδας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας.
Όπως αναφέρει στην ανάρτησή του ο κ. Τσάφος κατά το τελευταίο διάστημα οι τιμές ηλεκτρισμού έχουν αυξηθεί σε όλη την Ευρώπη. Το φαινόμενο εμφανίζεται μεν με μεγαλύτερη οξύτητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. (σ.σ. Στην Ελλάδα, η μέση χονδρεμπορική τιμή το Νοέμβριο διαμορφώνεται στα 138 ευρώ/MWh, με μηνιαία αύξηση πάνω από 50%) , παρά ταύτα οι αποκλίσεις είναι μικρότερες σε σχέση με το καλοκαίρι και το σοκ πολύ πιο «ομοιόμορφο». «Η ζήτηση αυξήθηκε απότομα, αλλά συνολικά το επίπεδο κατανάλωσης δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, δεν πρόκειται για σοκ που προκαλείται από τη ζήτηση», τονίζει, προσθέτοντας ότι στην παρούσα φάση στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχει μειωθεί η παραγωγή από τις μονάδες άνθρακα, τις πυρηνικές και τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, κάτι που προκαλεί πίεση στο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης. «Όταν η παραγωγή των αιολικών και των ηλιακών σταθμών είναι χαμηλή (σ.σ. όπως στο επεισόδιο Dunkelflaute που κατεγράφη προ δυο περίπου εβδομάδων), τότε η ζήτηση για φυσικό αέριο είναι πολύ υψηλή και αυτό αυξάνει τις τιμές. Στις περισσότερες χώρες της περιοχής μας, η εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή δεν καλύπτει τη ζήτηση και γι αυτό απαιτούνται σημαντικές εισαγωγές.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως σημαντικός εξαγωγέας ενέργειας από ΑΠΕ, φυσικό αέριο, ακόμα και λιγνίτη, τονίζει ο κ. Τσάφος, ένα στοιχείο που τονίστηκε και από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά την πρόσφατη συνάντηση που είχαν με το τεχνικό κλιμάκιο της Κομισιόν. «Οι ευέλικτοι πόροι της Ελλάδας ήταν σανίδα σωτηρίας της για την περιοχή, πλην όμως η μεγάλη εικόνα αναδεικνύει ορισμένες σημαντικές πραγματικότητες.
Πρώτον, ότι υπάρχει σοβαρή ανάγκη για ενέργεια που μπορεί να κατανεμηθεί (dispatchable power), κάτι που «φωτογραφίζει» σε μεγάλο βαθμό τις μονάδες φυσικού αερίου. «Αυτό ισχύει πάντα, αλλά ισχύει ακόμα περισσότερο σε ένα ενεργειακό σύστημα που εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την αιολική, την ηλιακή και την υδροηλεκτρική ενέργεια».
Δεύτερον, υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για συντονισμό, ιδίως όσον αφορά τα προγράμματα διακοπής λειτουργίας (λόγω συντηρήσεων κλπ.) θερμικών μονάδων, ιδίως κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε μια κατάσταση όπου όλοι περιμένουν να εισάγουν ενέργεια την ίδια ώρα (σ.σ. καθώς οι αιχμές της ζήτησης σε μεγάλο βαθμό συγκλίνουν), με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ξαφνικά περιφερειακό έλλειμμα ενέργειας.
Και τρίτον, απαιτείται διαφορετικός σχεδιασμός και προσέγγιση αναφορικά με την διακυβέρνηση των διασυνδέσεων και της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού. Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν περιοχές της Ευρώπης με μηδενικές τιμές για κάποιες ώρες, ενώ άλλες πληρώνουν πάνω από 100 ευρώ/MWh για τις ίδιες ώρες. Πρόκειται για χαμένη ευκαιρία για τους παραγωγούς που προσφέρουν την ενέργειά τους δωρεάν και για άσκοπη επιβάρυνση των καταναλωτών που πρέπει να επωμιστούν τις ατέλειες της εσωτερικής αγοράς.
Συμπέρασμα ; «Πρέπει να τα πάμε καλύτερα», καταλήγει ο κ. Τσάφος, δίνοντας μια πρόγευση των ελληνικών θέσεων και επιχειρημάτων για τον διάλογο για (νέες) βελτιωτικές παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας της ΕΕ που αναμένεται να αναζωπυρωθεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Στο μεταξύ, η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζει το σχέδιο ανάσχεσης της μετακύλισης των αυξήσεων στη χονδρική τιμή ηλεκτρισμού στα τιμολόγια λιανικής νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων για το Δεκέμβριο. Το ΥΠΕΝ περιμένει να δει την τιμολογιακή πολιτική των παρόχων, κατά πόσο δηλαδή θα απορροφήσουν τις αυξήσεις στα τιμολόγια, για να αποφασίσει το εύρος της παρέμβασης στους οικιακούς καταναλωτές, αλλά και στην πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, για τους οποίους εξετάζεται η δυνατότητα να δοθεί κρατική ενίσχυση μέσω του κανονισμού De minimis, που δεν απαιτεί ειδικό σχήμα και προκοινοποίηση στην DG COMP, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ενέχει γραφειοκρατικές «παγίδες» στην υλοποίησή του